25/12/15

Αρθούρος Ρεμπώ, Μια Εποχή στην Κόλαση



συνέντευξη του Γιώργου Χριστιανάκη
στον Θάνο Μαντζάνα
Ο Γιώργος Χριστιανάκης γεννήθηκε τo 1961 στη Θεσσαλονίκη όπου και εξακολουθεί να κατοικεί και, πριν ακόμα από τις νομικές του σπουδές, ξεκίνησε την ενασχόληση του με την μουσική που έμελλε να γίνει μόνιμη και αποκλειστική. Αρχικά σπούδασε κλασικό πιάνο και στη συνέχεια ήταν από τους πρώτους στην Ελλάδα που εξερεύνησαν σε τόσο βάθος και εύρος τις νέες ακόμα τότε  δυνατότητες των synthesizers και γενικότερα του ηλεκτρονικού ήχου.
Σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’80 υπήρξε μέλος ή συνεργάστηκε με πολλά συγκροτήματα, στην αρχή περισσότερο της jazz και μετά του rock, της τότε ιδιαίτερα ακμάζουσας μουσικής σκηνής της πόλη του. Οταν λίγο μετά τις αρχές της δεκαετίας του ’80 τα πράγματα στη Θεσσαλονίκη άρχισαν να περνούν σε φάση ύφεσης ο Γιώργος Χριστιανάκης στράφηκε στον τομέα των μουσικών επενδύσεων για χορό, εικαστικές εγκαταστάσεις, video art, κινηματογράφο αλλά κυρίως για το θέατρο, πεδίο στο οποίο κυριολεκτικά διέπρεψε γράφοντας μουσική για πάρα πολλές σπουδαίες παραστάσεις αρκετών από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες μας. Ήταν όμως τότε επίσης που άρχισε να κυκλοφορεί (με πρώτο το «Ο Θυρωρός» το 1997) τους πάρα πολύ ενδιαφέροντες προσωπικούς του πλέον δίσκους που συνδύαζαν με μοναδικό τρόπο όλα τα μουσικά ιδιώματα με τα οποία είχε ασχοληθεί μέχρι τότε και...αρκετά άλλα ακόμα σε τραγούδια που ερμήνευαν οι γνωστότερες ανδρικές και γυναικείες φωνές της Θεσσαλονίκης –και όχι μόνον– και τα οποία συνυπήρχαν με ισάριθμες ή και περισσότερες και εξίσου «πολυπρισματικές» ορχηστρικές συνθέσεις.

Υπήρξαν όμως μόλις τρεις τέτοιοι δίσκοι, ο τελευταίος  το ’03. Και ενώ υπέθετα πλέον ότι δεν θα δισκογραφούσε ξανά ξαφνικά, δέκα ολόκληρα χρόνια μετά, ήρθε το ’13 η αριστουργηματικά πολυεπίπεδη προσέγγιση περισσότερο παρά μελοποίηση του στο «Μια Εποχή Στην Κόλαση» στην οποία τον συνοδεύει μια εκλεκτή ομάδα μουσικών (οι βιολιστές Φώτης Σιώτας –επίσης παίζει και βιόλα– και Μιχάλης Βρέττας, οι βιολοντσελίστες Σοφία Ευκλείδου και Νίκος Βελιώτης, ο κιθαρίστας Μπάμπης Παπαδόπουλος, ο τρομπετίστας Γιώργος Αβραμίδης, ο  μπασίστας Vlastur,  ο ντράμερ Βασίλης Μπαχαρίδης και ο Γιώργος Ξυλούρης στην κρητική λύρα) που η ίδια στο μεγαλύτερο ποσοστό της τον συνοδεύει και στις επιλεγμένες ζωντανές παρουσιάσεις του έργου στην ολοκληρία του. Μιλήσαμε επί μακρόν, καλύπτοντας πιστεύω τόσο την σχέση του με το έργο του Ρεμπό όσο και τις περισσότερες τουλάχιστον πτυχές της προσέγγισης του σε αυτό.

-Γιατί επιστρέφοντας δισκογραφικά μετά από τόσα χρόνια δεν επέλεξες να γράψεις ο ίδιος κάποια τραγούδια ή έστω να κάνεις ένα ορχηστρικό album αλλά να μελοποιήσεις ποίηση;
-Δεν δισκογραφώ συστηματικά και βάση χρονοδιαγραμμάτων. Όταν τελειώνω μια προσωπική δουλειά πραγματικά δεν ξέρω πότε και ποια θα είναι η επόμενη. Αυτό εξάλλου φαίνεται και από τα χρονικά διαστήματα που μεσολάβησαν ανάμεσα στην κυκλοφορία των προσωπικών μου δίσκων. Το «Μία Εποχή Στην Κόλαση» είχα αρχίσει να το δουλεύω από το 1984, έσβηνα, έγραφα, το άφηνα, το ξανάπιανα... Και μέχρι το 2011, όταν ξεκίνησα την πέμπτη απόπειρα προσέγγισης του κειμένου, μου φάνταζε απίθανο το ότι θα ολοκλήρωνα τελικά μια διαδρομή στο βασίλειο του και ακόμα περισσότερο το ότι κάποτε θα δισκογραφηθεί.
-Το κίνητρο σου για να ασχοληθείς με αυτό ήταν ότι το συγκεκριμένο έργο του Ρεμπό σου «μιλάει» προσωπικά ή ότι θεωρείς ότι η ποίηση του εξακολουθεί να είναι επίκαιρη στην εποχή μας;
-Σαφώς και μου μιλάει προσωπικά. «Κεραυνοβολήθηκα από το φως... Α! δεν το είχα προβλέψει...» Η ποίηση του Ρεμπό είναι και θα παραμείνει εξαιρετικά επίκαιρη, διαχρονική, αυθεντική  και λυτρωτική. Μια μικρή αλλά συνάμα και πολύ σημαντική φωτεινή σηματοδότηση «εξόδου κινδύνου» από καταστάσεις και χώρους που βαραίνουν και γίνονται ασφυκτικοί, άχρωμοι και τοξικά συμβατικοί.
-Ποιο είναι κατά τη γνώμη σου το στοιχείο που κυριαρχεί περισσότερο στην ποίηση του Ρεμπό, το ερωτικό, το κοινωνικό ή το υπαρξιακό;
-Όλα αυτά αλλά ταυτόχρονα και, με ένα μαγικό τρόπο, τίποτα από όλα αυτά! Αυτοσαρκαστικός, αντισυμβατικός, στα όρια της «νομιμότητας», τρομερά διορατικός, περνάει συνεχώς από το φως στο σκοτάδι, καταλύει και αιρετικά αποκηρύσσει και ξεσκεπάζει τους όποιους μύθους περιβάλλουν όλες αυτές τις έννοιες προσπαθώντας να τις επινοήσει από την αρχή. Ο Ρεμπό υπήρξε ένας επίμονος και μόνιμος αναχωρητής.
-Ποια μηνύματα θα έλεγες ότι στέλνει ο Ρεμπό στον σημερινό αναγνώστη, τον σημερινό άνθρωπο;
-Πολλαπλά μηνύματα και σημάνσεις που ο καθένας προσλαμβάνει και ερμηνεύει με τον δικό του τρόπο. Ο Ρεμπό μέσω της παραληρηματικής αλλά και εξαγνιστικής γραφής του προειδοποιεί για τους κινδύνους που ελλοχεύουν σε μια κατάβαση  προς την κόλαση δείχνοντας όμως παράλληλα και την ακριβή διαδρομή προς αυτόν τον προορισμό.
-Πιστεύεις ότι η συγκεκριμένη ποιητική σύνθεση του Ρεμπό έχει αποκτήσει διαφορετική, μεγαλύτερη ή και περισσότερη σημασία στην κοινωνικοπολιτική συγκυρία της χώρας μας;
-Όχι, αλλά πιστεύω ότι η ποίηση μπορεί να αποτελέσει ένα ασφαλές καταφύγιο και ταυτόχρονα ένα ισχυρό μέσο για να μπορέσεις να μεταβάλεις τη φύση της πραγματικότητας και ειδικά όταν το μέλλον δεν δείχνει και ιδιαίτερα ελπιδοφόρο. «Η εποχή που ανατέλλει είναι τουλάχιστον αμείλικτη...»
-Πώς αντιμετώπισε αρχικά την πρόθεση σου να μελοποιήσεις την μετάφραση του ο  Χριστόφορος Λιοντάκης; Είχατε κάποια συνεργασία ή έστω επικοινωνία όσο έγραφες την μουσική;
-Με τον Χριστόφορο γνωριστήκαμε μέσα από αυτήν την δουλειά. Βρήκα το τηλέφωνο του, του τηλεφώνησα και του γνωστοποίησα την πρόθεση μου ζητώντας παράλληλα την άδεια του για να χρησιμοποιήσω την μετάφραση του. Προς μεγάλη μου έκπληξη μου είπε ότι με γνωρίζει μέσα από τις θεατρικές κυρίως δουλειές μου, με εκτιμά και να προχωρήσω όπως θέλω. Από την αρχή είχαμε μια πολύ ζεστή ανθρώπινη επικοινωνία, με βοήθησε πολύ η εμπιστοσύνη που μου έδειξε. Όταν μετά από τρία χρόνια του ξανατηλεφώνησα και του ανακοίνωσα ότι είχα ολοκληρώσει το έργο και θα του το στείλω φάνηκε να εκπλήσσεται γιατί προφανώς είχε θεωρήσει ότι το σχέδιο μου δεν είχε τελεσφορήσει. Ήταν μεγάλη ανακούφιση για εμένα ο ενθουσιασμός με τον οποίο το υποδέχθηκε και τα καλά του λόγια. Είναι τιμή και χαρά μου που, με αφορμή αυτήν την συνεργασία, είναι πλέον και ένας καλός φίλος.
-Περνώντας στον δίσκο δεν μπορώ να μην αρχίσω με την ερώτηση που υποθέτω σου έχουν κάνει και άλλοι. Γιατί έπρεπε να υπάρχει τόσο η εκδοχή του έργου με την απαγγελία σου όσο και η ορχηστρική; Δεν μπορούσες να αποφασίσεις ανάμεσα στις δύο;
-Έγινε τελείως συνειδητά, δεν ήταν θέμα απόφασης. Διάβαζα το έργο και παράλληλα, φράση προς φράση, σελίδα προς σελίδα, έγραφα την μουσική. Στην ορχηστρική εκδοχή αποτυπώνεται καθαρά ο μουσικός κόσμος του κειμένου όπως μου προέκυψε ενώ με την αφήγηση και την προσθήκη του λόγου ο κόσμος αυτός επανενορχηστρώνεται και ολοκληρώνεται.
-Αντιμετώπισες καθόλου το κείμενο μέσα από τη συνθήκη ενός άτυπου «θεατρικού έργου» ή όχι;
-Όχι, καθόλου, αν και η συστηματική ενασχόληση μου με την μουσική για το θέατρο με βοήθησε πολύ στην μουσική προσέγγιση του κειμένου και στην λεπτή ισορροπία, στην ακροβασία θα έλεγα, μεταξύ της μουσικής και του λόγου.
-Προσπάθησες να ακολουθήσεις την μετρική του Ρεμπό ή έστω της μετάφρασης ή κινήθηκες ανεξάρτητα από αυτήν;
-Η μετρική, ο ρυθμός, ο τόνος και η ρίμα σαφώς και δημιουργούν ένα σημαντικό πλαίσιο, μια φόρμα μέσα στην οποία θα κινηθείς. Άλλοτε θα την υπηρετήσεις πιστά και θα σε οδηγήσει και άλλοτε - και όπου χρειαστεί - θα προσπαθήσεις να την καταλύσεις. Έτσι και έγινε και αυτή την φορά...
-Παρότι το σύνολο του έργου χαρακτηρίζεται σαφέστατα από το προσωπικό σου ύφος σε κάποια σημεία μετέρχεσαι αρκετά άλλα και σίγουρα διαφορετικά ιδιώματα ή και στιλ. Ηταν καθαρά θέμα της αυθόρμητης έμπνευσης σου ή κάτι σου υπαγόρευσε ποια να χρησιμοποιήσεις, που και πως;
-Νομίζω το πρώτο αλλά εκείνο που επιθυμούσα και επεδίωξα σαν κοινό παρονομαστή σε όλο το έργο είναι να κρατήσει μια πολύ συγκεκριμένη «ρέουσα» ατμόσφαιρα και μια δυναμική σε όλα τα περάσματα του, είτε τα αυστηρά είτε τα πιο ελεύθερα, μια εναλλαγή διαδρομών από σχεδόν την σιωπή ως και τον θόρυβο.
-Αν θυμάμαι καλά είναι η πρώτη φορά σε δίσκο σου που δεν βασίζεις το εκτελεστικό μέρος κυρίως στον εαυτό σου και το πολύ άλλους δυο – τρεις μουσικούς συμπληρωματικά αλλά υπάρχει ένα σταθερό και αρκετά πολυμελές σύνολο. Με ποια κριτήρια επέλεξες την μορφή και τη σύνθεση του; Και γιατί, με εξαίρεση τα δικά σου keyboards, προτίμησες τον αμιγώς ακουστικό ήχο;
-Ολοκλήρωσα το project καταρχάς μόνος μου και του έδωσα μια πρώτη τελική μορφή. Κατόπιν προσκάλεσα όλους τους καλούς φίλους και εξαίρετους συνεργάτες μουσικούς και το μοιράστηκα μαζί τους. Ηχογράφησαν όλα τα μέρη που μπορούσαν να αντικατασταθούν με τον ήχο και την ζεστασιά των φυσικών οργάνων κρατώντας το ύφος και την ατμόσφαιρα αλλά και βελτιώνοντας παράλληλα κατά πολύ το τελικό αποτέλεσμα. Η συμβολή τους υπήρξε σημαντική και τους ευχαριστώ πολύ για αυτό.
-Οι ηλεκτρονικοί ρυθμοί που υπάρχουν σε κάποια σημεία είναι ένα απλό ενορχηστρωτικό εύρημα ή εξυπηρετούν συγκεκριμένο σκοπό;
-Οτιδήποτε παρέμεινε ως στοιχείο στο ψηφιδωτό του τελικού ηχογραφήματος έχει μια πολύ συγκεκριμένη θέση και εξυπηρετεί ένα πολύ συγκεκριμένο σκοπό  στην ολοκλήρωση του εγχειρήματος.
-Κάνοντας μιαν αφαίρεση Γιώργο, αν είχες στη διάθεση του τρεις το πολύ συγχορδίες και ένα μόνον όργανο για να συνοψίσεις το πνεύμα και την αίσθηση που σου αφήνει -ακόμα και τώρα που η δουλειά έχει ολοκληρωθεί και παρουσιαστεί τόσες φορές- το «Μια Εποχή Στην Κόλαση» ποιες και ποιο αντίστοιχα θα ήταν; 
-Θα πρέπει να το επινοήσω από την αρχή... Μου είναι πολύ δύσκολο να απαντήσω σε αυτήν την ερώτηση. Μάλλον θα ξεκίναγα απλά με έναν αχό...
-Και το αντίστροφο, ποιο απόσπασμα του βιβλίου θα επέλεγες σαν αυτό που σε εκφράζει περισσότερο, ίσως και σε συνοψίζει σαν άνθρωπο και ως δημιουργό;
-Όλο το κείμενο είναι ένα αριστούργημα. Θα παραθέσω ένα μικρό  απόσπασμα του που για εμένα σχετίζεται περισσότερο με αυτό που ρωτάς: «Προσπάθησα να επινοήσω όλες τις γιορτές, όλους τους θριάμβους, όλα τα δράματα. Δοκίμασα να εφεύρω καινούργια λουλούδια, καινούργια άστρα, καινούργια σώματα, καινούργιες γλώσσες. Πίστεψα ότι απέκτησα υπερφυσικές δυνάμεις. Και λοιπόν; Πρέπει να θάψω την φαντασία και τις αναμνήσεις μου. Η περίφημη δόξα του καλλιτέχνη και του βάρδου πάει περίπατο!».
-Σκοπεύεις να ασχοληθείς και με άλλη τέτοια μελοποίηση στο μέλλον; Και, όπως και αν έχει, υπάρχουν σχέδια για έναν επόμενο δίσκο με μελοποίηση, τραγούδια, ορχηστρική μουσική, οτιδήποτε ή θα περιμένουμε πάλι άλλα δέκα χρόνια;

-Κάτι τριβελίζει το μυαλό μου τον τελευταίο καιρό και πολύ φοβάμαι ότι, αν τελικά καταπιαστώ με αυτό, τα δέκα χρόνια δεν θα είναι αρκετά...

Δεν υπάρχουν σχόλια: