ΤΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΡΟΖΑΝΗ
Χρήστος Βενέτης, Χωρίς τίτλο, 2015, μολύβι σε χαρτί, 30 x 40 εκ. |
Ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος γράφει: «Η
σχέση του ποιητή με το παρελθόν είναι η σχέση της ποίησης με το παρελθόν σώμα
της – ποίηση έξω από την παράδοσή της, εμφανή ή αφανή, δεν υπάρχει». Η πρόταση
αυτή ισχύει και για τη σχέση του ποιητή με το παρόν του – εκεί που το παρόν
ποιητικά γράφεται ως παρελθόν: ένα παρελθόν που είναι προμήνυμα μελλοντικού
κινδύνου για το παρόν του ποιητή, αλλά όχι για το διαρκές παρόν της ποίησης.
Στο κάτω-κάτω, η ποιητική του Λυκιαρδόπουλου ήταν και είναι εξακολουθητικά το
παρελθόν σώμα της ποίησης. Οι ποιητικές εμμονές του Λυκιαρδόπουλου είναι
αποκλειστικά εμμονές παρελθόντος σώματος που «γράφεται και ξαναγράφεται» και
όταν ακόμη είναι υπόγειες, υφέρπουσες, απούσες αλλά κατά τρόπον ώστε η απουσία
τους να είναι εκκωφαντική παρουσία μέσα στο ποιητικό σώμα, κεκρυμμένες,
ρηγματώδεις και ερπετικές.
Σικελιανός, Βάρναλης, Καββαδίας,
Αντωνίου, Λούλης, αλλά και Σκαρίμπας και Εμμανουήλ, και σπαράγματα ποιητικών
ευαισθήσεων (Προσολωμικοί και Μετασολωμικοί) και συγκαιριανοί του, επιλεκτικά
ώστε να απορροφώνται, να γίνονται ένα και να συμπάσχουν με το υπόλοιπο σώμα.
Δεσπόζουσα στην ποιητική του
Λυκιαρδόπουλου είναι, πράγματι, η συναστρία ποιητικών προγόνων, οι οποίοι με
βοή και πάθος συναντούν τους επιγόνους τους και με αυτόν τον τρόπο
συσσωματώνονται σε έναν δραματικό, και πολλές φορές ασταθή, αστερισμό – θέλω να
πω συσσωματώνονται σε ένα ποιητικό συμβάν, το οποίο, μη ανήκοντας στον
Λυκιαρδόπουλο, του ανήκει απόλυτα και μορφοποιεί τον ποιητικό του κόσμο.
Η ποιητικότητα είναι αυτή που γεννά το
ποίημα του Λυκιαρδόπουλου. Η ποιητικότητα είναι η ψυχική αφετηρία του
ποιήματος, το ψυχικό του εκ των προτέρων. Το ποίημα πάντα ακολουθεί σαν
λαχάνιασμα, είναι εκ των υστέρων, είναι η λογοτεχνική μορφή της ποιητικότητας,
και επιπλέον είναι μια γλώσσα αντιληπτή στο μεταίχμιο που εγκαταλείπει τον ήχο
της στην ανάγνωση ή στην παρανάγνωση –πράγματι, έχει αυτή την ικανότητα– του
αναγνώστη. Γι’ αυτό, οι λέξεις στο ποίημα του Λυκιαρδόπουλου έχουν αυταξία και
ως αυταξίες προτείνονται: δεν αποτυπώνουν και ούτε εξεικονίζουν –μάταιος κόπος–
αλλά προτείνουν ήχους σαν τους ήχους που μουρμουρίζουν τα κύματα ή οι θαλάσσιες
αύρες – πολλές φορές και οι τρικυμισμοί και οι θύελλες. Οι «ήχοι των στίχων»,
έγραφε ο Μπόρις Αϊχενμπάουμ, «δεν είναι απλώς στοιχεία μιας εξωτερικής ευφωνίας
και δεν παίζουν το ρόλο μιας απλής συνοδείας του νοήματος, αλλά κατέχουν μάλλον
μιαν αυτοδύναμη αξία». Μόνον έτσι μπορούμε να διαβάσουμε το ποίημα του
Λυκιαρδόπουλου. Μόνον έτσι αξίζει να το διαβάσουμε: από το «Ραγισμένο
Ταμπούρλο» μέχρι «Τα ποιήματα του Μανδαρίνου», και ό,τι ακολουθεί και θα
ακολουθήσει:
Έλα
φωνή ανάκουστη
θαμμένη
με όλα της τ’ αηδόνια
και
όλα της τα νερά
έλα
υπόγεια ρεματιά
έλα
μικρό μικρό Χαλάντρι
έλα
φωνή
έλα
φωνή
με
ρούμπα και με σάμπα!
Θα επικαλεσθώ πάλι τον Αϊχενμπάουμ: «οι
εικόνες έχουν δοθεί στους ποιητές· η ικανότητα να τις θυμηθούν είναι πολύ πιο
σημαντική από την ικανότητα να τις δημιουργήσουν». Αυτό είναι η μόνη, η πλέον
πειστική, ερμηνεία των άλλοτε στεριανών και άλλοτε θαλασσινών εικόνων της
ποιητικής του Λυκιαρδόπουλου: οι εικόνες τού έχουν δοθεί και αυτός ξοδεύει
μόχθο και αγωνιά να τις θυμηθεί. Το ευτύχημα είναι ότι παρά τις δυσκολίες –αναβολές
και παλινδρομήσεις, αναποφασιστικότητες και δισταγμούς– εντέλει τις θυμάται:
Κάνε
τουλάχιστο σωστά τις τελευταίες κινήσεις
γιατί
ο καιρός είναι στη μπάντα μας
κι
ο ναύτης που ‘ρχεται να πιάσει το τιμόνι
ανήξερος
και φοβισμένος.
Εσύ
που ξέρεις πότε θα πνιγούμε
δείξε
του πού πονάει το καράβι
κι
άσ’ τον στην τέχνη σου που δεν είναι πια δική σου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου