17/1/16

Ο Μανόλης Αναγνωστάκης του ΚΚΕ Εσωτερικού

ΤΟΥ ΤΑΣΟΥ ΤΡΙΚΚΑ
A. Τάσσος, Τοπίο με κυνηγούς, ξυλογραφία 11,8 x 17,5 εκ.


''Όχι πιά λέξεις – όχι πιά φράσεις''. Ούτε εντολή, ούτε, παράκληση, ούτε σοφία. Έτσι απλά, μια κουβέντα του ποιητή, που έφυγε πριν από δέκα χρόνια από κοντά μας ''με μια χλαμύδα οδύνης ανιστόρητης''. Όμως δεν θ' ακούσουμε την κουβέντα του ποιητή. Είναι μια πανάρχαια συνήθεια Στον τόπο τούτο να σεβόμαστε και να τιμούμε τους νεκρούς. Με λέξεις, με ό,τι μπορεί να ειπωθεί. Δεν ταιριάζουν σ' όλους οι κλαυθμοί και τα μοιρολόγια. Πέρασαν άλλωστε τόσα χρόνια από τότε που κλάψαμε για το χαμό του. Τώρα τον θυμόμαστε, και για να εκφραστεί η θύμηση έχει ανάγκη από λέξεις.
Με λέξεις, με φράσεις, θα ανακαλέσουμε από τον κόσμο των σκιών για να τον φέρουμε για λίγο έστω κοντά μας τον Μανώλη Αναγνωστάκη. Τον ποιητή της πολιτικής -τον πολιτικό της ποίησης. Τον ποιητή του ΚΚΕ Εσωτερικού και της Ανανεωτικής Αριστεράς. Γιατί ο ποιητικός λόγος του Μανώλη έχει μια βαθύτατη πολιτική διάσταση. Γιατί πολιτική είναι η παρέμβαση, που τόσο τον απασχολούσε: Το εκκρεμές ανάμεσα σε μας και τους άλλους. Το συναίσθημα που γίνεται στοχασμός και αναστοχασμός -η ποίηση που αναβαθμίζει το παρόν σε κίνητρο δράσης για το μέλλον. Η ποίηση που παραπέμπει στην πολιτική -η πολιτική που αναπέμπει στην ποίηση.
Η Αριστερά είχε και έχει πολλούς καλούς, σπουδαίους ποιητές. Ανάμεσά τους και ο Μανώλης Αναγνωστάκης. Όμως ο Μανώλης και η σχέση του με την Αριστερά δεν ήταν όπως των πιο πολλών: ''Αγαπήσαμε μια τρικυμία καινούργια, κι όμως γιατί ν' αναβάλλουμε πάντα την ώριμη χρονολογία;''Γι’ αυτήν την ''ώριμη χρονολογία'' βρίσκεται συνεχώς στους δρόμους ο ποιητής ψάχνοντας για την ''προσιτή οδό''... ''Σιγά-σιγά αδειάσανε οι δρόμοι και τα σπίτια, όμως ακόμη κάποιος έμενε και τρέχει να προφτάσει...'' Αλλά οι δρόμοι μένουν για λίγο άδειοι: ''Φύγανε κι άλλοι, μας ήρθαν καινούργιοι, γέμισαν οι δρόμοι – το πλήθος ξεχύνεται αβάσταχτο, ανεμίζουνε πάλι σημαίες... Μες στο χάος κυματίζουν τραγούδια...'' Είναι η δική του φωνή, η φωνή του Χάρη, ''π' αγκαλιάζει τον κόσμο σαν ήλιος που σπαθίζει τις πίκρες σαν ήλιος. Που μας δείχνει σαν ήλιος λαμπρός τις χρυσές πολιτείες. Που ξανοίγονται μπρος μας λουσμένες στην Αλήθεια και στο αίθριο το φως''

Τώρα το εκκρεμές δεν κινείται μόνο ανάμεσά μας αλλά και ανάμεσα στο αιχμηρό παρόν και το πολύχρωμο μέλλον, ανάμεσα στην πτωχευμένη πραγματικότητα που βιώνουμε και το ''ως εάν'' του Ernst Bloch, την ''άλλη'' επιθυμητή πραγματικότητα του ''εν δυνάμει'' είναι. Η ποίηση σμίγει με το όραμα των ''χρυσών πολιτειών'' και η πολιτική με το πλήθος της ''αριθμητικής των ιδεών''.
Ο Μανώλης Αναγνωστάκης δεν χρειάσθηκε να ''απεκδυθεί τον παλαιό άνθρωπο'' της εποχής του δόγματος. Εκτός από το καμίνι της Αντίστασης, είχε περάσει, στα χρόνια της νιότης του, από την προσωπική του δοκιμασία, που στάθηκε γι' αυτόν ένα δοκιμαστήριο του συστήματος ιδεών και πράξεων μιας μακρόχρονης εποχής, που ακολούθησε το ''ολικό κοινωνικό γεγονός'' (Lefebre) της Οκτωβριανής Επανάστασης -και κυρίως του ερέβους των τελευταίων χρόνων αυτής της εποχής, τα οποία συμβατικά ονομάστηκαν ''σταλινισμός''. Δεν είχε την ανάγκη που είχαν τόσοι άλλοι από μας να τινάξει με κόπο από πάνω του την αρχαία σκουριά του δόγματος, της πνευματικής αιχμαλωσίας και της αλλοτρίωσης. Βρήκε αμέσως τη θέση του στις γραμμές του ΚΚΕ Εσωτερικού. Ανέπτυξε έντονη δράση από υπεύθυνες θέσεις. Αναδείχθηκε σε εμβληματική μορφή της Κομμουνιστικής Ανανέωσης. Υπήρξε ανελέητος αντίπαλος του δογματισμού, που δεν άφηνε στιγμή χωρίς να τον πολεμήσει.
''Ο δογματισμός'' γράφει, ''κι όχι μόνο στο χώρο του προοδευτικού κινήματος, σα φαινόμενο γενικότερο μεθοδολογίας, διαπαιδαγώγησης και νοοτροπίας, έχει βαθιές ρίζες στον τόπο μας και εξακτινώνεται και διαποτίζει όλους τους τομείς της σκέψης και της κοινωνικής πράξης και συντηρείται αδιάκοπα μέσα στην πραγματικότητα της μόνιμης βαριάς ανωμαλίας που σφραγίζει τη νεοελληνική πολιτική ζωή'' (''Αντιδογματικά'', Πλειάς, σελ.8).
Οι κεραίες του Μανώλη Αναγνωστάκη συνέλαβαν από πολύ νωρίς τους κινδύνους που απειλούσαν και απειλούν την Ανανέωση και την Αριστερά εν γένει. Οι παρακάτω γραμμές θα μπορούσαν να έχουν γραφεί ακόμη και σήμερα:
''Η πάλη για την ανανέωση μέσα από την αριστερά και πρώτα απ’ όλα για την αριστερά, έπρεπε σε κάθε βήμα να δηλώνει ανοιχτά την ταυτότητά της, να αποδείχνει μέσα στις τρομερές συνθήκες της χώρας μας, από ποιό μετερίζι πολεμά, εν ονόματι ποιών αρχών, εκτεθειμένη στις σπιλώσεις, στις συκοφαντίες και στις χυδαίες προκλήσεις που δεν ήταν ανώδυνες προσωπικές παρεξηγήσεις αλλά εσήμαιναν ηθική και πολιτική, εν τέλει, εξόντωση''. (ό.π. σελ.9)
Ο ποιητής Αναγνωστάκης έρχεται σε αντίλογο με τον πολιτικό Αναγνωστάκη, που γράφει τα παραπάνω:
''Ξέρω: κηρύγματα και ρητορείες πάλι, θα πεις.
'Ε ναι λοιπόν. Κηρύγματα και ρητορείες.
Σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις.
Να μην τις παίρνει ο άνεμος.''
Αλλού περιγράφει με ποιητική γλώσσα, δυνατή γλώσσα άρνησης, την ''ελπιζόμενη'' Ανανέωση, πριν ακόμη εμφανιστεί. Που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί
''Χωρίς την επινόηση νέας διάταξης στοιχείων.
Χωρίς μια νέα μύηση που θα σαρώσει την αυλαία
Σκίζοντας βίαια σα δύο το σάπιο μήλο
.....
Κι όρθια η Πράξη σαν αλεξικέραυνο''.
Ακόμα και στους ζοφερούς καιρούς κραδαίνει αυτό το αλεξικέραυνο. Η ελπίδα είναι Πράξη. Είναι κατάφαση – και κατάθεση – ζωής. Χωρίς ψιμύθια: ''(Τώρα πια μιλάμε χωρίς αυταπάτες, χωρίς ηθικολογικές προκαταλήψεις, χωρίς καμμιάν επιταγή άνωθεν ευθύνης – για μια σκέτη αξιοπρέπεια. Στην οριζοντίωση της εποχής μας να κρατήσουμε όρθιες ισχνές καλαμιές...)''.
''Όρθιες ισχνές καλαμιές'' κράτησε στον καιρό του το ΚΚΕ Εσωτερικού, που τόσοι πρόβλεπαν τότε ότι ''δεν έχει μέλλον''. Το Κόμμα που ο ποιητής-πολιτικός δεν το έζησε από τις τελευταίες θέσεις του αμφιθεάτρου ούτε στην εξέδρα του προεδρείου, αλλά εκεί που κυλούσε η καθημερινότητά του. Στα κατάμεστα, ντουμανιασμένα γραφεία των συνεδριάσεων με τον πηχτόν αέρα από τις καυτές ανάσες των συντρόφων του. Έτσι το έζησε, από τους αγώνες του και ''από τα μέσα'', και γι' αυτό μπορούσε να το σαρκάζει και να αυτοσαρκάζεται:
''Πόσες χιλιάδες ώρες πέρασαν με συνεδρίαση,
σ' αχτίδες, κόβες και κομματικούς πυρήνες,
στο τέλος πάθαμε χρόνια νικοτινίαση
κι ο πονοκέφαλος ούτε περνούσε μ' ασπιρίνες''.

Δεν υπάρχουν σχόλια: