ΔΙΗΓΗΜΑ
Γιάννης Γαΐτης, Η Δολοφονία της Ελευθερίας ή Οι Στρατιωτικοί, 1968-’69, λάδι σε καμβά, 114 Χ 146 εκ |
ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ
Περίμεναν πότε θα μεγαλώσει για να αρχίσει να σκοτώνει κι εκείνη, όπως
κι αυτοί και μετά θα ήταν περήφανοι, περίμεναν εκείνη την ώρα, πότε θα ‘ρθει η
ώρα που θα τους κάνει περήφανους γιατί θα αρχίσει να σκοτώνει, πότε θα ήταν η
ώρα να είναι η ώρα, το περίμεναν πως και πως, την στιγμή που εκείνη θα τους
μοιάσει σκοτώνοντας, θα γίνει ίδια μ’ αυτούς, αντάξια της δολοφονίας τους, του
εγκληματικού τους περάσματος απ’ τον κόσμο, δούλευαν γι αυτό άοκνα, ήθελαν πολύ
να σκοτώνει όπως κι αυτοί, να κάνει τον πρώτο της φόνο και μετά όλα θα ήταν πιο
εύκολα, μετά συνηθίζεις το αίμα, μετά όλα είναι διαδικασία, θα της έλεγαν βέβαια
ότι αυτό είναι αγάπη, είναι υπεράσπιση, είναι πατρίδα, αυτό το κόκκινο είναι
αξία ζωής, έτσι δημιουργείται η ζωή, μόνο όταν την αφαιρείς, μόνο όταν
αφαιρέσεις την ζωή μπορείς να δικαιώσεις την δική σου, έτσι θα της έλεγαν, αυτό
το κόκκινο που κυλάει είναι ζωή, πρέπει να έχεις την διάθεση και την ικανότητα
να σκοτώνεις γιατί αυτό είναι ζωή, τίποτε δεν τους ενδιέφερε εκτός απ’ αυτό,
απ’ το να δημιουργούν εκτεταμένες, παράλληλες μη-ζωές, διαιωνίζοντας το
έγκλημα, ήθελαν να διαδώσουν τον φόνο και να τον κάνουν αντάξιο του αίματος που
δεν μπορούσαν να έχουν, είχαν ήδη σκοτώσει ένα παιδί, όλος ο κόσμος σκοτώνει
ένα παιδί γιατί δεν θέλει να δει τον εαυτό που δεν είχε να φτάνει σε αυτό που
δεν μπόρεσε, εκείνη τους δυσκόλευε, τους κούραζε γιατί κρυβόταν για να γλυτώσει
το αίμα, όμως την έβρισκαν και της δίδασκαν το ανυπόφορο αίμα, αυτό της
μάθαιναν μόνο,
το αίμα, κι εκείνη τους άκουγε
σιωπηλά, τεντώνοντας τα μεγάλα, παιδικά μάτια της, τους άκουγε να μιλάνε και
ήθελε να κλείσει τ’ αυτιά της για να μην ακούει άλλο, να κλείσει τα μάτια της, ήθελε
να κλείσει όλον τον κόσμο έξω απ’ τα μάτια της και να κρατήσει μόνο τα μάτια
της, ήθελε να κρυφτεί κάτω απ’ τα όμορφα μάτια της, κάτω απ’ τον κόσμο, όλο γι
αυτό συζητούσαν στο σπίτι, όλο γι αυτό το αίμα, να χυθεί αίμα, αυτό ήταν το
μόνιμο θέμα, το αίμα ήταν η παράδοση, η δικαίωση της αδικαιολόγητης ζωής τους,
η εκπλήρωση των όρων του συμβολαίου τους, αυτό το αίμα ήταν η ζωή τους, γιατί
δεν είχαν δικό τους, ποτέ δεν είχαν ένα δικό τους αίμα, ποτέ δεν τους πέρασε
απ’ το μυαλό ότι για να ζήσεις χρειάζεται να έχεις ένα ολόδικό σου αίμα, με τα
δικά του γενετικά υλικά, την δική του ιδιαίτερη ομάδα, τις δικές του συστατικές
ιδιότητες, αυτοί δεν είχαν και σκότωναν, σκότωναν για να αποκτήσουν αίμα, όπως
τώρα που σκότωναν εκείνη, σκότωναν το παιδί τους για να το κάνουν να σκοτώσει
κι αυτό και να συνεχιστεί η ιστορική παράδοση του αίματος, να συνεχίσει να υπάρχει αίμα μέσα στο σπίτι, μέσα
στον κόσμο, να συνεχίσει αυτή η μαύρη εκκλησία του αίματος, αυτό που ήθελαν
περισσότερο στη ζωή τους ήταν αυτό το αίμα, μόνο ο θάνατος των άλλων μπορούσε
να τους δώσει ζωή και να τους κάνει να υπάρχουν, αφού δεν υπήρχαν, κανείς από
αυτούς δεν άντεχε να είναι τόσο αληθινός ώστε να υπάρχει, για να υπάρχεις δεν
αρκεί το αίμα, δεν φτάνει μόνο ο θάνατος των άλλων, χρειάζεται να έχεις
προχωρήσει πριν στον δικό σου θάνατο για να καταλάβεις, μόνο έτσι καταλαβαίνει
κανείς, μόνο απ’ τον δικό του θάνατο καταλαβαίνει, το μόνο που τους ενδιέφερε
ήταν να σκοτώνουν, να διαγράφουν ζωές, ήταν ταγμένοι σ’ αυτό, αφοσιωμένοι στο
τέρας, αυτοί που σκοτώνουν μόνο έτσι υπάρχουν, μόνο έτσι καταλαβαίνουν,
σκοτώνοντας, δεν πέρασαν ποτέ απ’ την κατάσταση της ζωής, γεννήθηκαν έτσι,
πεθαμένοι, και το μόνο που τους ένοιαζε ήταν το αναπάντητο αίμα, όσο
περισσότερο αίμα τόσο καλύτερα, αυτό της μάθαιναν, ήθελαν να φοβάται όλα τα
άλλα εκτός απ’ το αίμα, εκτός απ’ το να σκοτώνει, την ήθελαν σκοτωμένη για να
μπορεί να σκοτώνει, είχαν καταλάβει ότι δεν γινόταν αλλιώς, μόνο σαν σκοτωμένη
θα μπορούσε να σκοτώσει, κι έτσι την σκότωσαν, την σκότωναν κάθε μέρα για να μπορεί
να σκοτώνει, την έκαναν σκοτωμένη για να μην ξεχωρίζει απ’ αυτούς, της μάθαιναν
το αίμα των άλλων, της το έβαζαν στη γλώσσα για να το συνηθίσει, κι εκείνη δεν
μπορούσε, κρυβόταν κάτω από πράσινα μαξιλάρια, έμπαινε μέσα στα συρτάρια της
κουζίνας, κοιμόταν μέσα στον φούρνο, αλλά σ’ εκείνο το σπίτι όλο χυνόταν το
αίμα, κάθε μέρα χυνόταν η αλήθεια, χυνόταν η πραγματικότητα, και δεν μπορούσε
να το αποφύγει, δεν μπορούσε να απαλλαγεί απ’ αυτό το αίμα, το αίμα την
συναντούσε παντού, σκέπαζε το παιδικό της κρεβάτι, μπερδευόταν με την περίοδό
της, έβαφε όλες τις κούκλες της κόκκινες κι εκείνη τους έκοβε τα κεφάλια για να
μην βλέπουν και μετά τις έβαζε να κοιμηθούν, ήθελε να έχει αυτό το δικαίωμα, να
διατηρήσει το δικαίωμα να είναι παιδί, όλος ο κόσμος είναι ένα παιδί που
σκοτώνεται, γι αυτό κρυβόταν, για να μην σκοτωθεί το παιδί μέσα της, και για να
μην αρρωστήσει η αλήθεια της, αλλά αυτοί την έβρισκαν, πάντα την έβρισκαν όπου
και αν κρυβόταν για να της πουν για το αίμα, να την μάθουν να το ζητάει, να το
απαιτεί, να το επωάζει, το αίμα είχε γίνει το διαβατήριο της ζωής της, κι εκείνη
φοβόταν, έτρεμε, κάθε φορά κρυβόταν και κάθε φορά την έβρισκαν, επιστράτευαν
και γιατρούς γι αυτό, επιστήμονες, είχαν ολόκληρο δίκτυο συνεργατών- συγγενών, μια
ορκισμένη διμοιρία, πάντα την έβρισκαν στο ίδιο σημείο με κουλουριασμένα τα
γόνατα στο στήθος να τρέμει, κρατώντας αφοσιωμένα έναν σταυρό, την έβρισκαν να
προσεύχεται και της έβαζαν το αίμα μέσα στο στόμα,
άνοιγαν τα δόντια της και της το έβαζαν μέσα με την βία, εκείνη όλο έκλαιγε,
ήθελε να κάνει τον εαυτό της να το αντέξει, προσπαθούσε να μπορέσει το αίμα και
δεν μπορούσε, ήταν όμως αναγκαστικό, υποχρεωτικό, αδιαπραγμάτευτο, η Αγία
Οικογένεια παραμόνευε σε όλα τα έργα της ζωής της, πίσω απ’ την τηλεόραση, μέσα
στις κουβέρτες του υπνοδωματίου, δίπλα στον αδελφό της κουζίνας, ανάμεσα στα
καλώδια του ηλεκτρικού ρεύματος, ήταν μέσα στο φαγητό, έσπρωχνε την κούνια της
όταν ήταν μωρό, διάλεγε τα παραμύθια που ήθελε να ζήσει και άλλαζε πάντα το
τέλος τους, λίμαρε την ψυχή της με πανάρχαιες παροτρύνσεις, την έτριβε να γίνει
λεία, χωρίς ενοχλητικά εξογκώματα, μεταμορφωνόταν σ’ ένα τεράστιο, ενωμένο
στόμα στον καναπέ που την κατάπινε, μια λερναία δίνη που την παρέσυρε προς τα
κάτω και την εξαφάνιζε, η Αγία Οικογένεια ήταν πάντα εκεί, παντού, πάντοτε, για να της ενισχύει τον
θάνατο, για να της δίνει αίμα αντί για γάλα, κάθε πρωί έβαφε άσπρο το αίμα για
να μην το καταλαβαίνει κι εκείνη το έπινε με μικρές, δύσκολες γουλιές, την
μπόλιαζαν με το βαμμένο αίμα, την δηλητηρίαζαν,
εκείνο όμως που διακυβευόταν
ήταν ο κόσμος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου