1/11/15

O Tέρρυ Ήγκλετον και ο «θάνατος» των ανθρωπιστικών σπουδών

ΤΗΣ ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ

Λυδία Δαμπασίνα, Η κότα έκανε το αυγό ή το αβγό την κότα;, 2013, ζυγαριά, αυγό, ταριχευμένη κότα, στο παλιό νοσοκομείο Άμφισσας


Τον περασμένο Σεπτέμβριο, ο ιρλανδός θεωρητικός Τέρρυ Ήγκλετον πραγματοποίησε δύο ομιλίες στην Αθήνα και το Ναύπλιο, όπου αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτορας του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Στην Αθήνα, η ομιλία του, με τίτλο «Ο θάνατος των ανθρωπιστικών σπουδών;», έθιξε ένα καίριο πρόβλημα του καιρού μας, από την ιδιαίτερη οπτική του ως πανεπιστημιακού και κριτικού της κουλτούρας και της λογοτεχνίας με μακρόχρονη θητεία.
Η ιδιαίτερα παραγωγική διδακτική και διανοητική πορεία του είναι ως επί το πλείστον κοινή διεθνώς. Όπως διαπίστωσε ένας άλλος διάσημος ομότεχνός του, ο Frank Kermode σε άρθρο του στους New York Times, o Ήγκλετον ήταν ο μόνος κριτικός που είχαν υπόψη τους οι φοιτητές λογοτεχνίας στην Σαγκάη. Είναι γνωστή, επίσης, η σημαντική συνεισφορά του στην εισαγωγή και τη διάδοση της «θεωρίας» στις δεκαετίες του ’70 και του ’80, στο συντηρητικό περιβάλλον της ακαδημαϊκής κριτικής, ιδιαίτερα στην Οξφόρδη όπου δίδαξε επί τριακονταετία. Τότε κυριαρχούσε ακόμη ο εμπειρισμός, όπως αποτυπωνόταν στη βιογραφική, ιμπρεσσιονιστική κριτική και, στην καλύτερη περίπτωση, στην αγγλοαμερικανικής προέλευσης «Νέα Κριτική» σχολή.

Τα βιβλία του -πάνω από πενήντα τον αριθμό-, καλύπτουν ένα ευρύτατο θεματικό φάσμα, που υπερβαίνει την κριτική ή τη θεωρία λογοτεχνίας, όπως την ασκεί στις κριτικές μελέτες του είτε για συγκεκριμένους συγγραφείς ή λογοτεχνικά είδη (πρβλ. τα βιβλία: Σαίξπηρ, Mαρξική μελέτη για τις Αδελφές Μπροντέ, Το αγγλικό μυθιστόρημα, Πώς να διαβάσεις ένα ποίημα; Γλυκειά βία: η ιδέα του τραγικού) είτε σχετικά με καθαρά ζητήματα λογοτεχνικής θεωρίας, για τα οποία κυρίως απέκτησε τη φήμη του (βλ.., μεταξύ άλλων, τους τόμους: Λογοτεχνική θεωρία, Η λειτουργία της κριτικής, Μετά τη θεωρία, Πώς να διαβάσεις τη λογοτεχνία; Το συμβάν της λογοτεχνίας). Το έργο του εκτείνεται, επίσης, σε διεπιστημονικά θέματα (σύγχρoνης) κουλτούρας, πολιτικής, ηθικής ή ακόμη και μεταφυσικής, όπως υποδεικνύουν, για παράδειγμα, οι τίτλοι: Το κακό, Kουλτούρα και ο θάνατος του θεού, Γιατί είχε δίκαιο ο Μαρξ, Η ιδεολογία του αισθητικού, Οι αυταπάτες του μεταμοντερνισμού, Η ιδέα της κουλτούρας, Ιερός τρόμος, Το πρόβλημα των ξένων, Λογική, πίστη και επανάσταση, και Ελπίδα χωρίς αισιοδοξία, που δημοσιεύθηκε μόλις τον προηγούμενο μήνα. Οι θεματικές αυτές κατηγορίες, όμως, τείνουν να αλληλοδιαπλέκονται στο σώμα του έργου του και έχουν ως σημείο τομής την κριτική της ιδεολογίας. Ο Ήγκλετον διαβάζει τη λογοτεχνία πολιτικά και αντίστροφα, τα βιβλία του για την πολιτική και ευρύτερα φιλοσοφικά και πολιτισμικά ζητήματα συνήθως έχουν ως σημεία αναφοράς λογοτεχνικά έργα.
 Εκτός από τη δηλωμένα μαρξική πολιτική σκοπιά του, μια άλλη σταθερά του έργου του είναι η ανταπόκρισή του στην επικαιρότητα, την οποία συνήθως σχολιάζει με διάθεση εναντίωσης και γερή δόση ιδιότυπου βρετανικού χιούμορ, που σαρκάζει και αυτοσαρκάζεται εξίσου. Είναι γνωστή η πολεμική του ενάντια στο μεταμοντέρνο, για παράδειγμα, το οποίο συναρτά, όπως και ο φίλος και ομοϊδεάτης του, Φρέντρικ Τζέημσον, με τη λογική του ύστερου καπιταλισμού. Ο Ήγκλετον είναι έτοιμος να αντιτεθεί στην κυρίαρχη τάση κάθε περιόδου, ακόμη και όταν μπορεί να εμφανίζεται ότι αντιφάσκει ως προς προηγούμενες ιδέες του. Για παράδειγμα, ενώ, όπως προαναφέρθηκε, υπήρξε βασικός εισηγητής της «θεωρίας» στις λογοτεχνικές σπουδές, σε τελευταία γραπτά του ξαναεπισύρει την προσοχή στη λογοτεχνική μορφή, μεμφόμενος τη σημερινή τάση μιας τυποποιημένης πλέον θεωρητικής προσέγγισης να προσπερνάει αδιάφορα τη μορφή για να αναλύσει το περιεχόμενο του έργου από ψυχαναλυτική, μετα-αποικιακή ή άλλη θεωρητική σκοπιά. Όμως, ο ίδιος ανέκαθεν τόνιζε τη σημασία της μορφής στις ιδεολογικές του αναλύσεις. Όπως συχνά επισημαίνει, η θεωρία εξετάζει και τη μορφή ως φορέα ιδεολογίας, σε συνάρτηση με το περιεχόμενο. Επιπλέον, οι πρόσφατες μελέτες του για θεολογικά ζητήματα, ένας προβληματισμός που φαινομενικά αντιτίθεται προς την αριστερή σκέψη, μπορούν να ειδωθούν όχι απλώς σε σχέση με τη συγκεκριμένη βιοϊστορία του ως Ιρλανδού καθολικού αριστερού, αλλά και, ευρύτερα, στο πλαίσιο μιας φιλοσοφικής διερεύνησης του θεολογικού (όχι του θρησκευτικού) και της επανεξέτασης των αξιών, που έχουν, επίσης, επαναφέρει στο προσκήνιο, τελευταία, και άλλοι, διαφορετικοί μεταξύ τους, σύγχρονοι αριστεροί στοχαστές, όπως ο Ζίζεκ, ο Μπαντιού, ο Αγκάμπεν ή, νωρίτερα, ο Μπένγιαμιν.
Δεδομένων της επιστημονικής του ειδικότητας και της πολιτικής τους στάσης, είναι εύλογο να τον απασχολεί ο εξαπλούμενος κίνδυνος εξαφάνισης των ανθρωπιστικών επιστημών και συνάμα μιας ιδέας του πανεπιστημίου με την οποία αυτές συναρτώνται.
Δεν είναι ο μόνος, βέβαια, που ασχολήθηκε με αυτό το θέμα. Κατά την τελευταία δεκαετία τουλάχιστον, γίνονται πυκνά συζητήσεις και παρεμβάσεις στο πανεπιστήμιο, τα ΜΜΕ και ευρύτερα στο δημόσιο χώρο, για τούτο το ζήτημα ως αποτέλεσμα της συστηματικής επίθεσης που υφίστανται οι ανθρωπιστικές σπουδές, επειδή δεν θεωρούνται αρκετά παραγωγικές και συνδεδεμένες με την αγορά. Είναι ενδεικτικό, και άκρως ανησυχητικό, ότι στην Αμερική αλλά και στην Ευρώπη πολλά τμήματα ξένων φιλολογιών, τεχνών και θεατρικών σπουδών έκλεισαν ή συγχωνεύθηκαν την τελευταία δεκαετία (η αμφισβητούμενη πλέον βιωσιμότητα των νέων ελληνικών σπουδών στο εξωτερικό, αλλά και η γενικευμένη πτώση του γοήτρου των κλασσικών σπουδών, συνιστούν τεκμήρια οικεία προς εμάς).
Πιο σκανδαλωδώς ακόμη, λίγες μέρες πριν από την επίσκεψη του Ήγκλετον στην Ελλάδα, δημοσιεύθηκε η είδηση στον ξένο Τύπο (πρβλ. The Guardian, 14/9/2015) ότι ο ιάπωνας υπουργός παιδείας απέστειλε διάταγμα στα 86 κρατικά πανεπιστήμια της χώρας του να κλείσουν ή να περιορίσουν τις σχολές ανθρωπιστικών και κοινωνικών σπουδών, ακριβώς επειδή δεν «υπηρετούν τις ανάγκες της κοινωνίας», δηλαδή της αγοράς. Τα δύο μεγαλύτερα και παλαιότερα πανεπιστήμια της Ιαπωνίας αρνήθηκαν να συμμορφωθούν, αλλά ήδη τα περισσότερα πανεπιστήμια προχώρησαν στην κατάργηση παρόμοιων σπουδών από το πρόγραμμά τους, δίνοντας έτσι αφορμή για να τεθεί ωμά το ερώτημα στον αγγλόφωνο δημόσιο χώρο (βλ. Times Higher Education) εάν είναι σκόπιμο και όλες οι υπόλοιπες χώρες να ακολουθήσουν το παράδειγμα της Ιαπωνίας (!). Εκτός των άλλων, όμως, αυτό το δυσοίωνο γεγονός στην Ιαπωνία συνάδει απολύτως με την εμπειρία του Ήγκλετον, την οποία μας διηγήθηκε με την προσήκουσα ειρωνεία στην Αθήνα, από την πρόσφατη επίσκεψή του σε ένα πλούσιο, υπεξοπλισμένο πανεπιστήμιο της Νότιας Κορέας, στο οποίο, όμως, δεν υπήρχε κανένα πρόγραμμα ανθρωπιστικών σπουδών, παρά μόνο προγράμματα τεχνολογίας και διαχείρισης επιχειρήσεων. Η ίδια εμπειρία αποτελεί και την αφετηρία του σχετικού άρθρου του «Ο αργός θάνατος των πανεπιστημίων» (The Chronicle of Higher Education, Απρίλιος 2015), στο οποίο στηλιτεύει, εξίσου σκωπτικά προς τη δική του χώρα, την επιχειρηματική λογική και συνακόλουθη έκπτωση των βρετανικών πανεπιστημίων από το ιδεώδες universitas. Χωρίς τις ανθρωπιστικές επιστήμες, ισχυρίστηκε εδώ και σε άλλα δημοσιεύματά του, το πανεπιστήμιο καταντάει εταιρεία ερευνών ή κέντρο τεχνολογικής εκπαίδευσης. Η αμφισβητούμενη ακαδημαϊκή ταυτότητα ενός υπερσύγχρονου νέου πανεπιστημίου στην Κορέα (ή οπουδήποτε αλλού - η τάση είναι διεθνής, όπως παρατηρεί), που έχει αποκλείσει τις ανθρωπιστικές σπουδές, συμπυκνώνεται στην εύγλωττη «διαλεκτική εικόνα», που μας μετέφερε στην ομιλία του ο Ήγκλετον, ενός πρύτανη, ο οποίος κυκλοφορεί με τεράστια λιμουζίνα και βλοσυρούς (ίσως και οπλοφορούντες) σωματοφύλακες, ανακαλώντας αρχηγό οργάνωσης και όχι εκπρόσωπο πανεπιστημιακού ιδρύματος. Αποδίδεται, έτσι, γλαφυρά η κυριολεκτική «εξόντωση» των ανθρωπιστικών σπουδών από τον ολοκληρωτισμό της αγοράς, που τείνει να εξαφανίσει κάθε «άχρηστη» ή εν δυνάμει κριτική γνώση και πρακτική, εκτός εάν μπορεί να αποβεί κερδοφόρα.
Η υπαγωγή της κουλτούρας στην υπηρεσία της αγοράς δεν είναι νέο ζητούμενο. Ήδη το 1872, ο Νίτσε διατεινόταν, στις διαλέξεις του «Περί του μέλλοντος των εκπαιδευτικών μας θεσμών», ότι η μαζική ζήτηση για γνώση και εκπαίδευση είχε εργαλειακό χαρακτήρα, υπηρετούσε την Ωφέλεια και είχε ως στόχο, όχι τη γνώση καθαυτή, αλλά το κέρδος μέσω της επαγγελματικής ανέλιξης. «Η κουλτούρα είναι ανεκτή μόνο στον βαθμό που υπηρετεί τον σκοπό απόκτησης χρημάτων», προειδοποιούσε. Βέβαια, η αγορά έχει ήδη σε έναν βαθμό ενσωματώσει την τέχνη και τα προϊόντα της ανθρωπιστικής παιδείας, κατόρθωσε να τις εμπορευματοποιήσει, όπως καταδεικνύει το εμπόριο έργων τέχνης και αρχαιοτήτων ή η μουσική βιομηχανία, για παράδειγμα. Ωστόσο, οι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι και οι ερευνητές των ανθρωπιστικών επιστημών και των τεχνών καθημερινά καλούνται να αποδείξουν ότι το αντικείμενό τους δεν είναι «άχρηστο», ότι αξίζει να διδάσκεται, όσο και εάν δεν αποδίδει άμεσα κάποιο φανερό κέρδος, ώστε να δικαιολογείται η χρηματοδότηση της διδασκαλίας του (γιατί εν τέλει περί της κατανομής των πόρων και του προσανατολισμού του εργατικού δυναμικού πρόκειται). Προς τι, λοιπόν, αυτή η απαξίωση; Πώς εξηγεί ο Ήγκλετον την κατάσταση που ο ίδιος διαγιγνώσκει;
Η ομιλία του δεν πρότεινε πρακτικούς τρόπους αναχαίτισης της κρίσης των ανθρωπιστικών επιστημών. Ακολουθώντας την πάγια «γενεαλογικού τύπου» μέθοδό του, ο Ήγκλετον έκανε μια ιστορική αναδρομή στον ορισμό και την πρόσληψη της ανθρωπιστικής παιδείας εντός του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, ώστε να αναδείξει ακριβώς τις σχέσεις καθορισμού, οι οποίες προκύπτουν και μπορούν να εξηγήσουν τη σημερινή (δεινή) θέση της.
Συνοπτικά, ο Ήγκλετον επιχειρηματολόγησε ότι η κρίση της ανθρωπιστικής παιδείας δεν είναι νέο φαινόμενο, αλλά μάλλον σύμφυτο με τον βιομηχανικό καπιταλισμό του δεκάτου ενάτου αιώνα. Ο επερχόμενος «θάνατος» των ανθρωπιστικών σπουδών μέσα στον θεσμό του πανεπιστημίου συναρτάται, επομένως, με την εξελισσόμενη αφομοίωση του τελευταίου από το κεφαλαιοκρατικό σύστημα. Στις απαρχές της νεωτερικότητας, η διευρυμένη εμπέδωση της αγοράς και η κατίσχυση της γενικευμένης αντίληψης του «ωφέλιμου» ως ύψιστου κριτήριου αποτίμησης των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων σταδιακά ανέτρεψε την παραδοσιακή θέση που κατείχαν τα πολιτιστικά προϊόντα και η ενασχόληση με τον πολιτισμό (τέχνες, ουμανιστική κουλτούρα, κλασσική παιδεία) ως αυταξίας. Η αγοραία «αχρήστευση» της σημασίας του πνευματικού πολιτισμού και των επιτευγμάτων του, κατέστησε τη νεοφανή «δυσλειτουργικότητα» της τέχνης και της ανθρωπιστικής παιδείας πηγή γένεσης της κριτικής της λειτουργίας. Αποβλημένη η τέχνη/ανθρωπιστική παιδεία ως «μη-χρήσιμη» από την κυρίαρχη κερδοσκοπική και υλιστική τάξη πραγμάτων της αστικής κοινωνίας, μετέτρεψε την επιβεβλημένη αχρηστία της σε όρο κριτικής αυτής της ίδιας της αστικής κοινωνίας που την εξοβέλισε. Παραδόξως, η ανθρωπιστική παιδεία/τέχνη απέκτησε κριτικό ρόλο εκ θέσεως, ανεξαρτήτως του συγκεκριμένου περιεχομένου των εκάστοτε έργων ή εκφάνσεών της.
Η απόστασή της από την κυρίαρχη τάξη πραγμάτων συγκρότησε έναν διάκενο κοινωνικό χώρο, εντός του οποίου η ίδια η πολιτισμική υπόστασή της (δηλαδή, η απουσία ωφελιμότητας) συνιστούσε το πεδίο της (πολιτικής και αισθητικής) εναντίωσης στην άρχουσα αστική νεωτερική συνθήκη. Κατά μία έννοια, λοιπόν, η έλλειψη συνάφειας προς την κρατούσα κατάσταση συγκρότησε την κριτική συνάφειά της ενάντια σε αυτήν. Και η ιστορική αυτονόμηση της ανθρωπιστικής/καλλιτεχνικής παιδείας ως όρου κοινωνικοπολιτικής κριτικής είναι συμφυής με την ίδια την ύπαρξη του πανεπιστημιακού θεσμού ως αυτοτελούς χώρου κριτικής σκέψης και γνώσης (ή, αλλιώς, ως «απροϋπόθετου», όπως το έθεσε ο Ντερριντά).
Ο θεμελιώδης γνώμονας κριτικής που αναδεικνύει η ανθρωπιστική παιδεία και οι τέχνες είναι η αξιογένεση τους ως «αυτοσκοπός» και, εδώ, μεταπηδώντας στο πρόσφατο πεδίο μελέτης του που είναι η θεολογία, ο Ήγκλετον τις προσομοιάζει ως προς αυτό με τη θεολογικά αποδιδόμενη «αυτοτέλεια του Θεού». Αυτή η «θεολογική στροφή» του Ήγκλετον, η οποία, μπορεί να ξενίζει και να δημιουργεί επιφυλάξεις, δεν συνιστά επουδενί άρνηση της ανείπωτης εξαθλίωσης που έχει προκαλέσει η θρησκοληψία στην ανθρώπινη ιστορία, αλλά, όπως το θέτει ο ίδιος, αποτελεί μια στοχαστική ανασύσταση θεματικών, όπως ο θάνατος, ο πόνος, η αγάπη, η αυτοαλλοτρίωση, τα οποία (οφείλουν να) απασχολούν καταστατικά την Αριστερά.
Ο Ήγκλετον καταλήγει πως, όπως η ανάπτυξη και η εκδίπλωση των ανθρωπίνων (ατομικών και συλλογικών) ικανοτήτων (οφείλει να) είναι αυτό-σκοπούμενη δραστηριότητα σύμφωνα με τη μαρξική σκέψη, έτσι και η σημασία των ανθρωπιστικών σπουδών δεν μπορεί να υπαχθεί σε μια εργαλειακή, υπολογιστική λογική που τις διαστρέφει, υποβιβάζοντας τες σε μέσο εξυπηρέτησης αλλότριων σκοπών, καταστρέφοντας την αυταξία τους και εκμηδενίζοντας την κριτική σκοποθεσία και πνευματική/αισθητική αυτογνωσία τους. Η ανθρωπιστική καλλιέργεια που παρέχουν οι ανθρωπιστικές σπουδές ασφαλώς υπόκειται στις επιταγές της αγοράς, χωρίς, όμως, αυτό να συνιστά εμπρόθετη επιδίωξη τους.
Εντούτοις, η επιταχυνόμενη αγοραιοποίηση του πολιτισμού, η διηνεκής εμπορευματοποίηση των πολιτισμικών προϊόντων και του ίδιου του πανεπιστημιακού θεσμού (το αναδυόμενο «επιχειρηματικό» πανεπιστήμιο), η αυξανόμενη εταιρική χρηματοδότηση που καθίσταται αναγκαίος όρος αναπαραγωγής του πανεπιστημίου και κατευθύνεται στην εφαρμοσμένη έρευνα και στη βραχυχρόνια επίτευξη εφευρέσεων και τεχνολογικών εφαρμογών, που πριμοδοτούν τις θετικές επιστήμες σε βάρος των κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών, προοιωνίζεται ένα σκοτεινό μέλλον απώλειας όχι μόνο της όποιας κριτικής δύναμης έχει απομείνει στις επιστήμες του ανθρώπου, αλλά και αυτής της ίδιας της ύπαρξης τους.
Ο προβληματισμός του Ήγκλετον για τις ανθρωπιστικές επιστήμες δεν ασφαλώς είναι ο μόνος που μπορεί να διατυπωθεί σχετικά με ένα θέμα, το οποίο επείγει να συζητηθεί εκτενέστερα και ευρύτερα. Επιπλέον η οπτική του είναι συνδεδεμένη με την ευρύτερη ενασχόλησή του με το ρόλο της κουλτούρας σήμερα, στο περιβάλλον των δύο, κατά τη γνώμη του, βασικών και αλληλοσυνδεόμενων δεινών: του καπιταλισμού και του μεταμοντερνισμού. Θεωρεί ότι η σημερινή υπερεξειδίκευση της έννοιας της κουλτούρας σε επιμέρους «πολιτικές ταυτότητας», για τις οποίες είναι κανείς διατεθειμένος να πεθάνει ή να σκοτώσει, έχει αφαιρέσει από την έννοια αυτή το δυναμικό των καθολικών αξιών, των δικαιωμάτων, της συλλογικότητας και του κοινού εδάφους, που κατείχε αρχικά έως και τον μοντερνισμό, ο οποίος θεωρούσε ότι η τέχνη μπορούσε να υποκαταστήσει τη θρησκεία, και βέβαια διαψεύσθηκε. Και, επίσης, παρότι ο Ήγκλετον υποστηρίζει την ανθρωπιστική παιδεία και τον πολιτισμό, εντούτοις, δεν παρέλειψε στο τέλος της ομιλίας να μας υπενθυμίσει την πολύ οξυδερκή επισήμανση του Μπένγιαμιν ότι κάθε τεκμήριο πολιτισμού συνιστά, ταυτόχρονα, τεκμήριο βαρβαρότητας.
Αν οι τελευταίες σκέψεις της ομιλίας του περιέπλεξαν το επιχείρημα της αυταξίας των ανθρωπιστικών σπουδών, ίσως έτσι να καθιστούν σαφέστερο το γεγονός ότι ακριβώς μόνον μέσα στο πεδίο των ανθρωπιστικών σπουδών καθίσταται δυνατός ο κριτικός (ανα)στοχασμός για τις, συχνά αντιφατικές και χρονικά μεταλλασσόμενες, σημασίες του πολιτισμού, για τα όρια του «ανθρώπινου» και την ιστορία του μέλλοντος, που οφείλουν να απασχολούν κάθε κοινωνία. Τελικά, οι ανθρωπιστικές σπουδές και ο διάλογος για το ρόλο τους μάλλον αφορούν κάτι παραπάνω από τον χαρακτήρα των πανεπιστημίων - αφορούν την (ιστορική, οντολογική, ηθική) αυτοσυνειδησία μας.

Η Aγγελική Σπυροπούλου διδάσκει Ευρωπαϊκή λογοτεχνία και θεωρία στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου

Δεν υπάρχουν σχόλια: