25/12/15

Λογοτεχνία και ιστορία

ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΣ ΔΕΛΗΓΙΩΡΓΗ

ΛΑΖΛΟ ΚΡΑΣΝΑΧΟΡΚΑΪ, Πόλεμος και πόλεμος, μτφ. Ι. Αβραμίδου, εκδόσεις Πόλις, σελ. 371

Το βιβλίο του Ούγγρου συγγραφέα Λάζλο Κρασναχορκάι ανήκει στη χορεία των έργων που οι δυσκολίες ανάγνωσής τους συχνά αποτρέπουν τον αναγνώστη να επιμείνει. Πρόκειται, όμως, για έργο πνοής, καρπό δύσκολου εγχειρήματος, ίσως του δυσκολότερου: να δραματοποιήσει την ελευθερία ως αντίστιξη στην επέλαση και εντέλει στον θρίαμβο του μηδενισμού που σημαδεύει τα σύγχρονα δρώμενα.
Φαντασιακή παράσταση, αίσθημα, έννοια, ιδέα-αξία ή υπαρξιακή εμπραγμάτωση, η ελευθερία είναι το αίνιγμα που επωμίζεται ο άνθρωπος στην ακατάλυτη σχέση του με τη Φύση και την Ιστορία. Στη διττή κλίση της, η δύναμή της που εμψυχώνει πράξεις και πάθη, ωθείται στο Καλό (δημιουργία), μέσω του έρωτα και της νοσταλγίας που τον φορτίζει, αλλά και στο Κακό (καταστροφή), μέσω του μίσους και του ψεύδους που το υποθάλπει. Αυτή την ερμηνεία που έδωσε η ρομαντική φιλοσοφία στις αισθητικές μεταστοιχειώσεις της από τον Σέλλινγκ, την Εμ. Μπροντέ ώς τον Μπρετόν, τον Μπατάιγ, τον Κάλας ή τον Καστοριάδη, ακολουθεί και ο Λάζλο Κρασναχορκχάι. Αλλά μετά από τόσες οντολογικές έρευνες, ψυχαναλυτικές ή πολιτικές προσεγγίσεις, στοχαστικά δοκίμια και ποιητικά ενοράματα, η ελευθερία που εναντιώνεται μέχρι θανάτου στην καθυπόταξη ήταν και παραμένει πρόκληση υψηλού ρίσκου για το μυθιστόρημα.
Το Πόλεμος και πόλεμος υπερβαίνει τα εσκαμμένα, δίνοντας στο ρομαντικό ήθος εκείνη τη δόση τραγικότητας που χρειάζεται για να μη παρεκκλίνει στο αιμοσταγές φαντασιακό που εκτονώνει την σύγχρονη απάθεια. Το πνεύμα του συγγραφέα που την ενσταλάζει στον βασικό ήρωα, μέσω του ύφους του, υποχρεώνεται σε μια διαρκή ταλάντωση μεταξύ ζόφου και αναλαμπής για να αποδώσει την άνιση μάχη του Καλού με το Κακό, με τη μορφή αναμέτρησης της ελευθερίας που είναι ζωή με τον θάνατο. Πρόκειται για έναν μεγαλεπήβολο συγγραφικό εγχείρημα, μια και τα μεμονωμένα πρόσωπα που αναλαμβάνουν να εξατομικεύουν το φαντασιακό της ελευθερίας, λυγίζουν υπό το βάρος των γεγονότων της Ιστορίας που το πολεμούν ανελέητα.

***
Εκτός της πεπατημένης των αφηγηματικών συμβάσεων, με ένα μακροπερίοδο, εξαιρετικά πυκνό λόγο, ο ΛΚ αφηγείται την ιστορία ενός φουκαρά αρχειοφύλακα, σε μιαν επαρχιακή πόλη της Ουγγαρίας που ανακαλύπτει στα αρχεία του Δήμου, ένα αταυτοποίητο χειρόγραφο, καταχωρημένο με τον αριθμό ΙV και χρονολογία 3/10/1941-42. Διαβάζοντάς το, ο Γκιόργκι Κόριμ συνδέει την τύχη του χειρογράφου με την τύχη του κόσμου και τη δική του, αφού η μνήμη που διασώζει το χειρόγραφο, διακόπτει τη γενικευμένη ιστορική αμνησία για να πάρει εντέλει τις διαστάσεις προφητείας. Αποφασίζει, έτσι, να εγκαταλείψει δουλειά, σπίτι, τη μοναχική ζωή του και να αναζητήσει την «υπέρτατη ελευθερία» που μέχρι τότε δεν τολμούσε να διανοηθεί, σε ένα ταξίδι στο κέντρο του κόσμου, τη Νέα Υόρκη των αρχών του ’90. Ο σκοπός με τον οποίο συνυφαίνει την «υπέρτατη ελευθερία» που τολμά να αξιώσει για τον εαυτό του, είναι να δώσει τέλος και μαζί νόημα στη ζωή του, μεταβιβάζοντας το χειρόγραφο, μέσω ενός προσωπικού ιστότοπου, σε αναρίθμητους όσους το αγνοούν.
Τα δυο πρώτα κεφάλαια «Σαν ένα φλεγόμενο σπίτι» και «Εορταστική διάθεση» ιστορούν την συνθήκη της ασφυκτικής απομόνωσης που επιβάλλει στον Κόριμ το ασφυκτικό περιβάλλον του, την προετοιμασία του ταξιδιού και την φυγή του. Ο πρώτος τίτλος παραπέμπει στο παρανάλωμα -σύμβολο της μέχρι τότε ζωής του, ο άλλος, στον πανηγυρικό χαρακτήρα της απόφασής του να αντιδράσει θετικά στην καταστροφή της. Το χειρόγραφο που ράβει στην φόδρα του πανωφοριού του από φόβο μη το χάσει στο υπερατλαντικό του ταξίδι, τον ρίχνει στα βάθη της Ιστορίας, με οδηγό τον διφυή Ερμή, θεό του ερμητικού σκότους για να τον αναγκάσει να αναζητήσει την έξοδο από τον κατάκλειστο χωροχρόνο της. Στο τρίτο κεφάλαιο, ιστορείται η διάσωση τεσσάρων ναυαγών στη Κρήτη του 1500 π.Χ., όπου και θα παρέμεναν, αν δεν εμφανιζόταν από το πουθενά κάποιος ονόματι Μάστερμαν εμπορευόμενος γάτες που καταστρέφει τον γήινο παράδεισο του Μινωϊκού πολιτισμού. Στο τέταρτο κεφάλαιο, με ένα άλμα τριών χιλιάδων χρόνων, το χειρόγραφο τους μεταφέρει και από κοντά τον καταστροφέα Μάστερμαν στη μεσαιωνική Κολωνία και στα έργα ανέγερσης του Καθεδρικού ναού που περατώνεται μόλις τον 19ο αιώνα, όταν η Γερμανία αποκτά ύφος αυτοκρατορίας. Το πέμπτο κεφάλαιο συνεχίζει με τη μετάβασή τους στη Βενετία της Αναγέννησης, με μόνιμο συνοδό τον πρώην κύριο, πρώην φον και νυν Πιέτρο Αλβίζε Μάστερμαν που η μανία του για κυριαρχία εντείνει την διάθεση τους να μιλήσουν για όσα ζουν στο μακρύ ταξίδι τους στον χρόνο. Τους προβληματίζει η άρρηκτη σχέση ελευθερίας και έρωτα για να αποφανθούν, συμπερασματικά ότι η καθαρή αγάπη είναι η ευγενέστερη μορφή αντίστασης στο ψέμα που ως ελατήριο κατίσχυσης ανακυκλώνει τη βία και την καταστροφή. Χωρίς τον έρωτα της δημιουργίας, κανείς δεν μπορεί να αισθανθεί την εκμηδένιση της ελευθερίας που προξενεί η μανία της καθυπόταξης που ωθεί τον πολιτισμό να πολεμά ακόμα και τα ιδανικά του. Το κακό είναι, όπως αναγκάζονται να παραδεχθούν, ότι ο έρωτας (της δημιουργίας) καθώς είναι μοναχική υπόθεση, μια ριζοσπαστική επανάσταση εναντίον όσων τα καταστρέφουν δεν έγινε ούτε θα γίνει ποτέ (σσ. 202-203).
Οι θεμελιώδεις παραδοχές τους δεν είναι αστήρικτες υποθέσεις, αφού όπως μαρτυρεί το χειρόγραφο, οι εκλογές του νέου δόγη αναδεικνύουν για κυβερνήτη της δημοκρατίας της Βενετίας έναν ασήμαντο, τον Φρανστέσκο Φόσκαρι, ζάπλουτο εισαγγελέα, υπέρμαχο του πολέμου (σσ. 209-211). Τα νήματα των καταστροφικών εξελίξεων κινεί και πάλι ο Μάστερμαν, ενσάρκωση του Κακού, που στηρίζει τον Φόσκαρι, αντιπροτάσσοντας στον πόθο της ελευθερίας που γεννά η αγάπη, στη άλυτη μοναξιά της, τον πόλεμο. Αντίθετα με τη φιλότητα, το νείκος συσπειρώνει τους ανθρώπους και κυριαρχεί έτσι ώστε η μόνη αλήθεια που αναγνωρίζεται για αλήθεια να είναι η αλήθεια του νικητή (σ. 213).
Στο έκτο κεφάλαιο, το πιο ερμητικό του βιβλίου, με τον τίτλο «Να βρουν μια θύρα εξόδου», καταγράφονται οι αναδρομές στην κατάκτηση της Βρετανίας από τους Ρωμαίους, στα τείχη που υψώνει ο Αδριανός, στην Pax Romana κλπ, που κάνουν οι τέσσερις πρώην ναυαγοί, πρώην ιππότες, πρώην επισκέπτες της Αναγεννησιακής Βενετίας, μέλη, τώρα, της Ένωσης Μαθηματικών και εκπρόσωποι του Συμβουλίου χαρτογράφησης του ισπανικού βασιλείου, καθώς επιστατούν το εγχείρημα εξόδου από το Γιβραλτάρ πέραν των ορίων του γνωστού έως τότε κόσμου, με την σκέψη ότι το κυνήγι του άγνωστου αντιστρέφει την σχέση θεϊκού και γήινου.
 Όλα αυτά βάζουν τον Κόριμ « με ιλιγγιώδη ταχύτητα, στον δρόμο… της κατανόησης» (σ. 226). Αντιλαμβάνεται ότι η κατάδυση στην Ιστορία τον βοηθά να συλλάβει «την μέχρι τρέλας περίπλοκη πραγματικότητα» (σ.233) που εξυφαίνει το ιστορικό συνεχές, εντυπώνοντας στο σύγχρονο φαντασιακό το κράμα βίας και συγκρατημού που επέτρεψε στον δυτικό πολιτισμό να γίνει παγκόσμιος.
***
Προσπαθώντας να ξεμπλέξει το μπερδεμένο κουβάρι ζόφου και σύγχυσης, αγνοώντας ότι το χειρόγραφο όπως κι αυτός είναι δημιουργήματα της φαντασίας που αναμετριέται με την πραγματικότητα, ο Κόριμ αντιγράφει τις σελίδες του, σε κατάσταση παροξυσμού, με την ιδέα πως το έγραψε ένας παράφρων, ονόματι Βλάσιχ, πρόσωπο χαμένο στην Ιστορία, όπως άλλωστε και ο πραγματικός συγγραφέας ΛΚ, οι ήρωές του και οι αναγνώστες του, όλοι τους θύματα μάλλον παρά πρόξενοι του Κακού. Συνειδητοποιεί, έτσι ότι με σημαία το δόγμα «ο πόλεμος για τον πόλεμο», το Κακό με τη δράση του παραβιάζει το όριο που του θέτει η φύση του, φτάνοντας στο σημείο να εκμηδενίσει ακόμη και την πάλη του Καλού εναντίον του. Χωρίς, όμως, την πάλη του Καλού εναντίον του, το Κακό χάνει τον λόγο της ύπαρξής του, συμπαρασύροντας τον πολιτισμό στην πτώση του. Τυφλωμένος από το φως του νου που τον δημιούργησε, ο πολιτισμός παραδίδεται στην ασίγαστη μανία της dominatio που τον κάνει να πολεμά λυσσαλέα όσα επέτρεψαν τη δημιουργία του. Υπονομεύει έτσι το μέλλον του, αφού χωρίς ένα νέο γύρο αναμέτρησης της ελευθερίας με την κατακυρίευση, χωρίς, δηλαδή, μιαν αναλαμπή φωτός που θα έκανε δυνατή την έξοδο από τον ζόφο, δεν του μένει παρά σαν άλλη Ατλαντίδα να καταποντισθεί.
Μια Ατλαντίδα θα ήταν και η ζωή του Κόριμ αν, πριν χαθεί, δεν ζητούσε απεγνωσμένα «να αποστάξει την ουσία από τις κοινοτοπίες» (σ. 295) μήπως και κάνει τους διαδικτυακούς αναγνώστες του χειρογράφου να καταλάβουν πως ό, τι πολύ μεγάλο δημιούργησε ο πολιτισμός ήταν πολύ μεγάλο μόνον για όσους υπήρξαν οι δημιουργοί και το μέτρο του. Οι υπόλοιποι που τον χειρίζονται και τον διαχειρίζονται, συσπειρώνονται, ανακυκλώνοντας τη μανία της κυριάρχησης. Καταπατώντας όμως, την ιερότητα της δημιουργίας και τη νοσταλγία της αιωνιότητας που την τρέφει, συντρίβονται και οι ίδιοι.
Αυτή η σε βάθος κατανόηση συντελείται στα έξι πρώτα κεφάλαια του βιβλίου, γραμμένα, όλα, σε πλάγιο λόγο, καθώς ο ήρωας, στη σύντομη παραμονής του στην Νέα Υόρκη, με τα σπασμένα αγγλικά που γνωρίζει, αφηγείται καθημερινά στην Μαρία, γυναίκα του Ούγγρου πρώην καλλιτέχνη Γιόζεφ Σάρβαρυ, αποκτηνωμένου τώρα, διακινητή ναρκωτικών που του επενοικίασε το δωμάτιο, όσα από τα αφηγούμενα του χειρογράφου πρόλαβε να αντιγράψει, την προηγούμενη. Ο αναγνώστης, μη έχοντας άμεση πρόσβαση στο χειρόγραφο, αρκείται σε όσα μεταφέρει ο Κόριμ εκ του πλαγίου από το κείμενο που πληκτρολογεί στην νοικοκυρά του. Μέσω της διπλής έμμεσης αφήγησης, το περιεχόμενο του χειρογράφου αποκτά μυθικό σχεδόν χαρακτήρα. Αλλά και ο Κόριμ, με το ρόλο του ιστοριογράφου-θησαυροφύλακα της ιστορικής μνήμης που του επιφυλάσσει ο συγγραφέας, αποκτά και αυτός διαστάσεις μυθικού προσώπου που επωμίζεται τη μοίρα των αναρίθμητων ναυαγών και ηττημένων στη μάχη με το Κακό.
Το χειρόγραφο παύει, έτσι, να είναι απλή μαρτυρία χαμένη σε κάποιο αρχείο της Ιστορίας για να γίνει το λογοτεχνικό εύρημα-κλειδί που επιτρέπει στον Κρασναχορκάι να δραματοποιήσει την έκβαση της πορείας του δυτικού πολιτισμού, μπλέκοντάς την με την έκβαση της ζωής του αντι-ήρωά του. Με την έλλειψη ψυχραιμίας και την ενθουσιώδη διάθεση που οι καιροί αποδίδουν στους αφελείς, ο Κόριμ εσωτερικεύει όσα αντιγράφει σε σημείο να ταυτισθεί με τους τέσσερις ναυαγούς που παρά τις αέναες μεταμορφώσεις τους, συνεχίζουν να καταδιώκονται μανιωδώς από τον Μάστερμαν. Το αίσθημα θανάσιμου κινδύνου που δοκιμάζει, τον οδηγεί σε ένα είδος ρομαντικής παραφροσύνης. Αυτή τον σπρώχνει να κοινοποιήσει την ήττα τους στο παγκόσμιο διαδίκτυο, καλώντας εκατομμύρια αναγνώστες να συναισθανθούν και τη δική τους ήττα, ζώντας το τέλος του πολιτισμού που είναι και το δικό τους τέλος.
Καταρρίπτεται έτσι η ψευδαίσθηση των αποστάσεων, της παραλληλίας των βίων, του γλυτωμού : ακόμη και όσοι δεν συμμετείχαν στη δημιουργία του παγκόσμιου πολιτισμού ούτε στην καταστροφική μανία όσων τον καταδυναστεύουν, που δεν ευθύνονται για την εντεινόμενη βία του, που μένουν αμέτοχοι, ξένοι ή απαθείς μπρος στην πτώση του, είναι συνένοχοι, αφού συνεχίζουν να ζουν με τις προδιαγραφές και τους όρους ύπαρξης που τους επιβάλλει.
***
Στην εύλογη απορία μήπως το έργο εκτροχιάζεται σε μια συνοπτική αφήγηση της ιστορίας της Δύσης, η απάντηση είναι αρνητική. Γιατί ο συγγραφέας κόντρα στη διάθεση απομυθοποίησης που επιβάλλει ως κοινό παρονομαστή λογοτεχνίας και ιστορίας το ύφος μιας ψυχρής και ξηρής αφήγησης, παλεύει να λύσει την φαινομενικά άλυτη αντίφαση μιας «κατασκευής-καταγραφής της πραγματικότητας» (σ.264) δραματοποιώντας πρόσωπα και συμβάντα. Σκοπός του είναι να αναστατώσει τους αναγνώστες, κάνοντάς τους να συναισθανθούν ότι η μανία καταδιώξεως που σπέρνει τον τρόμο μέσα τους, είναι άλλη όψη της μανίας της κυριάρχησης. Δεν ορρωδεί ακόμη στον ενδεχόμενο αντί να αναστατώσει τους αναγνώστες, να προκαλέσει τα γέλια του κριτικού, ειδικού στην ανάγνωση.
Έτσι, στο έβδομο κεφάλαιο με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Δεν θα πάρει τίποτα μαζί του», η πλάγια μυθιστορηματική αφήγηση εξελίσσεται σε αναπαράσταση του δράματος που επιφυλάσσει στον Κόριμ ο παραλογισμός του να αναζητά την υπέρτατη ελευθερία με τίμημα τη ζωή του. Αυτό το δράμα του παραλογισμού εξυφαίνει, τώρα, την πλοκή που θα οδηγήσει τον ήρωα στην αυτοκτονία του και το έργο στο τέλος του. Ο δραματοποιημένος παραλογισμός που κυριαρχεί σ’ αυτές τις σελίδες καταλύει την απόσταση ανάμεσα στον συγγραφέα, τον αφηγητή-ήρωα του, στα όσα αφηγήθηκε στους διαδικτυακούς αναγνώστες του και στα όσα παθαίνει εξαιτίας της «παλαβομάρας» του να δώσει νόημα στη ζωή του, κυνηγώντας την ελευθερία μέχρι θανάτου.
Ο συγγραφέας, ενώ κινεί τα νήματα της δραματοποιημένης αφήγησης, παραμένει αθέατος, υποδυόμενος τον Κόριμ στα μοιραία συναπαντήματά του με τον Ούγγρου πρώην καλλιτέχνη, λαθρέμπορο Σάρβαρυ, με την ακροάτριά, γυναίκα-θύμα του, με τον επίσης συμπατριώτη του Γκιούρι Σάμπο που ως από μηχανής θεός εμφανίζεται για να τον βοηθήσει να φύγει από το κέντρο του κόσμου, για να πεθάνει στην Ελβετία, κέντρο της Νέας Ευρώπης.
 Στο τελευταίο κεφάλαιο, τη Νέα Υόρκη την έχει κιόλας χωνέψει η Ιστορία που ιλλιγγιωδώς μεταφέρεται στην Ζυρίχη. Αφανής, πάντα, ο ΛΚ μέσα από το δράμα του Κόριμ, φανερώνει τη δική του πρόθεση να περισώσει στην εικονική διαδικτυακή μνήμη μαζί τα ιδανικά που πολεμά ο Μάστερμαν, τον παραλογισμό που σπέρνει η κυριαρχία του. Το ρεβόλβερ που αγοράζει αποτρελαμένος ο Κόριμ, η έμμονη επιθυμία του να περπατήσει στα παγωμένα νερά της λίμνης, σαν να ναι η λίμνη της Γαλιλαίας που μετατοπίσθηκε στον βορρά, ο τελικός του προορισμός στην πόλη Σαφχάουζεν για να δει στο Μουσείο σύγχρονης τέχνης ένα παγκοσμίου φήμης γλυπτό για το οποίο είχε διαβάσει και το είχε ερωτευτεί, η δωρεά που κάνει στο Μουσείο, πριν αυτοπυροβοληθεί, με τα χρήματα του δολοφονημένου Σάρβαρυ, που ξετρυπώνει τυχαία, όταν επιστρέφει στο νοικιασμένο δωμάτιο για να πάρει το αφημένο χειρόγραφο και να το δείξει στον Γκιούρι, η πλάκα που ζητά από τον διευθυντή του Μουσείου να αναρτήσει σε έναν από τους τοίχους του κτηρίου με τη φράση «στην πραγματικότητα, το τέλος βρίσκεται στο Σαφχάουζεν», όλα οδηγούν στο επίμετρο του βιβλίου με τίτλο «Η έλευση του Ησαΐα». Σ΄ αυτή την κατακλείδα, όπου και η συγκλονιστικότερη, ίσως, σκηνή με το ζευγάρι των ζητιάνων που κάνει έρωτα στη γωνιά ενός κατάφωτου κυλικείου της Νέας Υόρκης, ο συγγραφέας ως άλλος προφήτης αγγέλλει ό,τι απόμεινε για μέλλον: ένας κόσμος στερημένος από «την ευγένεια, το μεγαλείο, την αριστεία» που εξαφάνισε το Κακό (σ. 353, 354 ) με τον κίνδυνο προ των πυλών να εξαφανισθεί και ο ίδιος εντέλει, αφήνοντας τους ανθρώπους χωρίς θεμέλιο και χωρίς κριτήρια, ανίκανους να σταθούν στα πόδια τους και να υπάρξουν, διακρίνοντας την ήρα από το στάρι, τις αξίες από τις απαξίες.
Καθώς το θέμα του έργου δεν είναι η Ιστορία της Δύσης, αλλά η βασανιστική συνειδητοποίηση των πεπραγμένων της, το Πόλεμος και πόλεμος ανταποκρίνεται στη φιλοδοξία του δημιουργού του να δώσει στην σύγχρονη αγωνία τη μορφή προφητικής αποκάλυψης. Κι ενώ γνωρίζει ότι συγγράφει εντός της Ιστορίας που καθορίζει τα ανθρώπινα έργα, ο Λαζλο Κρασναχορκχάι ζητά να την υπερβεί, αποκαλύπτοντας μας το τέλος του παγκόσμιου πολιτισμού που σαν τη χαμένη Ατλαντίδα αδυνατούν να εντοπίσουν οι ιστορικοί και αρχαιολόγοι και το κατορθώνει η λογοτεχνία.
Η νοσταλγία για την αιωνιότητα που διατρέχει το έργο, αποδεικνύεται καταλυτική, αφού κάνει να ζωντανέψει, με τη μορφή ύστατης αντίφασης, τη μόνη σύγκρουση που μπορεί να μετατρέψει την αντιμαχία δημιουργίας και καταστροφής, Ποίησης και Ιστορίας σε μιαν εκ νέου αναζήτηση της χαμένης ενότητας. 

Η Αλεξάνδρα Δεληγιώργη είναι συγγραφέας, καθηγήτρια φιλοσοφίας

Απόστολος Γεωργίου, Χωρίς τίτλο, 2015, ακρυλικά σε καμβά, 280 Χ 230 εκ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: