ΑΦΙΕΡΩΜΑ
Μανόλης Αναγνωστάκης
Α. Τάσσος, Ο καρπός, 1958, έγχρωμη ξυλογραφία 35 x 62 εκ. |
ΤΟΥ
ΚΩΣΤΑ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
«Το ματς της ζωής του είχε τελειώσει – τώρα
έπαιζε την παράταση» (Υ.Γ.)· που
σημαίνει δεν υπάρχει νικητής ούτε νικημένος και με την αίσθηση της ήττας να
δεσπόζει, με ασαφή και συγκεχυμένα τα όρια ανάμεσα στον κανονικό αγώνα και την
παράτασή του και με άγνωστο το πώς οριοθετήθηκε η μια και πώς σηματοδοτήθηκε η
άλλη. Με μόνο μία δυσδιάκριτη οριζόντια γραμμή να χωρίζει τα περασμένα και τα
τωρινά· πόσο περασμένα όμως και πόσο τωρινά, τη στιγμή που οι μνήμες,
τραυματικές και ενίοτε ιδιομόρφως παραμυθητικές, υφέρπουν επίβουλες παντού,
διαβρώνοντας σκέψεις κι αισθήματα του παρόντος, αδυσώπητα διεκδικώντας το,
αλλοιώνοντας παραμορφωτικά όλες τις πτυχές του, τις πιο προφανείς και τις πλέον
απόκρυφες κι ωστόσο αισθητές για όποιον -όπως ο ποιητής- αξιώθηκε να ξέρει.
Αλλά και το γήπεδο όπου διεξάγεται
το ματς, ο χώρος στις φαινομενικά προσδιορισμένες διαστάσεις του οποίου
εξελίχθη ο αγώνας και διαδραματίστηκαν οι φάσεις μιας ζωής οικειοθελώς ξοδεμένης,
θυσιασμένης -ένας θεός ξέρει με πόση επίγνωση του «προδικασμένου, του εντέλει
στημένου αποτελέσματος»-, ακόμη κι αυτό δεν είναι μετρήσιμο ούτε εύκολα
προσβάσιμο ως έκταση. Στην πραγματικότητα -τουλάχιστον μπροστά στα «έκπληκτα»
μάτια του ποιητή- είναι μία έκταση ανισόπεδη, χωρίς σαφείς διαχωριστικές
γραμμές, ώστε να αγνοεί αν και από ποιους κανόνες διέπονται και ελέγχονται οι
κινήσεις του· είναι μία έκταση ανισόπεδη και αχανής, με τις διαστάσεις της να
μεταβάλλονται ακατάπαυστα σαν σε εφιαλτικό όνειρο, σαν ο προσωπικός χρόνος του
πάσχοντος ποιητή, αφυπνιζόμενος, να πρέπει να ρυμοτομήσει εξ αρχής πάλι και
πάλι επιφάνειες, να αντικαταστήσει τα καινούρια με τα παλιά «εκείνα», να
αναστηλώσει κτίρια, σώματα, να ξαναστήσει κινήσεις, χειρονομίες και να πλάσει
φωνές όχι με το πάθος ενός τυμβωρύχου, αλλά με την οικειότητα ενός «νυχτοφύλακα
της μνήμης» (ο Ηλίας, η Κλαίρη, ο Ραούλ, η οδός Αιγύπτου, το καφενείο η «ωραία
Σελήνη», η «Συνάντηση», η 3η Μαΐου, το τραμ 8, η οδός Αρριανού).
Γήπεδο αχανές και ολισθηρό, χωρίς
οριοθετικές γραμμές ή μάλλον με τα όριά του να διαστέλλονται και να
συστέλλονται διαρκώς, γήπεδο-πόλη ολόκληρη όπου παίχτηκε «το ματς της ζωής του»
και εξακολουθεί ατελεύτητα να παίζεται τώρα η παράταση, με τις δυνάμεις όσο
πάει λιγοστές και μετρημένες. Γήπεδο αχανές και ολισθηρό όπως αχανής και το
ίδιο ολισθηρή είναι η «λευκή σελίδα», στις αενάως μεταβαλλόμενες διαστάσεις της
οποίας οφείλει κανείς να διασχίσει δάση συμβόλων, αλληγοριών και υπαινιγμών· να
ισορροπήσει ανάμεσα στο τεράστιο χάσμα που ανοίγεται χωρίζοντας τον λόγο και τη
σιωπή, μεταγγίζοντας στοιχεία του ενός στην άλλη και αντίστροφα, όσο και όπως
αισθάνεται προκειμένου να ανιχνεύσει και να προβάλει την ουσία των γεγονότων
και των καταστάσεων που τον σημάδεψαν και τον όρισαν. Όχι τα ίδια γεγονότα και
τις ίδιες καταστάσεις, πράγμα που θα τον οδηγούσε σε ρητορείες και
συναισθηματισμούς αταίριαστους στην ιδιοσυγκρασία του, αλλά τον εσωτερικό τους
απόηχο. Για να συνθέσει ένα «είδος μικτό αλλά νόμιμο», ο συνεκτικός ιστός του
οποίου θα είναι η σιωπή ή αλλιώς ο «λυρισμός του ανέκφραστου».
Η λευκή σελίδα είναι για τον Μανόλη
Αναγνωστάκη το «καθαρτήριο» των παθών του. Το πεδίο όπου απορροφώνται οι
κραδασμοί και απαλαίνουν οι ορυμαγδοί από τις κάθε είδους επίκαιρες-εφήμερες
συγκρούσεις και αντιπαραθέσεις, ανεξάρτητα από τον βαθμό της όποιας ιστορικής
τους αναγκαιότητας. Η λευκή σελίδα είναι η λυδία λίθος επάνω στην οποία
δοκιμάζεται εν σιωπή η αυθεντικότητα των παθών του και η γενική διάθεση
μετατρέπεται σε μιαν απολύτως ατομική, διανοητική και ηθική στάση απέναντι στα
καυτά προβλήματα της εποχής του. Το «ιδιωτικό», χωρίς να κρύβει ούτε, πολύ
περισσότερο, να απεμπολεί τα σημάδια των σχέσεών του με το «δημόσιο» -αφού οι
συνθήκες του δεύτερου συνέβαλλαν κατά πολύ στη διαμόρφωση του πρώτου-, αρνείται
να ενδώσει στις επιταγές του και υπεκφεύγει, συνθετικά συνδυάζοντας οδυνηρά και
τραυματικά συμβάντα και καταστάσεις του ατομικού βίου, με εξίσου -αλλά αλλιώς-
οδυνηρές και τραυματικές πτυχές της περιρρέουσας πραγματικότητας.
Η λευκή σελίδα αποτελεί για τον
Αναγνωστάκη τον χώρο άσκησης και πραγμάτωσης της ατομικής και της κοινωνικής
του ελευθερίας. Στις διαστάσεις της δοκιμάζει με ελεγχόμενη, παρά τη συγκίνηση
που τον διακατέχει, αγωνία τον συνδυασμό μιας ιδιωτικοποιημένης συλλογικότητας
και μιας διαπερασμένης από τα δημόσια πάθη ιδιωτικότητας, με μοναδικό γνώμονα
την ιδιοσυγκρασιακά προσδιορισμένη στάση του μπροστά στη ζωή του και στη Ζωή.
Γι’ αυτό και ο ιδεολογικός άξονας γύρω από τον οποίο περιστρέφεται το σύνολο
σχεδόν της ποίησής του δεν είναι συνυφασμένος αποκλειστικά από γεγονότα,
καταστάσεις και διαθέσεις που, ενδιάθετες ή επιγενόμενες, συνέβαλλαν στη
διαμόρφωση αυτής ή εκείνης της στάσης. Θέλω να πω, δεν είναι αμιγής, αλλά
εμφανώς διαπερασμένος από την υγρασία σκοτεινών και αδιάγνωστων διαθέσεων,
δημιουργημένων από μία ιδιοσυγκρασιακών καταβολών υπαρξιακή αγωνία. Θα έλεγε
κανείς ότι τα δραματικά γεγονότα που σημάδεψαν την εποχή του (δικτατορία Μεταξά,
Πόλεμος, Κατοχή, Αντίσταση, Εμφύλιος) και η προσωπική εμπλοκή του σ’ αυτά δεν
διαμόρφωσαν αλλ’ απλώς διόγκωσαν την προϋπάρχουσα αίσθηση του μάταιου, της
φθοράς και του θανάτου που από πολύ νωρίς τον διακατείχε, «πριν αρχίσει να
είναι μια καθημερινή πραγματικότητα. Απλώς τα έμμεσα αισθήματα, η αίσθηση ενός
μονίμως επικείμενου κακού, ενισχύονται από τα γεγονότα της ζωής» (Φραγκίσκη
Αμπατζοπούλου).
Ώστε η αίσθηση της «ήττας»
προϋπάρχει· προηγείται της όποιας εμπλοκής του στα «κοινά» και η προσωπική του
οδύνη είναι αναγνωρίσιμη και στην πρώιμη ποίησή του όπου, εκτός των άλλων,
εμφανίζονται και τάσεις «φυγής, ανίας, αναίτιας μελαγχολίας, όπως εκφράστηκε
από του γάλλους ποιητές του τέλους του 19ου αιώνα και πέρασε σε
ελάσσονες έλληνες ποιητές» (Αλέξ. Αργυρίου). Στην περίπτωση του Αναγνωστάκη το
γενικό αναδύεται μέσα από την ιδιαιτερότητα του ποιητικού υποκειμένου· «το
ποίημα δεν απομακρύνεται από τον εσωτερικό κόσμο του δημιουργού του· αναβλύζει
απ’ ευθείας από εκεί που φανερώνει πόσο καλά έχει αφομοιώσει και κυριαρχεί την
εμπειρία του» (C.
M.
Bowra).
Αισθάνεται κανείς ότι πρώτιστο μέλημά του είναι να διαφυλάξει, ως κόρην
οφθαλμού, ανέπαφη την ακεραιότητα του προσώπου του και, κατ’ επέκταση, τη γνησιότητα
της ποίησής του. Φύσει και θέσει νεωτεριστής, «με αισθήματα αμφιρρεπή μέσα στον
χώρο της αριστερής ιδεολογίας και στην κόψη της επίγνωσης για τη δύναμη και τη
σκοπιμότητα της ποίησης σε μια εποχή όπως η δική του» (Αλέξ. Αργυρίου), βρίσκει
καταφύγιο στην αμφισημία του λόγου και στη συνακόλουθη επιλογή τρόπων που τον
προφυλάσσουν από κοινότοπα κηρυγματικά ξεσπάσματα και ανούσιες ρητορείες.
Η στρατευμένη ποίηση -τουλάχιστον
στη στερεότυπη εκδοχή της- δεν ήταν το είδος της ποίησης που ταίριαζε στον Αναγνωστάκη,
για τον οποίο «η ποίηση είναι η μόνη δυνατή να αποκαλύψει τις αληθινές
διαστάσεις του οποιουδήποτε θέματος» (Αλέξ. Αργυρίου). Άρα όφειλε, αισθανόταν
ότι όφειλε να διαφυλάξει την καθαρότητα του λόγου του, αντιμετωπίζοντας με
περίσκεψη τις επιταγές της εποχής και ειδικότερα τις επιταγές του ιδεολογικού
του χώρου. Γι’ αυτό και το «αντιστασιακό» ή το φορτισμένο από τον απόηχο των
γεγονότων πνεύμα, όπου εντοπίζεται στην ποίησή του, είναι πολιτικά αιρετικό, με
την έννοια ότι σχεδόν πάντοτε στα ποιήματά του συνυπάρχουν το ηρωικό και το
πένθιμο, η βεβαιότητα και η αμφιβολία, ο φόβος και η έστω αμυδρή ελπίδα. Και
όπου «ακούγεται ευκρινώς ο ήχος των κατοχικών γεγονότων διακρίνεται η σαφής
διαφοροποίησή του από την αντιστασιακή αντίληψη της άμεσης, υμνητικής και
ρητορικής έκφρασης» (Αργυρίου). Βασικό του μέλημα μοιάζει να είναι η διαφύλαξη
των ορίων ανάμεσα στον λόγο και τη σιωπή –όχι την παθητική σιωπή, αλλά αυτήν
που εγκυμονεί τον λόγο και μαζί το πάντοτε ανοιχτό ενδεχόμενο της ανατροπής
του, που αναστέλλει το τέλος και συμβάλλει στη διατήρηση της εκφραστικής
ετοιμότητας.
Ο ψυχισμός του, οι
αισθητικές-ποιητικές του καταβολές του επιβάλλουν την πειθαρχία των
συναισθημάτων, τη νηφαλιότητα και την καλλιέργεια του υπαινιγμού· η ιδεολογική
του ένταξη, όσο καθοριστική κι αν είναι για τις επιλογές της ζωής του, για τη
διαμόρφωση της ηθικής του και της αίσθησης του χρέους που μονίμως τον
διακατέχει, δεν τον «παρασύρει» στη δίνη της κυριαρχούσας αντιστασιακής
έκφρασης. Απεχθάνεται τη γενικότητα, που είναι και το χαρακτηριστικότερο
στοιχείο της στράτευσης και δυσπιστεί στην «περιφορά» των λέξεων και των
λεκτικών σχημάτων που μπορούν να θερμάνουν οράματα, όχι όμως και «να
ζωντανέψουν τους νεκρούς του». Από τις πράξεις, τις παραλείψεις, τις αποτυχίες,
απ’ ό,τι ειπώθηκε ή παρασιωπήθηκε, απ’ όλα όσα τον σημάδεψαν δια βίου, θέλει να
συγκρατήσει και να διαφυλάξει το συναισθηματικό τους απόσταγμα, προκειμένου εν
συνεχεία να το καταθέσει στο πεδίο της ποίησης «αποδεικτικά» και όχι
«επιδεικτικά», διαπερασμένο από την απολύτως προσωπική του οδύνη και συνείδηση
της πραγματικότητας, πράγμα που συχνά τον φέρνει σε βαθύτατη ρήξη με τον
κοινωνικά και ιδεολογικά προβληματισμένο εαυτό του. Και θα έλεγε κανείς ότι από
τις μόνιμες και από τις φευγαλέες ρωγμές που δημιουργεί στη συνείδηση και στον
ψυχισμό του αυτή η ρήξη, προκύπτει η ανάγκη του για έκφραση, καθώς και ότι σ’
αυτήν ακριβώς τη ρήξη οφείλεται η εσωτερική δραματικότητα της ποίησής του, η
οποία, όσο κι αν δεν εμψυχώνεται -τουλάχιστον εμφανώς- από τις καταστάσεις και
τα δρώμενα της εποχής που τον σημάδεψε, πάντως τα προϋποθέτει. Τόσο, που θα
τολμούσα να σκεφτώ ότι η «στράτευση», έστω η ιδιάζουσα και οδυνηρή στράτευση
ήταν, για τον Αναγνωστάκη, «το καταφύγιο που μισούσε».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου