31/1/16

Η παγωμένη στιγμή

Ράνια Μπέλλου, A Short History or The Short Story III, 2014, βίντεο στιγμιότυπο


Ο χειμών: εις έτη πολλά είπε ο ασκητής. Για τις στιγμές που αγκάλιασαν το είναι του αυτό τον καιρό. Δεν υπάρχουν θετικά και αρνητικά συναισθήματα. Είναι πάντα μαζί όλα αυτά. Σαν σκηνές από ένα ποίημα που δεν γράφτηκε ποτέ, αλλά πάντα περιμένει. Ένοιωθε βαριά τη σκιά του χρόνου πια. Δυσκολευόταν να βρει τις λέξεις. Τις ένοιωθε κάπως αλλιώς. Σαν πέτρες που έπρεπε να σηκώνει κάθε φορά που ήταν υποχρεωμένος να μιλήσει. Μόνο ένα χαμόγελο του είχε μείνει και κάποιες ιδιαίτερες στιγμές ζωγραφιζόταν στο πρόσωπό του.
Μπροστά του απλωνόταν το πέλαγος του ασφαλιστικού. Έβλεπε τα πρόσωπα των γερόντων ισχνά και ταλαιπωρημένα από την κρίση αλλά και από την έγνοια γι' αυτούς της φαμίλιας που συντηρούνταν από την γλίσχρη σύνταξη. Λες και αυτή η σύνταξη, το αποκούμπι μετά από μια ζωή στα βαρέα και τα ανθυγιεινά, ήταν ικανή να λειτουργεί ως εκκλησία που σκέπει. Κατά έναν τρόπο, σκέφτηκε ο ασκητής, αυτή η σύνταξη γινόταν η καρδιά που χτυπούσε για όλους τους ανέστιους.
Άκουσε τη φωνή του λαού. Πίσω από τα επίκαιρα συνθήματα υπήρχε μια άλλη φωνή, το ίδιο ισχυρή, αυτή που ζητούσε δικαιοσύνη. Και ήξερε πως αυτή η τελευταία φωνή ήταν πιο ισχυρή από τα συνθήματα της επικαιρότητας. Και έβλεπε την προσπάθεια που γινόταν από τους νέους που είχαν μπει στο Μαξίμου. Κολυμπούν μέσα στο πέλαγος δύσκολα, σκέφτηκε, αλλά κολυμπούν. Αυτό είναι το σημαντικό.
Μεσούντος του χειμώνος οι μέρες είχαν δειλά δειλά αρχίσει να μεγαλώνουν. Η ελπίδα του ήταν ότι σε λίγο καιρό θα ερχόταν η άνοιξη. Μια άνοιξη που έλπιζε να ήταν διαφορετική αυτή τη φορά. Την άνοιξη που νοσταλγούσε από τότε που υπήρξε στον κόσμο. Ένοιωσε το χαμόγελο της φίλης του. Ένα χαμόγελο που διαπερνούσε την υγρή ατμόσφαιρα του χειμώνα. Ας είναι, σκέφτηκε∙ λίγα πολύτιμα είχε πια στη ζωή του. Στράφηκε προς το πλήθος και άκουσε τους αγορητές. Μια βεραμάν γραβάτα σκίαζε το πρόσωπο ενός αγορητή, που φαινόταν από το στυλ του ότι αισθανόταν άσχημα στο πεζοδρόμιο. Πόσοι από αυτούς άραγε είχαν σχέση με το πεζοδρόμιο; Πόσοι άραγε από αυτούς καταλάβαιναν τι ήταν το πεζοδρόμιο;
Ένα κορίτσι του δρόμου χαμογέλασε στον ασκητή, λες και είχε διαβάσει την σκέψη του. Οι παλιές πουτάνες πάνε στον Παράδεισο σκέφτηκε. Όχι, αυτή η σκέψη του δεν ήταν βλάσφημη αλλά ήταν η αλήθεια. Το ήξερε, γι' αυτό δεν έδινε σημασία στις κραυγές του μίσους που ακουγόταν στην χώρα. Μίσος για οτιδήποτε διαφορετικό. Φαινόταν καθαρά ο στόχος των μισούντων. Δεν τους ένοιαζε τίποτε άλλο παρά ένα μόνο: να συντρίψουν το νέο που παλεύει να γεννηθεί. Πόσο θλιβεροί μπορεί να είναι. Πόσο μάταιοι. Αλλά όλα αυτά πια δεν είχαν σημασία.
Πήρε το δρόμο προς το κέντρο. Ναι, τα πράγματα ήταν ακόμη πιο καθαρά ανάμεσα στους δίκαιους και στους άδικους. Εκεί στο κέντρο συνάντησε την φίλη του, που τον έπιασε από το χέρι∙ η παγωμένη στιγμή, του είπε, είναι η θαλπωρή της αλήθειας μας. Εκείνος χαμογέλασε και της έδωσε ένα τσιγάρο. Ένα άφιλτρο τσιγάρο από ένα πακέτο που είχε ζωγραφισμένη μια τσιγγάνα, ένα παλιό γαλλικό τσιγάρο με τον γνωστό μυρωδάτο καπνό. Ο χειμών είχε αρχίσει να ετοιμάζει τα πράγματά του, γιατί πλησίαζε ο καιρός να αναχωρήσει.

ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΣΑΚΕΛΛΙΩΝ

Δεν υπάρχουν σχόλια: