1/1/16

Το Τάγμα του Αγίου Βασιλείου

ΔΙΗΓΗΜΑ

ΤΗΣ ΕΥΓΕΝΙΑΣ ΚΡΙΤΣΕΦΣΚΑΓΙΑ

Μια τέτοια μάζωξη γινόταν μόνο μία φορά το χρόνο. Δεν στέλνονταν προσκλήσεις, δεν υπήρχαν ανακοινώσεις, δεν τηρούταν το dress code.
Από τη βάρκα χωρίς φώτα, που προσάραζε στην ακτή, αποβιβάζονταν άνθρωποι, που το μόνο κοινό που είχαν ήταν ένα διακριτικό κεφαλαίο «Άλφα» στο πέτο του μπουφάν τους: έτσι όπως ήταν αναποδογυρισμένο, άνετα περνιόταν για το 22ο γράμμα του αραβικού αλφαβήτου, το κιάφ. Οι επιβάτες ταξίδευαν δίχως αποσκευές. Κανείς δεν τους είχε αποχαιρετήσει στην αποβάθρα. Δεν πλήρωναν κόμιστρο και δεν χαιρετούσαν τον ψηλό γεροδεμένο άνδρα με το πρόσωπο κρυμμένο πίσω από την κουκούλα της κάπας του. Επίσης δεν γνωρίζονταν μεταξύ τους, και ήταν ζήτημα αν ξανασυναντιούνταν ποτέ.
Δεν υπήρχε κανένας στην υποδοχή. Οι επιβαίνοντες πηδούσαν στην υγρή παγωμένη άμμο και προχωρούσαν σιωπηλά, ακολουθώντας το φως του φεγγαριού, που με έναν παράξενο τρόπο φώτιζε τούτη την ημέρα πάντα αυτό το συγκεκριμένο δρομολόγιο: από την ακτή έως τον παλιό στάβλο.
Στο στάβλο οι ταξιδιώτες χάνονταν. Σαν να τους κατάπινε η γη. Και μόνο ένα έμπειρο και υποψιασμένο μάτι μπορούσε να διακρίνει, ότι το κάθε ανοιγόκλειμα της πόρτας συνοδευόταν από μια σύντομη χλωμή λάμψη: ήταν το φωτοκύτταρο της πόρτας, που αντιδρούσε στο διακριτικό σήμα στο πέτο των εισερχομένων.
Μια απότομη σκάλα οδηγούσε σε ένα βαθύ θεοσκότεινο υπόγειο, που φωτιζόταν, σαν από μικροσκοπικές πυγολαμπίδες, μόνο από τις αχνοφέγγουσες «Άλφες» ή «Κιάφ» (όπως το δει κανείς).
Αυτή η μάζωξη θα μπορούσε άνετα να ήταν μια εταιρική συγκέντρωση: οι άνθρωποι, που δεν γνωρίζονταν μεταξύ τους, θύμιζαν υπαλλήλους μιας εταιρείας με το «Αλφα» ή το «Κιάφ» στο λογότυπό της. Δεν ήταν όμως.

Την ύπαρξη του στάβλου τη γνώριζαν στον κόσμο ελάχιστοι, και ακόμα λιγότεροι τολμούσαν μία φορά το χρόνο να διασχίσουν τη θάλασσα για να δώσουν το παρών τους σε ένα έθιμο που δεν έχει απλώς παρέλθει, αλλά ακόμα και η θύμησή του τιμωρούταν με αργό και βασανιστικό θάνατο.
Όταν και ο τελευταίος ταξιδιώτης κατέβηκε τη σκάλα, και η πόρτα με το φωτοκύτταρο σφραγίστηκε ερμητικά, πίσω της στάθηκε ο αμίλητος βαρκάρης, αφού προηγουμένως έκρυψε τη βάρκα σε μια θαλάσσια σπηλιά, που η είσοδός της ήταν καμουφλαρισμένη με ένα απαγορευτικό σήμα. Δεν χρειαζόταν τίποτε άλλο, κανένας δεν θα τολμούσε να παραβιάσει ακόμα κι αυτή τη γελοία, ανεπιχειρηματολόγητη απαγόρευση.
Η περιφρούρηση της μάζωξης ήταν μάλλον περιττή: η είσοδος στην Ευρώπη σφραγίστηκε εδώ και πολλά χρόνια, ομοίως με την είσοδο στο στάβλο. Μαζί με τις παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμά της, μαζί με την ιστορία και τη θρησκεία της, μαζί με ό,τι ειπώθηκε και επράχθη μέσα στην πολυ-χιλιόχρονη πορεία της. Ο κόσμος εδώ και κάμποσο καιρό χρησιμοποιούσε μια άλλη πυξίδα, και οι Αρχές απέτρεπαν το πισωγύρισμα με κάθε τρόπο. Μάλλον με έναν τρόπο που απεδείχθη μοναδικά αποτελεσματικός μέσα στους αιώνες: την καταδίκη εις θάνατον. Άλλα μέτρα καταστολής δεν προβλέπονταν, γι’ αυτό και η παγκόσμια κοινωνία λειτουργούσε ρολόι. Ο φόβος φυλάει τα έρημα, όπως έλεγε το μοναδικό διασωθέν από το παρελθόν απόφθεγμα της λαϊκής σοφίας, όλα τα υπόλοιπα δεν ήταν παρά ένα άχρηστο φορτίο, από το οποίο η ανθρωπότητα απαλλάχθηκε αβίαστα, μόλις συνειδητοποίησε ότι μέσα σε τόσες χιλιετίες οι Δέκα Εντολές στάθηκαν ανίσχυρες και αδύναμες απέναντι στον ζωώδη και πρωτόγονο φόβο του θανάτου. Ειδικά ενός αποτρόπαιου και φρικτού θανάτου.
Όσοι μαζεύτηκαν σήμερα στα έγκατα του στάβλου, γνώριζαν τι ρίσκαραν. Γι’ αυτό, όταν άναψαν τα κεριά και φωτίστηκε η παράνομη συγκέντρωση, ο Γέροντας με την Κόκκινη, με λωρίδες άσπρης γούνας στολή, χαμογέλασε ικανοποιημένος: σχεδόν οι μισοί  εκ των παρευρισκομένων ήταν μικρά παιδιά. Στριμώχνονταν στα πόδια των μεγάλων και με τρόμο κοιτούσαν τον ψηλό γέρο με τη μακριά, κάτασπρη γενειάδα.
Ο Γέρος δεν μιλούσε, παρά μόνο με χαμόγελο κοιτούσε τα παιδιά και τους γονείς, κάποιους από τους οποίους θυμόταν, από τότε που ήταν ακόμα στην ηλικία των παιδιών τους, όταν πρωτοεπισκέφτηκαν την Ευρώπη.
Ο φόβος σιγά-σιγά έδινε τη θέση του στην περιέργεια: η προσοχή των παιδιών μονοπωλούσε πλέον ένα κοντό, αλλά πολύ φουντωτό δενδράκι, στολισμένο με κόκκινες και χρυσές μπάλες κι ένα λαμπερό αστέρι στην κορυφή. Ο γενειοφόρος Γέρος έγνεψε, και οι γονείς έσπρωξαν τα παιδιά τους κοντά στο δεντράκι. Τότε εκείνα οσφράνθηκαν τη μεθυστική ζεστή μυρωδιά που απέπνεε, και αντίκρισαν κάτω, στη ρίζα του, μια πιατέλα γεμάτα γλυκά. Το δέντρο –έλατο, όπως θα το μάθουν αργότερα– φύτρωνε από το υγρό, χωμάτινο δάπεδο του υπογείου, και το γλυκό και ευγενές του άρωμα ανακατευόταν με τις ωμές, αλλά εξίσου μεθυστικές μυρωδιές του υγρού χώματος, και κάποιες άλλες, στην αρχή ενοχλητικές, αλλά μετά πολύ οικείες, ξεχασμένες, σαν τη μυρωδιά του μητρικού γάλακτος.
Ο Γέρος κατέβηκε από την πολυθρόνα του, πλησίασε ένα-ένα τα παιδιά και έφτιαξε τα μικρά σηματάκια στα πέτα των παλτό τους. Τώρα ήταν εμφανές ότι επρόκειται για το «Άλφα» κεφαλαίο, και όχι για το «Κιάφ» ή κάποιο άγνωστο εταιρικό σήμα.
«Πολλοί λόγοι, αγαπητά μου παιδιά, με κάνουν να σας δώσω αυτές τις συμβουλές, αντήχησε στο υπόγειο η σταθερή και πολύ νεανική φωνή του Γέρου. Πιστεύω ότι θα σας ωφελήσουν, αν τις κάνετε κτήμα σας. Έχω προχωρημένη ηλικία. Ασκήθηκα στη ζωή με πολλούς τρόπους. Γνώρισα επί πολλά χρόνια τις βιοτικές μεταβολές και έχω κάμποση πείρα στα ανθρώπινα πράγματα. Μπορώ, λοιπόν, σ’ αυτούς που πρωτομπαίνουν στο στάδιο της ζωής, να δείξω τον ασφαλέστερο δρόμο...»
Ο Γέροντας μιλούσε, και ο φόβος υποχωρούσε. Οι μεγάλοι ίσιωσαν τους ώμους τους και αντάλλαξαν τα πρώτα δειλά χαμόγελα. Προσπαθούσαν να μην κοιτούν επί μακρόν στα πρόσωπα των διπλανών τους για να μην τους αποτυπώσουν στη μνήμη τους, και εννοείται ότι κανένας τους δεν συστήθηκε: έτσι, αν βρεθούν ενώπιον των Αρχών, ακόμα και να θέλουν, δεν θα μπορέσουν να προδώσουν τους συνταξιδιώτες τους.
Δεν γνώριζαν, επίσης, ποιος ακριβώς κρυβόταν πίσω από την κοκκινόασπρη στολή και τη γενειάδα του Γέρου, άνδρας ή γυναίκα, νέος ή γέρος, μαύρος ή λευκός. Αναρωτιούνταν αν ήταν καν άνθρωπος και όχι οπτασία, ανάμνηση από το μακρινό παρελθόν, θαμμένο κάτω από τις λάσπες του φόβου. Θα μπορούσε άνετα να ήταν ένας από αυτούς, ένας γείτονας ή αδελφός, ακόμα κι ένα από τα μεγαλύτερα παιδιά τους, μαγεμένο κάποτε από το κοντό δέντρο, που επίμονα ζούσε στο ανήλιαγο υπόγειο, κόντρα στα πάντα και στους πάντες, το τελευταίο στο είδος του σε όλο τον πλανήτη.
Κι ενώ ο Γέρος μιλούσε, τα σηματάκια-πυγολαμπίδες στα πέτα των πανωφοριών τους λαμπύριζαν όλο και πιο έντονα, ώσπου το υπόγειο φωτίστηκε ολόκληρο, μέχρι και την πιο σκοτεινή του γωνιά, κάνοντας τους να σμίξουν σφιχτά τα ματόκλαδα και να τραγουδήσουν με μια φωνή «Ω, έλατο!».
Έτσι, με κλειστά μάτια, αντάλλαξαν τα πρώτα φιλιά στο Νέο Έτος. Και μόνο τα μικρά παιδιά παρακολουθούσαν όσα συνέβαιναν, με τα διάπλατα ανοικτά τους μάτια: δεν φοβούνταν μην τυχόν θυμηθούν∙ ο ίδιος ο Χρόνος θα έσβηνε από τη μνήμη τους και τα πρόσωπα των ανθρώπων που συνάντησαν εκείνη τη νύχτα, και το δύσκολο και επικίνδυνο ταξίδι στη θάλασσα, και τον αμίλητο βαρκάρη με το καλυμμένο με την κουκούλα της κάπας του πρόσωπο.
Το μόνο που θα θυμούνταν, θα ήταν το γλυκό άρωμα του ρετσινιού, η γεύση του μελιού και των ξηρών καρπών στο στόμα - και τον ψηλό Γέρο με την κοκκινόασπρη στολή, με την φαρδιά μαύρη ζώνη στη μέση, τον περίεργο ασορτί σκούφο, τα μακριά κατάλευκα μαλλιά και γένια...
Ήταν και αυτό μια Αρχή. Με το «Άλφα» κεφαλαίο...

Helmut Middendorf, Elvis, 2005, κολλάζ, 40 x 30 εκ

Δεν υπάρχουν σχόλια: