Για έναν ιδεαλισμό εδάφους
Νίκος Αρβανίτης, Ορίζοντας, 2015, γυαλί, σίδερο, λάστιχο, νερό, στο παλιό νοσοκομείο Άμφισσας |
ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ ΠΟΛΥΜΕΝΗ
Σε μια διατύπωσή του ο Παναγιώτης Κονδύλης, επισημαίνει ότι οι φιλοσοφικές
διαμάχες δεν περιορίζονται στο σπουδαστήριο, αλλά συνδέονται με αποφάσεις για
ύψιστα κοινωνικοπολιτικά ζητήματα. Αν τολμήσουμε εν είδει ερευνητικής πρότασης
μία τέτοια σύνδεση, έστω και σχηματική, η νεοελληνική κοινωνία μοιάζει να
αμφιταλαντεύεται μεταξύ ιδεαλισμού και μηδενισμού. O ιδεαλισμός γίνεται εμφανής ανατρέχοντας
σε γεγονότα όπως η καταστροφή του ’22, ο εμφύλιος και η επταετής δικτατορία. Όμως
τι εννούμε εδώ ως ιδεαλισμό; Σίγουρα όχι κάποιες αφηρημένες οντότητες σε ένα
μακρινό πλατωνικό σύμπαν. Ο ιδεαλισμός εκλαμβάνεται ως μία δέσμη ιδεών, ως ένας
κρυσταλλωμένος τρόπος σκέψης (με συνακόλουθες αξίες) που δεσμεύει ισχυρά τους ανθρώπους στη χάραξη ενός
προσανατολισμού, στον τρόπο της ζωής τους. Στην ακραία μορφή ενός τυφλού ιδεαλισμού, η δέσμευση είναι ικανή να
φτάσει μέχρι τα άκρα και ο δεσμευόμενος να εκχωρήσει την ίδια του τη ζωή∙
να θυσιαστεί αρνούμενος την
αυτοσυντήρησή του με τη βιολογική έννοια του όρου.
Στις αρχές, λοιπόν, του εικοστού αιώνα κυριάρχησε η Μεγάλη Ιδέα και η
απόφαση για επέκταση των συνόρων στη Μικρά Ασία. Κατά τον εμφύλιο και την
επταετή δικτατορία έγινε σύγκρουση ανάμεσα
σε καπιταλισμό, κουμουνισμό και φασισμό. Στο πεδίο της μάχης, στο εκτελεστικό
απόσπασμα, σε τόπους εξορίας, χάνονταν
ανθρώπινες ζωές, ως προϋπόθεση για να κινηθεί η ιστορία προς την εκάστοτε
κατεύθυνση του ιδεολογικού προστάγματος που ο καθένας υπερασπιζότανε ή αντιμαχότανε
μέχρι θανάτου.
Με την έναρξη της
μεταπολίτευσης και κυρίως μετά την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ο κοινωνικός
σχηματισμός σα να πορευότανε με αυτόματο
πιλότο, έχοντας νοιώσει οικονομική, κοινωνική και εθνική ασφάλεια. Κάπως έτσι ο
μηδενισμός άρχισε σιγά σιγά να ριζώνει, αργά και διαβρωτικά, κυριαρχώντας
εντέλει μετά την πτώση του τείχους το ’89 και τις ευρύτερες γεωπολιτικές
αναδιατάξεις. Σύμφωνα με έναν τέτοιο μηδενισμό, δεν υπάρχουν ιδέες
παρά μόνο άνθρωποι που μάχονται για την
αυτοσυντήρηση και την αύξηση της ισχύος
τους, διασφαλίζοντας την επιβολή τους έναντι τρίτων. Οι ιδέες και οι συνακόλουθες αξίες υποβιβάζονται, ενώ η όποια δέσμευση παρέχουν
εξαερώνεται, αφού δεν είναι παρά ένα αναλώσιμο εργαλείο στη μάχη της
αυτοσυντήρησης και της επικράτησης. Απενεχοποιημένη
λοιπόν η νεοελληνική κοινωνία, κι έχοντας ζήσει την οδύνη ενός, συχνά, τυφλού
ιδεαλισμού, παραδόθηκε σε όψεις του μηδενισμού, άλλοτε ήπια κι άλλοτε έντονα: ακόρεστη δίψα για ισχύ που μεταφράζεται
σε χρηματικό κέρδος (όπως επιτάσσει η εποχή), αγώνας για το «πάνω χέρι» (συχνά
υπό μορφή φατριασμού και συντεχνιακής νοοτροπίας). Ο μηδενισμός απόκτησε μια
ηδονιστική χροιά, προβιβάζοντας το λάιφ-στάιλ, την απόκτηση ηδονής και την αποφυγή πόνου με βιολογικούς
όρους.
Όψεις του μηδενισμού επαληθεύονται σε ορισμένες επιμέρους πρακτικές, θεσμούς κι
επαγγέλματα∙
στα αγαθά που εκεί δημιουργούνται
και στη συνέχεια καταλήγουν στους
πολίτες: η περίθαλψη σε μία κλινική δημόσιου νοσοκομείου, η φοίτηση σε
ένα πανεπιστημιακό τμήμα, η μαθητεία σε μια τάξη λυκείου, οι δια νόμων
θεσμίσεις, η απονομή δικαιοσύνης (ή και η αρνησιδικία), η προκήρυξη και η εκτέλεση ενός δημόσιου έργου ή
προμήθειας, η εγχώρια παραγωγή και διακίνηση προϊόντων ή υπηρεσιών μιας
επιχείρησης.
Ενίοτε ο μηδενισμός μοιάζει ανακουφιστικός και κοντά στ’ ανθρώπινα
μέτρα, κόντρα στις επιταγές ενός τυφλού ιδεαλισμού, αφού αν μη τι άλλο θέτει ως
προτεραιότητα τη διατήρηση της ανθρώπινης ζωής μεσ’ από την οδό της
αυτοσυντήρησης. Όμως ο δρόμος του
μηδενισμού, κοιτάζοντάς τον από το πρίσμα θεσμών, πρακτικών κι επαγγελμάτων,
λόγω της εκεί έκπτωσης ιδεών και συνακόλουθων αξιών, δεν είναι αμέτοχος ευθυνών
για ένα παρασιτισμό και την έλευση του κράτους στον προθάλαμο της χρεωκοπίας.
Για την ένταξη σε καθεστώς έξωθεν επιτροπείας με παράλληλη εκχώρηση
κυριαρχικών, μέχρι πρότινος, δικαιωμάτων.
Το ερώτημα πλέον, αλλά και στοίχημα ελευθερίας, είναι αν μπορεί να χαραχτεί ένα πέρασμα ανάμεσα στη Χάρυβδη
του τυφλού ιδεαλισμού και τη Σκύλα του μηδενισμού. Με αξίες ορατές και ικανές
να λειτουργήσουν δεσμευτικά για τον κοινωνικό σχηματισμό. Αξίες που θα απελευθερώνουν
τις δημιουργικές δυνάμεις των πολιτών και ταυτόχρονα θα διαμορφώνουν ένα δίχτυ ασφαλείας για τους
πολίτες. Ένας τέτοιος ιδεαλισμός -ας τον
ονομάσουμε ιδεαλισμό εδάφους- ξεκινά
ακριβώς από πρακτικές, θεσμούς κι επαγγέλματα που παρέχουν αγαθά στον κοινωνικό
σχηματισμό. Τα αγαθά αυτά οφείλουν να έρθουν στο προσκήνιο, όντας η απτή απόδειξη των αξιών που διαπερνούν τις πρακτικές∙
το έδαφος στο οποίο επαληθεύονται ή διαψεύδονται οι ιδέες ως τρόποι σκέψης και ‘ανάγνωσης’
της πραγματικότητας. Μέσω των αγαθών, καθώς κυκλοφορούν στον κοινωνικό
σχηματισμό, δεν συντελείται μόνο η
παραγωγική ανασυγκρότηση. Συντελείται και μία εγγύτητα μεταξύ αλλήλων, αγνώστων
μέχρι πρότινος∙ ως δούναι και λαβείν που περιέχει σεβασμό στον άλλο και όχι
αδιαφορία: μία χειρουργική επέμβαση, μία πανεπιστημιακή διάλεξη, το μάθημα σ’
ένα σχολείο, μία δικαστική απόφαση, ένα δημόσιο τεχνικό έργο, ένα αγροτικό
προϊόν. Συντελείται, υπό μία έννοια, κάποια μορφή αλληλεγγύης. Για να
κατοικήσουν οι αξίες στα αγαθά και να φυσήξει μια πνοή ανανέωσης στις πρακτικές
που τα δημιουργεί, ίσως είναι σκόπιμος ένας επαναπροσδιορισμός (ή μια
υπενθύμιση) του ποιο αγαθό είναι
αποδεκτό και ποιο όχι, αλλά και πώς θα φτάσει στα χέρια των πολιτών ατόφιο,
με μία ποιότητα, και όχι ως προϊόν αρπαχτής ή ενός χυλού. Απλά, καθημερινά κι
έμπρακτα.
Ένας τέτοιος ιδεαλισμός εδάφους μπορεί να έχει ως σημείο εκκίνησης μία
κοινωνική συναίνεση ή συμφωνία για το πώς φτάσαμε μέχρι εδώ και ποιοι δρόμοι
δικαίωσαν (ή ματαίωσαν) ένα προσανατολισμό. Όμως μήπως ο ιδεαλισμός εδάφους αρνείται
την αυτοσυντήρηση; Όχι, αν μέσα στη δέσμη των ιδεών του παραμένει ως έσχατη η
αξία της ανθρώπινης ζωής. Ταυτόχρονα,
διαφοροποιείται από τον μηδενισμό ως προς τις προτεραιότητες∙ την ιεράρχηση
συγκεκριμένων ιδεών, συνυφασμένων αξιών και συνακόλουθων πράξεων. Αναγνωρίζει ότι οι ιδέες, ως τρόποι σκέψης
που υποκινούν στάση και δράση, καθιερώνουν αξίες που «μπαίνουν» μέσα στα
υλικά συμφέροντα, τις επιδιώξεις, αλλά και στο πώς βιώνεται η πραγματικότητα.
Τα υλικά συμφέροντα, τι προκαλεί χαρά και τι λύπη, δεν περιχαρακώνονται από τις
επιταγές μιας ζωικής ορμής για αυτοσυντήρηση, ούτε προϋπάρχουν ανεπηρέαστα από την περιπέτεια της
εμπειρίας και των ιδεών στην οποία μετέχει ο καθένας, αφού υπόκεινται σε συναλλαγή
και συνδιαμόρφωση μέσα σ’ αυτή την περιπέτεια. Αυτός είναι και ο λόγος, για
παράδειγμα, μιας ποικιλομορφίας στην
ευημερία που ο καθένας επιθυμεί κι επιδιώκει.
Με τις τελευταίες εκλογές, επισφραγίστηκε η αναδιάταξη στην κορυφαία
δυνατή πρακτική που επικαθορίζει τις υπόλοιπες: εκείνη της πολιτικής εξουσίας.
Οπότε, με δεδομένη και τη σταθεροποίηση της χρηματοδότησης στο πτωχό μας κράτος,
περιμένει ο καθένας να δει, αν και πώς
θα κλιμακωθούν ιδέες και αξίες σε μία σειρά από θεσμούς και πρακτικές, χωρίς να ίπτανται αόριστα εν μέσω νεφελωμάτων. Αν ο
άνεμος της πολιτικής αλλαγής θα
μετασχηματιστεί σε πράξεις που
διαπερνούν την καθημερινότητα, έξω στη δημοσιά. Αν στις θέσεις ισχύος εντός
των πρακτικών –εκεί που ρυθμίζεται εντέλει τι και πώς θα φτάσει στα χέρια των
πολιτών– θα γίνει μία αναδιάταξη
νοοτροπιών. Μία τέτοια αναδιάταξη είναι απαραίτητη για τη μετάβαση από τον
παραγοντισμό κι ένα παρασιτικό κράτος προς μια δημοκρατική, αλληλέγγυα και
δημιουργική κοινωνία. Χωρίς η πολιτική
πρακτική να περιορίζεται στην, οπωσδήποτε αναγκαία, λογιστική παρακολούθηση του
χρέους.
Ο Πέτρος Πολυμένης είναι
συγγραφέας και διδάκτορας φιλοσοφίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου