ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΗΡΑ
Στην Άντεια Φραντζή και στον Μιχάλη Μπακογιάννη
Α. Τάσσος, Τοπίο ξεχασμένο, 1959, έγχρωμη ξυλογραφία 24 x 50 εκ. |
Αν και ο χώρος όπου
ήταν εγκατεστημένα τα γραφεία του Αντί μού
ήταν αρκετά γνώριμος, καθώς έτυχε να ζήσω για ένα διάστημα στο ισόγειο της πολυκατοικίας
της Δημοχάρους 60 και να συναντιέμαι καθημερινά με όλη σχεδόν την οικογένεια του
Χρήστου Παπουτσάκη, με το περιοδικό του άρχισα να συνεργάζομαι καθυστερημένα, τον Απρίλιο του 1976 και αφού είχαν προηγηθεί
οι επαναλαμβανόμενες συμβουλές του Δημήτρη Χατζή: «Να βοηθήσεις όπως και όσο μπορείς τον Χρήστο, όλο και κάτι θα βρεις εκεί να κάνεις...». Η αλήθεια είναι
ότι από αυτό που έλεγε ο Χατζής δεν υπήρχε κάτι πιο αυτονόητο για όποιον
συνέβαινε να περάσει, έστω και μια φορά, το κατώφλι του περιοδικού! Αν ήθελε,
κάτι θα έβρισκε να κάνει. Όπως η πόρτα των γραφείων του ήταν διαρκώς ορθάνοιχτη
το ίδιο ήταν ανοιχτές και προσιτές οι σελίδες του, παρ’ ότι έτσι που εξελίχθηκαν
τα πράγματα στα επόμενα χρόνια αποδείχθηκε αυτό το ευπρόσιτο άλλοτε καρποφόρο άλλοτε
όμως καταστροφικό. Περνώντας κάποια στιγμή στον κύκλο των συνεργατών του βρήκα εκεί
την ποιήτρια και φιλόλογο Άντεια Φραντζή από τα χέρια της οποίας περνούσαν σχεδόν
τα πάντα και ειδικότερα τα θέματα βιβλίου: θυμάμαι πάντοτε τις εξαιρετικής
ευαισθησίας και ευστοχίας βιβλιοκριτικές της που νομίζω πως κακώς -κάκιστα– τις
άφησε ασυγκέντρωτες! Ήξερα ακόμα ότι κείμενα σαν τα δικά μου δεν μπορούσαν παρά
στεγαστούν στις πίσω σελίδες ενός πολιτικού περιοδικού, όπως το Αντί. Ήταν και είναι μια πάγια παράδοση,
ετών, στα πολιτικά έντυπα, να σπρώχνουν τα σχετικά με τις τέχνες, το βιβλίο και
γενικότερα τον πολιτισμό στο περιθώριο- και πράγματι κάπου προς το τέλος ενός
τεύχους του Μάϊου 1976 δημοσιεύτηκε η πρώτη μου συνεργασία, με τον φιλόδοξο
και, όπως τον βλέπω τώρα, βαρύγδουπο τίτλο «Η επιστήμη της κριτικής και η ιδεολογία». Πόσο ξεκάρφωτη μου φαίνεται σήμερα καθώς τη βλέπω
μέσα στην υπόλοιπη ύλη!
Για την ιστορία του
πράγματος, ας πω ότι ήταν ένα κείμενο που, ακολουθώντας ή διεκδικώντας την δομιστική μαρξική θεωρία της εποχής, ήθελε να αναδείξει τις αντικειμενικά «έγκυρες» μεθόδους προσέγγισης της εργαλειακής κριτικής, αντιτιθέμενο με αυστηρότητα, όπως ήταν εμφανές σε όποιον τύχαινε να το διαβάσει, σε κάθε πρόταση υποκειμενικής αξιολόγησης της λογοτεχνίας! Ίσως όμως δεν έχει εδώ σημασία το ίδιο το κείμενο, όσο ότι η δημοσίευσή του ήταν η αρχή μιας σειράς συνεργασιών μου με το Αντί, που τότε, στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, το είχαν υποδεχθεί πολλοί της γενιάς μου ως ένα έντυπο ρήξεων αλλά συνάμα και ανοιχτών
οριζόντων και διαλόγου στο πεδίο των
σοσιαλιστικών ιδεών. Επιθετικό και μαζί ανεκτικό,
όχι γιατί ακολουθούσε μια προκαθορισμένη κλίμακα ρήξεων και συγκλίσεων-το
τελευταίο πράγμα που θα μπορούσα να φανταστώ για τον Χρήστο ήταν ένα ενδεχόμενο
πολιτικής του χειραγώγησης- μα γιατί λόγω ακριβώς των αντιλήψεων που εξέφραζε ο ίδιος, είχε δώσει στο περιοδικό έναν
χαρακτήρα άλλοτε ελευθεριάζοντα και άλλοτε συναινετικό προς ορισμένες
παραδοσιακές αξίες της ιστορικής αριστεράς. Η αντίφασή του αυτή έκανε άλλωστε το
έντυπο να είναι αδιάπτωτα αιχμηρό προς τα κόμματα εξουσίας αλλά και αντιρρητικό
απέναντι σε
αγκυλώσεις και δογματισμούς της ελάσσονος αντιπολίτευσης. Ωστόσο, παρ΄ότι φύσει
πολιτικό, αν κάποιος ξαναδεί ψύχραιμα τη διαδρομή του δεν είναι δύσκολο να
διαπιστώσει ότι συν τω χρόνω, ιδίως στις τελευταίες δεκαετίες της ζωής του, στο
Αντί και στις ζητήσεις των νεώτερων
αναγνωστών του αποκτούσαν όλο και μεγαλύτερο εκτόπισμα όχι οι αναλύσεις του, οι
σχετικές με την πολιτική και την οικονομική επικαιρότητα αλλά οι αυξανόμενες
συμβολές του στην τεκμηρίωση ιστορικών γεγονότων όπως και προσώπων που
συνέβαλαν στην σύγχρονη ελληνική παιδεία και στα γράμματα. Και μ΄αυτό ακριβώς
το κρατούμενο έρχομαι τώρα στα σχετικά με τον Μανόλη Αναγνωστάκη και την Κριτική.
Το φθινόπωρο του
76, σε μια από τις βραδινές συναντήσεις στο γραφείο του Χρήστου, όπου εκτός από
εκείνον βρέθηκαν παρόντες ο Χατζής, ο Ανδρέας Φραγκιάς και ο Διονύσης Φλάμπουρας,
πρότεινα να κάνω για το Αντί μια
σειρά λιγοσέλιδων αφιερωμάτων σε προδικτατορικά περιοδικά κριτικής έρευνας που η
ανάμνησή τους παρέμενε ζωντανή και η συμβολή τους στη διαμόρφωση των ιδεών
παρέμενε τότε σχετικά αδιερεύνητη. Δεν χρειάστηκε άλλωστε να συνηγορήσω και
πολύ! Ιδιαίτερα εννοούσα τρία από τα περιοδικά της δεκαπενταετίας 1950-1965 η
οποία ιστορικά εγκλωβίστηκε ή οριοθετήθηκε από το εκκρεμές τέλος του εμφυλίου
και το στρατιωτικό πραξικόπημα, την Επιθεώρηση
Τέχνης (1954-1967), τις Εποχές
(1963-1967) και την Κριτική
(1959-1961), περιοδικά που θα έλεγα ότι είχαν πάρει μυθικές διαστάσεις στη
φαντασία των ανήσυχων της γενιάς μου. Σε τέτοιο σημείο μάλιστα που,
παρασυρμένοι κάποιοι από μας από ένα κύμα ηρωικής αν και αναχρονιστικής
νοσταλγίας, στην αρχή αρχή ακόμα της περιόδου της μεταπολίτευσης, να
προτείνουμε πιεστικά στους υπεύθυνους τουλάχιστον των δυο, τον Κώστα Κουλουφάκο
και τον Μανόλη Αναγνωστάκη, να τα επανακυκλοφορήσουν! Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι
στο φύτεμα αυτής της συμπαθούς ιδεοληψίας μας συνέτεινε το εύλογο αγλάισμα ενός
παρελθόντος που περισσότερο το ξαναφτιάχναμε όπως το θέλαμε παρά το κατανοούσαμε
στις πραγματικές του διαστάσεις. Συνέτεινε όμως και η ανάγκη να ακουμπήσουμε σε
μια κάποια σταθερή συνέχεια ως προς τα ζητήματα αισθητικής παιδείας της
αριστεράς που, υπό το κράτος του γενικότερου ιδεολογικού αποσυντονισμού και του
ολοένα και πιο δυναμικά αναπτυσσόμενου λαϊκισμού, έμοιαζαν τότε να
οπισθοχωρούν, προβάλλοντας το αδιέξοδο μιας παραπαίουσας πολιτισμικής
δημοκρατίας.
Από την πλευρά αυτή
για ένα μέρος της νεώτερης διανόησης η νοσταλγία της Επιθεώρησης Τέχνης και της Κριτικής
δεν ήταν νοσταλγία μόνο για τη δράση και τις ιδέες ορισμένων προσώπων που είχαν
κατευθυντήριο ρόλο στα περιοδικά, όπως ίσως ακόμα και σήμερα πιστεύεται λανθασμένα.
Ούτε το ένα ούτε το άλλο υπήρξαν ακραιφνώς προσωπικά έντυπα, όπως υπήρξαν άλλα:
χαρακτηριστικά λ.χ. τα Νέα Ελληνικά
των Ηρακλή και Ρένου Αποστολίδη ή στο πεδίο της λογοτεχνίας η Διαγώνιος του Ντίνου Χριστιανόπουλου.
Δεν λέω ότι δεν είχαν καταλυτικό ρόλο οι διευθυντές τους (αναλόγως και ο
Παπουτσάκης στο Αντί) ή οι
συντακτικές τους ομάδες, αλλά τον χαρακτήρα τους νομίζω ότι τον πήραν και τον
άλλαξαν από την διαπλαστική πίεση που άσκησε πάνω τους η εποχή. Για να περάσω στην Κριτική
ειδικότερα, δέχομαι λ.χ. ότι λόγω της στέρεα αντιρρητικής στάσης του
Αναγνωστάκη, έγινε δυνατό να μείνει μακριά της το μακρύ συνήθως χέρι της
κομματικής καθοδήγησης, όπως έδειξε εξάλλου στη μονογραφία του Το περιοδικό Κριτική (1959-1961). Μια δοκιμή ανανέωσης του
κριτικού λόγου (2004) ο Μιχάλης Μπακογιάννης. Όμως πέρα από αυτά το
περιοδικό πιστεύω πως υπήρξε το κατ’ εξοχήν
έντυπο σύνθεσης στη 15ετία που αναφέραμε. Αποτέλεσε πρότυπο συνάθροισης ενός ιδεολογικά
ευρύτερου φάσματος κριτικών φωνών που συναινούσαν όμως σε τούτο το κεντρικό
σημείο: ότι η τέχνη δεν μπορεί να είναι ένα απλό «προσκλητήριο των καιρών», ένα
όχημα απευθείας μεταβίβασης του πολιτικού, του οικονομικού και του ιστορικού
γεγονότος. Από το κάπως απόμακρο δηλαδή τέλος της δεκαετίας του ΄50 η Κριτική έθιγε την καρδιά ενός
προβλήματος αναπαράστασης και αισθητικής αξιολόγησης της τέχνης που -κακά τα ψέματα-
παρέμεινε εξακολουθητικά άλυτο, όχι μόνο στα χρόνια του μεταπολέμου και της
μεταπολίτευσης, όταν επικρατούσαν σ’ ένα μεγάλο μέρος της αριστεράς οι
αντιλήψεις ενός χονδροειδούς, καθεστωτικού υλισμού, αλλά και αργότερα, ως τις
μέρες μας. Καθώς στις μέρες μας, η οικονομική κρίση νεκρανάστησε μέσω ενός
χυδαίου, δογματικού εμπειρισμού την «ηθική» επιβολή να προσομοιωθούν στα μέτρα
του επικαιρικού δημοσιογραφικού ρεπορτάζ η σύγχρονη ποιητική και η πεζογραφική
αφήγηση!
Πολύ περισσότερο
λοιπόν το 1976, όταν έκανα την πρόταση στο Αντί
και ακόμα ήταν ακμαίοι και παραγωγικοί οι πιο πολλοί από όσους
πρωταγωνίστησαν στο πολιτισμικό πεδίο της προδικτατορικής, κρίσιμης
δεκαπενταετίας, ο Στρατής Τσίρκας, ο Μανόλης και η Νόρα Αναγνωστάκη, ο Κώστας
Κουλουφάκος, ο Δημήτρης Ραυτόπουλος, ο Τάκης Σινόπουλος, η Ελένη Βακαλό, ο
Αλέξανδρος Αργυρίου, ο Τίτος Πατρίκιος, ο Μανόλης Λαμπρίδης, ο Βύρων Λεοντάρης,
ο Πάνος Θασίτης, κ.α., παρά τις μοιραίες εξιδανικεύσεις, προέβαλλε σε μένα η
ανάγκη ύπαρξης μιας εκ νέου συζήτησης και αφής των ζητημάτων τα οποία άπτονταν
της αισθητικής αξιολόγησης, ζητήματα που απασχόλησαν τότε ένα μέρος της, εντός
ή εκτός εισαγωγικών, ελλαδική πρωτοπορία. Έτσι, ιδίως το παράδειγμα της Κριτικής όπως και της Επιθεώρησης Τέχνης και πολύ λιγότερο
βέβαια των Εποχών, αν και είναι σωστό
πως και τα τρία αυτά περιοδικά στην ουσία απευθύνονταν σ’ ένα παραπλήσιο
«καλλιεργημένο» αναγνωστικό κοινό, θεωρούσα πως λόγω του ακραιφνώς κριτικού του
χαρακτήρα θα βοηθούσε να προσδιοριστεί ξανά το πώς διαγραφόταν πάνω στο
συλλογικό πεδίο η πολυπαθής έννοια της αυτονομίας του δημιουργικού υποκειμένου-
ένας εκ νέου προσδιορισμός που γεγονός είναι ότι δεν υπήρξε ποτέ αυτονόητος σ’ έναν
τόπο επείσακτων και μόνο θεωριών, όπως είναι ο δικός μας. Και επιπλέον, δεν πρέπει
να ξεχνάμε ότι τότε η έννοια αυτή, της αυτονομίας εννοώ, είχε πρόσφατα- μόλις πριν
τρία χρόνια-φορτωθεί με πολλά ερωτηματικά και εκκρεμείς απορίες, μετά τις άκρως
συντηρητικές- για να μην πω αναχρονιστικές-θέσεις του Τσίρκα, διατυπωμένες
αιφνιδιαστικά, για μας τους νεώτερους, στη γνωστή και επεισοδιακή συνομιλία «Η
νεοελληνική πραγματικότητα και η πεζογραφία μας» (η Συνέχεια, τχ. 4,1973, σ. 172-179), όπου ο συγγραφέας των Ακυβέρνητων Πολιτειών συζήτησε διαφωνώντας
με τους Αργυρίου, Αλέξανδρο Κοτζιά, Σπύρο Πλασκοβίτη και Κουλουφάκο.
Αν και η πρόταση για τα τρία μικρά αφιερώματα
του Αντί στην Κριτική, στην Επιθεώρηση
Τέχνης και στις Εποχές έγινε
πλειοψηφικά δεκτή, αν και ξεκίνησα με ενθουσιασμό απ’ όσο θυμάμαι να την
υλοποιώ, δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Δεν είναι του παρόντος να ασχοληθούμε με το
γιατί, και άλλωστε δεν έχει πια και τόση σημασία. Από τον τότε σχεδιασμό και τα
αρχικά βήματα της εφαρμογής του το μόνο που απέμεινε είναι οι πιο κάτω τρεις
επιστολές, τις οποίες και παραθέτω σε χρονική σειρά: είναι μια του Μανόλη
Αναγνωστάκη, σταλμένη από τη Θεσσαλονίκη στις 11 Δεκεμβρίου 1976, που απαντά επιφυλακτικά
στην πρόσκλησή μου να συμμετάσχει στο αφιέρωμα όπως και στην πρότασή μου να
κάνει μια επανεκτίμηση, εκείνος ή η Νόρα, της προετοιμασίας, των στόχων και εν
γένει της πορείας και του στίγματος του περιοδικού, περίπου μια εικοσαετία μετά
την έκδοσή του, και δυο δικών μου (στις 25 Νοεμβρίου και στις 20 Δεκεμβρίου του
ίδιου χρόνου) που ανοίγουν και κλείνουν την πρόσκληση, αφήνοντας στο άδηλο μέλλον
την πραγματοποίηση του σκοπού της. Να προσθέσω μόνο, κλείνοντας, κάτι που έχει
(ή είχε;) τη σημασία του για το ρόλο και τη μοίρα των περιοδικών τα οποία
θέλουν να έχουν έναν οργανικό διάλογο με την εποχή τους. Στις συναντήσεις μας
που ακολούθησαν, μια από τις πιο συχνές επωδούς του Μανόλη σε σχέση με την Κριτική και την εποχή της ήταν ότι το
περιοδικό δεν έπαψε να βγαίνει λόγω οικονομικών δυσχερειών ή λόγω ελλείψεως
αναγνωστών! Εκείνο που θεωρούσε ότι καταδίκασε την Κριτική στο στένεμα των οριζόντων της και στην θανάσιμη επανάληψη,
ήταν η εξάντληση των δυνατοτήτων των συνεργατών της και η απουσία άλλων,
νεώτερων.
1
Αγαπητέ κύριε Αναγνωστάκη,
Πρόκειται να αρχίσω μια δουλειά
για τα περιοδικά που εμφανίστηκαν στην Ελλάδα στην δεκαετία ΄55-΄65 και που
αποτέλεσαν κατά κάποιο τρόπο σταθμούς της πολιτισμικής μας παραγωγής στο πιο
πάνω χρονικό διάστημα. Αλλά και που σήμερα ακόμα έχουν μιαν όχι μνημειακή
λειτουργία για τον αναγνώστη τους.
Η εργασία μου αυτή θα
δημοσιευτεί τμηματικά στο περιοδικό Αντί,
μετά από την σύμφωνη γνώμη του Χρ. Παπουτσάκη. Θα ξεκινήσω λοιπόν με την Κριτική που, καθώς πιστεύω, η έκδοσή της
είχε πραγματοποιήσει μια τομή στην κίνηση των τοπικών μας ιδεών και που,
κυρίως, είχε καταφέρει να πραγματοποιήσει έναν διάλογο θετικό και στο χώρο της
μη δογματικής Αριστεράς, αλλά και πέρα από αυτόν.
Παράλληλα με τη δημοσίευση αυτού
του μελετήματος καλό θα ήταν, αν είχαμε και τη δική σας άποψη ή της κυρίας
Αναγνωστάκη γύρω από το τι επεδίωκε η έκδοση της Κριτικής, πώς αντιμετωπίστηκε, ποιοί κατά τη γνώμη σας ήταν οι
καρποί της έκδοσής της. Το κείμενό σας αυτό, από τη μια μεριά θα με βοηθήσει
στην ίδια την εργασία μου, ενώ από την άλλη μεριά, αν δεν θα ‘χατε αντίρρηση,
θα μπορούσε να δημοσιευτεί στο Αντί.
Ελπίζοντας στη βοήθειά σας, σας
χαιρετώ φιλικά, καθώς και την κυρία Αναγνωστάκη.
Δικός σας,
[Α.Ζ.]
Νέο Ψυχικό, 25.11.76
2
ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ
Φίλε κ.
Ζήρα
Ελπίζω
να μου συγχωρήσεις την καθυστέρηση. Δεν έχω καιρό δυστυχώς να κάτσω να σου
γράψω κάτι για την ΚΡΙΤΙΚΗ (ίσως δεν το θέλω κιόλας, γι’ αυτό το πάω πίσω).
Προτιμώ να μιλήσουν άλλοι για το περιοδικό και για το τι έκανε ή δεν μπόρεσε να
κάνει. Με πολλή προθυμία και χαρά όμως, θα σου δόσω όσες πληροφορίες θέλεις.
Κάνε
μου αν θες ένα ερωτηματολόγιο. Πολύ καλύτερα θα ήταν αν, ανεβαίνοντας στη
Θεσσαλονίκη, (νομίζω ότι έρχεσαι που και που) βρισκόμασταν και τα λέγαμε. Σ’ ευχαριστώ
πάρα πολύ για την δουλειά που θα κάνεις.
Στη
διάθεσή σου για ό,τι απορίες ή ερωτηματικά έχεις.
Με τη φιλία μου
[Μ.Α.]
3
Φίλε κ.
Αναγνωστάκη,
Πήρα το
γράμμα σου κι ευχαριστώ. Το κείμενο που είχα προτείνει για να γραφτεί, είτε από
σένα είτε από τη γυναίκα σου, το είχα σκεφθεί σαν κάτι συζευκτικό του δικού
μου. Δηλ. θα μπορούσε ν΄ αναφερθεί σ΄ εκείνο που εγώ αγνοώ: τις προθέσεις και
τις επιδιώξεις της έκδοσης της Κριτικής.
Εν πάση περιπτώσει, όταν ανεβώ στη Θεσσαλονίκη (μετά από 1 μήνα περίπου) θα τα
πούμε εκτενέστερα. Άλλωστε ο απολογισμός και η αποτίμηση της προσφοράς της Κριτικής δεν ορίζεται από την
επικαιρότητα και μπορούμε να καθυστερήσουμε για λίγο. Ίσως ζητήσω και από
κανέναν άλλο να γράψει κάτι (μάλλον αυτούς που πέρασαν από τις στήλες του
περιοδικού). Προσανατολίζομαι προς τον Μανόλη Λαμπρίδη ή τον Αργυρίου ή τον
Δάλλα. Ο Βύρων Λεοντάρης έχει από καιρό εγκαταλείψει τη δημοσιότητα σε έντυπα,
εκτός των βιβλίων του.
Για τα
τεύχη της Κριτικής που μου γράφεις
δεν τα έχω όλα. Μου λείπουν από το 1 μέχρι και το 8. Αν σου περισσεύει αυτή η
σειρά θα μ΄ εξυπηρετούσες πολύ. Σε άλλη περίπτωση θ΄ αναγκαζόμουν να δανειστώ
τα τεύχη που μου λείπουν για να έχω μια γενική εποπτεία του περιοδικού.
Μεταβίβασε
στη γυναίκα σου τα συγχαρητήριά μου για το κείμενό της περί Συντεχνίας στο Χρονικό ΄76.
Για τη
γιορτή σου και την καινούργια χρονιά τις πιο θερμές ευχές μου.
Με τη φιλία μου
[Α.Ζ.]
Ν[έο]
Ψ[υχικό] 20.12.76
[Σημείωση 2015: Ο τόνος
που κυριαρχεί στις δυο επιστολές μου προς τον Μ.Α. είναι ασφαλώς ο νεανικός
τόνος του ενθουσιώδους προσήλυτου, αν και όχι στα σχήματα όσο στα πρόσωπα της
εποχής. Η αλλαγή από τον πληθυντικό της απόστασης στην πρώτη μου επιστολή, στον
ενικό της συνάφειας στη δεύτερη, οφείλεται στο φιλικό ύφος με το οποίο μου
απάντησε ο Μ.Α., οφείλεται όμως και σε ένα τηλεφώνημά του στις αρχές Δεκεμβρίου
με το οποίο ζητούσε την ταχυδρομική μου διεύθυνση. Η απάντησή του, γραφομηχανημένη
σε δυο όψεις μιας κάρτας αλληλογραφίας, συνοδευόταν από την εξής ερώτηση,
γραμμένη με το χέρι του στην πάνω μεριά της δεύτερης όψης της κάρτας: (έχεις όλα
τα τεύχη;), ρωτώντας βέβαια αν είχα όλα τα τεύχη της Κριτικής. Κάτι για το οποίο του απάντησα, ζητώντας του τεύχη του
περιοδικού για να συμπληρώσω τη σειρά που είχα. Πράγματι, όπως ανέφερε κι
εκείνος, την εποχή εκείνη ανέβαινα κάπου κάπου στη Θεσσαλονίκη, καθώς είχα
αρκετούς φίλους και γνωστούς, ενώ συνεργαζόμουν από το 1969 με την ομότιτλη
εφημερίδα της πόλης. Τα συγχαρητήρια που του ζήτησα να μεταφέρει στη Νόρα
αφορούσαν ένα ευθύβολο κριτικό της κείμενο για τη Συντεχνία του Νάσου Βαγενά στην ετήσια έκδοση του Χρονικού ΄76, όπου συνέπεσε να γράψω κι
εγώ για το ίδιο βιβλίο. Α.Ζ.]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου