Το ποιητικό, το πολιτικό, το
ουτοπικό
ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΒΕΗ
Το 1943, ο δεκαοχτάχρονος Μανόλης Αναγνωστάκης ήταν
ήδη αρχισυντάκτης του περιοδικού Ξεκίνημα,
όργανο, ως γνωστόν, του εκπολιτιστικού ομίλου του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης.
Υπογράμμιζε έτσι, με τη δημόσια αντίδρασή του, την ενεργό ανάμειξή του στα
πολιτικά δρώμενα της γενιάς του, ενώ την ίδια ακριβώς περίοδο, όχι ιδιαίτερα
μακριά από τα όρια της κατεχόμενης τότε χώρας μας, προς τα δυτικά,
ολοκληρωνόταν το εμβληματικό έργο Το είναι και το μηδέν. Εκεί ο Ζαν Πωλ Σαρτρ δεν δίσταζε
να εξάρει τη σημασία της κάθε έκφανσης, της κάθε ενέργειας, στάσης ή και αποχής
του μέλους της κοινωνικής κυψέλης από τη συλλογικότητα των συμμετοχών. Η
συγκεκριμένη πράξη και η ενδεχόμενη, κατ’ αντιστοιχία, ηθελημένη ή μη παράλειψή
της, καθόριζε και βεβαίως καθορίζει το ειδικότερο κλίμα του βίου. Παραθέτω
αυτούσια τα εξής σε μετάφρασή μου από το γαλλικό πρωτότυπο: «Ο άνθρωπος συνιστά
μιαν ολότητα και όχι ένα συνονθύλευμα . αυτό συνεπάγεται αμέσως ότι εκφράζει εξ
ολοκλήρου την ατομικότητά του, ακόμα και στην πλέον ασήμαντη και στην πλέον
επιπόλαιη συμπεριφορά του . για να το εκφράσω διαφορετικά: δεν υφίσταται εκλογή,
δεν υφίσταται ανθρώπινη πράξη η οποία να μην καθίσταται ταυτοχρόνως αποκαλυπτική».
Η ποίηση, μέσα σ΄ αυτή τη διαδικασία αναπροσαρμογών και ρήξεων, λυρική και μη,
νεορoμαντική και μη, δεν είναι τίποτε άλλο παρά το απαραίτητο διάβημα
συνειδητής διόρθωσης ή έστω η απόπειρα της διόρθωσης του δεδομένου κόσμου των
παραστάσεων.
Το 1943 η γραφή δεν ήταν ο θάνατος, αλλά η γέφυρα για
τη ζωή. Το αίτημα της λογοτεχνίας υποστασιοποιούσε, κοντολογίς, το αίτημα της
δικαιοσύνης. Τριάντα δύο χρόνια μετά, σε συνέχεια αλλεπάλληλων διαψεύσεων,
ακυρώσεων πεποιθήσεων, μετάλλαξης αξιών ατομικής και πολιτειακής υφής, θα
διατυπωθεί με παρρησία η άποψη ότι «η κρίση είναι ένα είδος θεωρητικής
γαρνιτούρας που μας προσφέρουν οι πολιτικοί, οι οικονομολόγοι, οι φιλόσοφοι και
διάφοροι άλλοι για να προσδώσουν υπόσταση σε ένα παρόν για το οποίο δεν έχουν
τα εργαλεία να αναλύσουν. Η κρίση είναι, αν θέλετε, το διαρκές παρόν. Ποτέ δεν
υπήρξε στη νεώτερη ιστορία της Δύσης μία στιγμή που να μην είχε βαθειά
συναίσθηση μιας κρίσης βιωμένης έντονα μέχρι το μεδούλι των ανθρώπων». Ο Μισέλ
Φουκώ το 1975 συνθέτοντας το La politique
est la continuation de la guerre par d' autres moyens, δηλαδή Η πολιτική είναι η συνέχιση του πολέμου με
άλλα μέσα, αντιστρέφει εύστροφα τον διάσημο ορισμό του πολωνού Καρλ φον
Κλάουζεβιτς (1780-1831). Οι διάφορες πολιτικές της πτώσης και οι συναφείς
ατασθαλίες, οι οποίες απέρρεαν από πλημμελείς διοικήσεις ή προβληματικά
καθεστώτα στη δυτικοευρωπαϊκή και όχι μόνον επικράτεια, επιβεβαιώνουν την
ελαττωματική αβελτηρία της από κοινού έκφρασης, του από κοινού πράττειν.
Πέντε χρόνια πριν,
ο Μανόλης Αναγνωστάκης μας έχει παραδώσει τον Στόχο, την καίρια ποιητική του συλλογή. Μέλος της εκδοτικής ομάδας,
η οποία κυκλοφορούσε το περιοδικό Συνέχεια
από τον Μάρτιο έως τον Οκτώβριο του 1973, ο ποιητής βλέπει τους στίχους του να
σηκώνουν το βάρος της αδικίας. Ο Στόχος
συνοψίζει τα πάθη ενός αγώνα υπέρβασης σε όλους τους τομείς. Ήταν άλλωστε μια
από τις πλέον κρίσιμες χρονιές της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Στο
«Επιτύμβιον» του προαναφερόμενου έργου του κρίνεται μια ολόκληρη συνομοταξία
στελεχών της τάξης του. Η συλλογική τύψη διαμορφώνει ρυθμούς. Η γραφή
πραγματοποιείται αυτή τη φορά ως ανάχωμα. Παραθέτω για τις ανάγκες της
εποπτικής στιγμής ό, τι αποτελεί ήδη κτήμα μας: «Α, ρε Λαυρέντη, εγώ που μόνο
τόξερα τι κάθαρμα ήσουν /Τι κάλπικος παράς, μια ολόκληρη ζωή μέσα στο ψέμα /
Kοιμού εν ειρήνη, δεν θα ΄ρθώ την ησυχία σου να ταράξω./(Εγώ, μια ολόκληρη ζωή
μές στη σιωπή θα την εξαγοράσω / Πολύ ακριβά κι όχι με τίμημα το θλιβερό σου το
σαρκίο.) /Κοιμού εν ειρήνη. Ως ήσουν πάντα στη ζωή: ο καλός ./ Ο λαμπρός
άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης./ Δε θα ΄σαι ο πρώτος ούτε δα κι ο
τελευταίος». Ο επιτήδειος Λαυρέντης δεν φοράει πια μάσκα. Δεν κρύβεται στα
παρασκήνια του θεάτρου της ιστορίας. Ό, τι απέμεινε από τα σημεία μιας
παρατεταμένης υποκρισίας αποτελεί το αντικείμενο της χλεύης. Το ήθος, ο ένδον
δαίμων, δείχνει εν τέλει το αρνητικό του πρόσημο. Τον λάκκο του Λαυρέντη,
περιττό να το τονίσω αυτό, έχει προλάβει να τον σκάψει επιμελώς ο Κώστας
Καρυωτάκης. Ο Μανόλης Αναγνωστάκης γράφει απλώς τον αρμόδιο επικήδειο. Κι είναι
ο επικήδειος του ονείρου.
Πάντως είναι
ευτύχημα το γεγονός ότι ο διάλογος με το έργο του τιμώμενου σήμερα ποιητή
παρατείνεται. Σε μιαν εποχή ραγδαίων ανακατατάξεων, εκούσιων και ακούσιων
μετακινήσεων πληθυσμών, πολιτισμικών ανατροπών και πολλαπλών αιματηρών ρήξεων,
σε διάφορα σημεία του πλανήτη, όπου η σημειωτική της τρομοκρατίας επιβάλλει
όρους modus vivendi,
αναθεωρείται κατ΄ ανάγκην άλλη μια φορά και η σχέση μας με το Πραγματικό και ό,
τι αυτό πιθανώς εξ αντικειμένου αγγέλλει. Αλλά μήπως τμήμα του παρελθόντος της
γραφής δεν αποτελεί ταυτοχρόνως απόσπασμα του μέλλοντος και στα καθ΄ ημάς;
Μήπως η αναμενόμενη παράνοια του αύριο δεν έχει ήδη μηνυθεί ευλόγως στις
συνειδήσεις των υποψιασμένων; Άραγε το ποίημα δεν αναφέρεται εμμέσως πλην σαφώς
στο διιστορικό; Η παρατεταμένη αναλγησία του χρόνου αφηγείται στο μεταξύ
όνειδος. Στο «Fair Play», όπου λέξεις της γλώσσας των Άγγλων και μιας
παρεφθαρμένης οθωμανικής λαλιάς συμπλέουν με τα εύρωστα ελληνικά του ποιητή,
αποτυπώνεται η φενάκη, η απάτη, η ένδεια της αρετής. Το εκούσιο γλωσσικό
κομφούζιο επιτείνει από την πλευρά του τη σύγχυση του εγώ. Η περιρρέουσα
ατμόσφαιρα υποδηλώνει ένα κλίμα πτώσης. Η θλίψη έχει παραχωρήσει τη θέση της
στον κλαυσίγελο. Ο ετερώνυμος Μανούσος Φάσσης, ένα πειραχτήρι alter ego, το οποίο
πιθανότατα έλκει το επίθετό του και από τη σημασία των ρημάτων φάσκω και
αντιφάσκω, διευκολύνει τον Μανόλη Αναγνωστάκη ν΄ αποδομήσει χωρίς κανένα
δισταγμό τα προπύργια των σαθρών βεβαιοτήτων. Αντιγράφω για την περίσταση την
αρμόδια ετυμηγορία της αδέκαστης σάτιρας: «Πόσες χιλιάδες ώρες πέρασαν με
συνεδρίαση / σ΄ αχτίδες, κόβες και κομματικούς πυρήνες / στο τέλος πάθαμε
χρονία νικοτινίαση /κι ο πονοκέφαλος ούτε περνούσε μ΄ ασπιρίνες {. . .} Δεν
άκουσες ποτέ τη μάνα σου την άγια / σ΄ ενοχλούσε και σένα το κατεστημένο / δεν
είδες γύρω σου χιλιάδες τα ναυάγια / δεν το χαμπάρισες πως το παιχνίδι ήταν
στημένο».
Κατά τα άλλα,
«η Λογοτεχνία είναι το φώσφορο: τη στιγμή που πάει να σβήσει, φέγγει
περισσότερο». Ίσως στην καθ’ υπερβολήν αισιόδοξη αυτή τροπή της σκέψης του
Ρολάν Μπαρτ, η οποία μας κοινοποιείται το 1953, να εμφιλοχωρεί η ειρωνεία των
λογίων της εποχής του και όχι μόνον. Η πίστη του Μανόλη Αναγνωστάκη σ' αυτήν
ακριβώς την προοπτική της δημιουργικής γραφής μάλλον δεν εξαλείφθηκε ποτέ κατά
βάθος. Απλώς περιέπεσε σε μια κατάσταση νάρκης. Είναι το άλλο πρόσωπο της
ασκητικής. Η σιωπή, ο υπονοούμενος λόγος. Η ομιλητική παύση. Την προσωπική του
Ανθολογία, την οποία τιτλοφόρησε Χαμηλή
φωνή, με τη συνοδευτική επεξήγηση «τα
λυρικά μιας περασμένης εποχής στους παλιούς ρυθμούς», την εμπιστεύεται το 1990
στις εκδόσεις της Νεφέλης. Ο χαρακτηριστικός στίχος του Άλλου αποθησαυρίζεται
με έκδηλη στοργή. Δεν πρόκειται προφανώς για αυθορμησία οικειοποίησης, αλλά για
άμεση μεταφορά στο μέλλον. Εκεί θα διατυπωθούν με σαφήνεια τα εξής σαφή
ερωτήματα: «κάτω απ' τον έντονο ουρανό, / τι μ' είχε κάνει, να πονώ / κι ως
τόσο να σωπαίνω, εμένα; / Και να γυρεύω μοιρασιά /απ’ τη δική τους
ζεστασιά / μες στα τραγούδια, εγώ, τα ξένα; /Δούλευα μέσα μου να πω/ κ' εγώ
(ποιος ξέρει) έναν σκοπό;». Οι στίχοι ανήκουν στον «Σκοπό χαμένο» του Τέλλου
Άγρα. Εδώ μας γνέφει όμως, πίσω από την πλάτη του τελευταίου, ο δημιουργός του Στόχου, χαμογελώντας κάτω από τα
μουστάκια του.
Ο Γιώργος
Βέης είναι ποιητής
Α. Τάσσος, Αφιέρωμα στην Αλίκη Τ., 1962, ξυλογραφία 100 x 35 εκ. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου