ΤΟΥ ΚΩΣΤΗ ΒΕΛΩΝΗ
Στον απόηχο μιας αντίληψης της
τέχνης που εξασφαλίζει κοσμοπολίτικη επικύρωση
πλαισιωμένη από τα άγχη και τις προσδοκίες των πολιτών των αστικών
κέντρων, εικαστικοί και αρχιτέκτονες
επαναφέρουν το απωθημένο φάντασμα της υπαίθρου. Μέσα από το βασικό ερώτημα για
το αν μπορεί κανείς να είναι αυτάρκης, η διαδικασία της ημιαστικής συγκρότησης
της υπαίθρου αναστέλλεται ενώ η προοπτική στρέφεται σε μια σταδιακή
υπαιθριοποίηση του άστεως.
Πρόσφατες εκθέσεις, όπως η
συνεργασία της Φοίβης Γιαννίση με την Ίριδα Λυκουριώτη στο Μουσείο Λαϊκής
Τέχνης «Αγγελική Χατζημιχάλη» (ΑΙΓΑΙΩ: Τραγούδια 22/10/15 20/11/15), η ομαδική έκθεση Κήποι σε Εξέλιξη (επιμ. Στάβια Γριμάνη, γκαλερί Ρεβέκκα Καμχή, 11/11- 16/01/2016), η τελευταία ενότητα του Άγγελου Πλέσσα στο πλαίσιο του βραβείου του Ιδρύματος
ΔΕΣΤΕ, Η ελάχιστη δομή
με θέμα την καλύβα (επιμ. Αποστόλης Αρτινός, Ρομάντζο, 04/10– 13/11/2014), αλλά και παλιότερες, όπως η
αναδρομική του Γιώργου Τσακίρη στο ΜΜΣΤ (επιμ. Θούλη Μισιρλόγλου 6/6- 16/09/2012), συνεισφέρουν στον
επαναπροσδιορισμό των σχέσεων τεχνητού και φυσικού περιβάλλοντος.
Δεν πρέπει να απορούμε γιατί στη
νεωτερική εικαστική συνείδηση η φύση αλλά και η μεταφορά της στην πόλη δεν
διασταυρώνονται με ζητήματα που αφορούν τους κοινωνικούς μετασχηματισμούς και τον
πολιτικό βίο. Από τον εξευγενισμένο προβιομηχανικό τύπο του θρησκευόμενου
αγρότη ως την άξεστη και αφρόντιστη φιγούρα του “αγροίκου” βοσκού η αντίληψη
των κοινωνικών τάξεων και υποομάδων της πόλης για τους “χωριάτες”
ευθυγραμμίστηκε με κάποια μικροαστικά στερεότυπα. Αυτή η τάξη, που ταυτίζεται
με την «ηλιθιότητα μέσα στον πολιτισμό», χλευαζόταν για την αντίστασή της
απέναντι στις μαχητικές αφηγήσεις της νεωτερικότητας.
Άραγε σήμερα, μετά το τέλος της
βιομηχανικής επανάστασης και της αποδοχής των καταστροφικών συνεπειών της στο φυσικό
περιβάλλον, πόσο τελικά υπολογίσιμο είναι αυτό το επιχείρημα; Μέσα στο πλαίσιο
της υπόδειξης της σημασίας της υπαίθρου και της απλωμένης σκιάς της στην πόλη,
διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες εικαστικών, όπως οι Νίκος Αλεξίου, Ντιάννα
Μαγγανιά, Αλέξανδρος Ψυχούλης, Μαρία Παπαδημητρίου και Μάρω Φασουλή ή
αρχιτέκτονες όπως οι Χρήστος Παπούλιας, Ζήσης Κοτιώνης, Whale Architects και Βαλεντίνα
Κάργα, συμμερίζονται τη δυνατότητα της αυτάρκειας στην παραγωγή τους.
«Αυτάρκεια», με την έννοια ότι δείχνουν έτοιμοι σε ένα καθεστώς απόλυτης
«αποανάπτυξης» (ή «υπανάπτυξης» για άλλους) να παράγουν έργο υποστηρίζοντας
οικολογικά διακυβεύματα.
Παρόλα αυτά, κατά πόσο είναι
εφικτό να αποκλειστεί το «απαστράπτον» εμπόρευμα, τόσο ως μέσο αλλά και ως
αντικείμενο στοχασμού; Η αποδόμηση του εμπορεύματος προσέφερε το κλειδί για την
κατανόηση της σταδιακής απομυθοποίησης της βιομηχανικής επανάστασης και της
αντικατάστασης του ντυσαμπιανού ready made από μια σαφή προτίμηση για φυσικές
ύλες στην αυτοτέλειά τους αλλά και για πρακτικές που παραπέμπουν στις τεχνικές
της γεωργίας και της καλλιέργειας. Το εμπόρευμα διατηρεί μια αμφίσημη
υπόσταση σε σχέση με την πρακτική της αυτάρκειας. Από τη μία πλευρά έχει
ημερομηνία λήξης παύοντας κάποια στιγμή να ανταποκρίνεται στις ανάγκες για τις
οποίες πουλήθηκε ενώ συνυπάρχει με κάτι άχρηστο, τη συσκευασία, ένα
βιοδιασπώμενο πλαστικό για παράδειγμα, που μεταφέρει το στίγμα της δυστοπίας πάνω
στην προοπτική μιας καταναλωτικής ευδαιμονίας. Εν ολίγης, οτιδήποτε εμφανίζεται
ως περιττό εναντιώνεται στην ασκητική λογική της αυτάρκειας.
Από
την άλλη πλευρά, η επανάχρηση χρησιμοποιημένων εμπορευμάτων αποτελεί πάγια
συνήθεια στην πρακτική του αγροτικού κόσμου, γεγονός που έρχεται σε αντίθεση με
την εξιδανικευμένη εικόνα της αμόλυντης φύσης. Στην εξοχή ή γύρω από τις
επαρχιακές κωμοπόλεις αποσπάσματα αντικειμένων, υπολείμματα οικοδομικών και
άλλων υλικών, που σε μία πόλη απορρίπτονται στις μεγάλες αχαρτογράφητες ζώνες περισυλλογής
σκουπιδιών, καταλήγουν σε κάθε μαντρί ή σε κάθε άλλη κατασκευή της ελληνικής
υπαίθρου.
Η
επανάχρηση διαφόρων υλικών στις καλλιτεχνικές πρακτικές επιφέρει την πρακτική
του assemblage. Η επιστράτευσή της από τους εικαστικούς διαχειριστές της
αυτάρκειας δεν συμβαίνει από πάθος για κάποια μορφολογική ετερογένεια αλλά λόγω
της ανάγκης μιας άμεσης επίλυσης ενός «προβλήματος». Αυτή η αγωνία για την
εύρεση κάποιας «λύσης» μέσω ενός ιδιότυπου «μαστορέματος» που αδιαφορεί για το
στυλιζάρισμα του έργου είναι εμφανής στη δουλειά, μεταξύ άλλων, της Μάρως
Φασουλή και του Κώστα Ρουσάκη.
Ενώ η
μεταχείριση του εμπορεύματος κατά τις δεκαετίες του 1960 και του 1970
χρησίμευσε ως σχόλιο πάνω στον οπτιμιστικό παροξυσμό της κοινωνίας του θεάματος
και της αφθονίας, σημερινές συγγενικές κατευθύνσεις δεν ασκούν κριτική στον
καταναλωτισμό αλλά επιδιώκουν να τον απομαγεύουν από την αύρα της διαφημιστικής
υπεροχής του. Παρόλα αυτά, ακόμα και σήμερα, η διπλή όψη της αφθονίας ως το
απόλυτο όνειρο- φαντασίωση αλλά και ως μητροπολιτικός εφιάλτης είναι
πρόδηλη στη δουλειά της Ιωάννας Πανταζοπούλου, του Τζίμη Ευθυμίου, της Μαρίας
Γεωργούλα, του Δημήτρη Αντωνίτση, της Νανάς Σαχίνη και του Στέφανου Καμάρη,
καλλιτεχνών που εμπνεόμενοι από τις 'χειρονομίες' της υπερβολικής κατανάλωσης διατηρούν
υποδειγματική σχέση με τον πολιτισμό του άστεως, αλλά μέσα από μιαν «ανέξοδη»
και σχεδόν «αυτάρκη» χρήση υλικών που θα μπορούσε να βρει κανείς στο ψυγείο
του, στην αυλή του σπιτιού του ή και στις προσφορές του ebay. Οι εγκαταστάσεις
αυτών των γλυπτών πετυχαίνουν τη λεβιστρωσική αντίστροφη σχέση μετάβασης από το
«ψημένο» (το έτοιμο προς κατανάλωση εμπόρευμα) στο «ωμό» (το εμπόρευμα που έχει
σαπίσει, το απόρριμμα).
Διακηρύσσοντας
την απόρριψη της πόλης και τη λατρεία της γης, ίσως κάποιες φορές υπό το βάρος
της ιστορικής ενοχής για τις φουτουριστικές αυταπάτες, αρκετοί αρχιτέκτονες,
πολιτισμικοί ερευνητές και εικαστικοί τονίζουν την εμπειρία μιας επανασύνδεσης.
Αυτός ο διάλογος έρχεται να συμπληρωθεί με την προσπάθεια κατανόησης της
αρχιτεκτονικής που επιδιώκει να μετριάσει όσο περισσότερο γίνεται το
μοντερνιστικό της ανάστημα.
Το έδαφος
στην Ελλάδα σε σχέση με τη γλυπτική, πέρα από τους
καλλιτέχνες της γκαλερί Άρτιο τη
δεκαετία του 1990, θα μπορούσε να έχει προετοιμαστεί από τον Θανάση Τότσικα, εάν ο
ίδιος δεν επέμενε σε μια έκκεντρη θέση, στην οποία η σχέση του με τις
ανθρωπολογικές διαστάσεις του αγροτικού τοπίου αποτελεί ένα αλλά όχι το κύριο μέρος
της δουλειάς του. Είναι η περίπτωση του Γιώργου Τσακίρη που μοιάζει
μοναδική, καθότι στέκεται προκλητικά αδιάφορος στις φετιχιστικές
εικονογραφήσεις του τεχνητού πολιτισμού, επιμένοντας ως άλλος ιστοριοδίφης στην
κατανόηση του μηχανισμού του οικοσυστήματος.
Σημαίνουσες
αναφορές στην αισθητική της αγροτικής ζωής βρίσκουμε στη δουλειά της Μάρως
Φασουλή, η οποία διαμορφώνει περιβάλλοντα μη κατοικήσιμα που έχουν ως πρότυπο
την λαϊκή αρχιτεκτονική της Τήνου. Η Μάρθα Δημητροπούλου συχνά εμπλέκει την
επιλογή του υλικού, τις πευκοβελόνες, με μια συγγενική θεματική όπως συμβαίνει άλλωστε
και με τις διαπερατές κατασκευές από καλάμια του Νίκου Αλεξίου. Η διαφορά έγκειται
στο ότι αυτό που στην Δημητροπούλου καταλήγει να ανήκει στο χώρο του θαυμαστού,
στον Αλεξίου αποκτά θρησκευτική ιδιότητα, στην απόπειρα του να μεταπλάσσει από
τα υλικά του εδάφους μια γεωμετρία του Θείου. Παρόμοιες δομικές αναδιατάξεις
του ιερού και του αγροτικού θα βρούμε στη δουλειά των Ανδρέα Λυμπεράτου, Εμμανουήλ
Χουσάκου, Πάνου Χαραλάμπους και Μάριου Σπηλιόπουλου.
Ο
ανώνυμος χωρικός φαίνεται εδώ ότι συνιστά το ασυνείδητο πρότυπο, την conceptual
persona, που αντικαθιστά τον επώνυμο αρχιτέκτονα της πόλης. O λατινικός ορισμός
του Paganus, του χωρικού (χωρίς να
θέλουμε να επεκταθούμε στη σχέση με τον παγανισμό), προσφέρει μια αναγκαία
αναστοχαστική επιλογή που αντιδρά στη συμπιεσμένη αντίληψη του χρόνου στον
εξορθολογισμένο αστικό χώρο. Μιλώντας, όμως, για μια αυτάρκη παραγωγή κατά πόσο
είναι εφικτό το μοντέλο της μικρής ανεξάρτητης αγροτικής κοινότητας να
αποτελέσει εδώ πρότυπο; Η παραγωγή της φάρμας ή της καλλιέργειας του χωραφιού,
έρχεται να υποδείξει ένα σενάριο βιωσιμότητας, το οποίο συνδιαλέγεται με την
αυτονόμηση, τη δυνατότητα της απεξάρτησης από μεσάζοντες στη διαδικασία της
παραγωγής και της κατανάλωσης.
Άραγε
η εμμονή με την αυτοδιάθεση των «κολεκτίβων» μπορεί να συμπεριλάβει κάποιες
μικρής κλίμακας οικογενειακές αγροτικές επιχειρήσεις, ως μια βάσιμη πρακτική
επιλογή της σχέσης οικονομικής διαχείρισης της εικαστικής παραγωγής; Και, ακόμα
περισσότερο, σε ποιό βαθμό επιδρά στη γλώσσα της γλυπτικής και γενικότερα του
σχεδιασμού αυτή η μετάθεση των συνθηκών με κύριο χαρακτηριστικό την αυτονόμηση
στη σφαίρα της παραγωγής; Οι εικαστικοί, οι αρχιτέκτονες και οι designers που
οραματίζονται και εν μέρει έχουν προχωρήσει στην πράξη της αυτοδιαχείρισης,
βρίσκονται συνήθως αντιμέτωποι με τις ηθικές διαστάσεις της χρήσης του ενός ή
του άλλου υλικού. Η επανασύνταξη όμως των «προϊόντων» τους είναι πια αισθητή.
Από την πρακτική της κάθετης διάρθρωσης αντικρίζουμε την οριζόντια σύνταξη ή τη
μορφή του ριζώματος που από τον αρχικό όρο της βοτανικής στη
μεταστρουκτουραλιστική θεωρία έχει πια τη σημασία της αντίστασης στις
οργανωτικές δομές. Πρακτικά αφορά την αμφισβήτηση της αρχιτεκτονικής ως
τεχνικής γνώσης που “ελέγχει” τον αγροτικό κόσμο και την απόπειρα ενός
τοπολογικού βλέμματος όπου το υποκείμενο
καλείται να συντάξει τη γλώσσα του σε σχέση με το βίωμα “εκτός του ορίου
της πόλης”, στις μεγάλες εκτάσεις, στις πεδιάδες και τις πανοραμικές θέες από
τα υψώματα.
Η
εισχώρηση της υπαίθρου στην πόλη δεν συμβαίνει λοιπόν αποκλειστικά μέσα από τις
οικολογικές εκκρεμότητες του guerilla gardening και του urban farming αλλά και μέσα
από τον κόσμο των συμβολικών διεκδικήσεων, όπου ο εικαστικός ενεργοποιεί τις
επιθυμίες της κοινότητας για το δρασκελισμό του “χωρικού” στους
ασφαλτοστρωμένους δρόμους του άστεως, ακόμη και όταν το σύντομο πέρασμά του
μπορεί να συνιστά μια στρατηγική της διαφυγής από τις αδιέξοδες παραστάσεις της
πόλης.
Γιάννης Καπέλος, A une elegante shaloupe, 2015, σίδερο, συνθετικό ύφασμα, μοτέρ αέρα, 2,5 x 1,5 x 0,5 μ. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου