18/10/15

Σβετλάνα Αλεξιέβιτς: Υπεράσπιση μιας συγγραφέως που δεν γνωρίζω

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

Γιάννης Θεοδωρόπουλος, Χωρίς τίτλο, 2011, εκτύπωση Inkjet σε χαρτί Fine Art, 60 X 48,7 εκ.


Μια συγγραφέας που τα δύο μεταφρασμένα στα ελληνικά βιβλία της (εξαντλημένα από χρόνια) πέρασαν απαρατήρητα, ενώ ένα ακόμη αναμένεται να κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Πατάκη (σε μετάφραση της Φραγκίσκης Αμπατζοπούλου). Αλλά και τη διεθνή εκδοτική κοινότητα η βράβευση με Νόμπελ της Αλεξιέβιτς την κατέλαβε εξ απήνης, αφού η συγγραφέας δεν έχει ενταχθεί στον διεθνή κανόνα ως μια σημαντική ρωσόφωνη πεζογράφος. Επίσης, οι έπαινοι, αλλά και οι αντιρρήσεις για το έργο της, που αυτές τις μέρες δημοσιεύονται στον διεθνή Τύπο, είναι εξαιρετικά φορτισμένοι από την πολιτική της τοποθέτηση, καθώς και από τις πολιτικές προκείμενες της βράβευσής της. Ως εκ τούτων, δεν μπορώ να έχω γνώμη επί της ουσίας του έργου της.
Έχω όμως γνώμη, επί των επιχειρημάτων που η ίδια προβάλλει, υπερασπιζόμενη το είδος της λογοτεχνίας που γράφει, αλλά και επί των καταγγελτικών αντιρρήσεων των ρωσόφωνων ομοτέχνων της, οι οποίοι τέλος πάντων θα έπρεπε να ελέγχουν ακριβώς το τι κάνει η λογοτεχνία της στο πεδίο της γλώσσας. Επίσης, η Ευγενία Κριτσέφσκαγια, εκτός απ’ όσα δηλωτικά σημείωσε εδώ, είχε την καλοσύνη να μου μεταφράσει και μερικά ακόμη χαρακτηριστικά αποσπάσματα, τόσο της ίδιας της Αλεξιέβιτς όσο των επικριτών της. Με αυτές τις προϋποθέσεις, θέλω λοιπόν να καταθέσω μία γνώμη. Όχι τόσο επί των πολιτικών προκείμενων του έργου της και της βράβευσής της, αλλά επί του είδους της λογοτεχνίας της.

Τι σημαίνει το γεγονός ότι τα βιβλία της αποτελούνται από απομαγνητοφωνημένες συνεντεύξεις, πολλών προσώπων; Πρόκειται, άρα, για δημοσιογραφία, και όχι για λογοτεχνία, όπως σημειώνει ένας επικριτής της; Η απάντησή της: «Κάθε άνθρωπος έχει τις δικές του ιδέες, τις οποίες κατάφερε να διατυπώσει νωρίτερα από τους άλλους. Και όταν τις μαζέψεις όλες μαζί, γράφεται ένα μυθιστόρημα των φωνών, το μυθιστόρημα μιας εποχής. Ένας μόνο άνθρωπος δεν είναι σε θέση να κάνει κάτι τέτοιο». Και η δουλειά του συγγραφέα ποια είναι; Απλώς να απομαγνητοφωνεί συνεντεύξεις; Μέσα στην αφέλειά του, ένας από τους επικριτές της μας δίνει την απάντηση: «η Αλεξιέβιτς ομολογεί, ότι οι συνεντευξιαζόμενοι απορούσαν, όταν τους έδειχνε το απομαγνητοφωνημένο κείμενο, και ισχυρίζονταν, ότι δεν είχαν πει κάτι τέτοιο». Ο συγγραφέας λοιπόν είναι παρών/ούσα, και διαμορφώνει το κείμενο, δηλαδή γράφει. Η ίδια άλλωστε δηλώνει: «Μου παίρνει χρόνια να γράψω τα βιβλία μου».
Όσον δε αφορά την τεχνική τής ένταξης φωνών της πραγματικότητας μέσα στο λογοτεχνικό έργο, δεν πρόκειται περί πρωτοφανούς πρακτικής, ούτε καν περί καινοτομίας. Θα πρέπει να θυμίσω ότι στα καθ’ ημάς η ίδια ακριβώς συζήτηση έγινε όταν εκδόθηκε, το 1989, το βιβλίο του Θανάση Βαλτινού, Στοιχεία για τη δεκαετία του ’60, συζήτηση που υπήρξε θυελλώδης, τα δε απόνερά της συνεχίζουν να εκβάλλουν μέχρι σήμερα, με την ίδια ως άνω αφέλεια. Θα πρέπει επίσης να σημειώσω, ότι αυτή η συγγραφική πρακτική εγκαινιάζεται ήδη στη δεκαετία του 1960, από αρκετούς, και γνωστούς μάλιστα, γερμανούς πεζογράφους, ενώ συνεχίζει να αποτελεί μία από τις σύγχρονες, και θεμιτές συγγραφικές επιλογές, σε πολλές γλώσσες. Ο δε φιλολογικός ορισμός αυτού του είδους πεζογραφίας (ορισμός διαδεδομένος, και σε ευρεία χρήση), είναι «μυθιστόρημα-ντοκουμέντο».
Η ίδια η Αλεξιέβιτς έχει εντάξει τα 6 βιβλία της κάτω από τον γενικό τίτλο «Φωνές της ουτοπίας», χαρακτηρίζει δε τη λογοτεχνία που γράφει ως «μυθιστόρημα-μαρτυρία». Και προσθέτει, δείχνοντας ένα από τα προτάγματα της λογοτεχνικής μορφής που κομίζει το έργο της, ότι πρόκειται για «μυθιστόρημα-ορατόριο». Μάλιστα, ένας από τους υποστηρικτές της, ο Δημήτρι Μπίκοφ, κάνει λόγο για «πολυφωνικό έπος».
Μιλάμε λοιπόν για ένα έργο γραμμένο στα ρωσικά, γλώσσα στην οποία έγραψε ο Ντοστογιέφσκι, εισάγοντας την πιο μεγαλειώδη τομή που έχει επέλθει στο μυθιστόρημα, και εν γένει στη μεγάλη αφήγηση: την τομή της πολυφωνικότητας. Το γεγονός ότι ακόμα και σήμερα αυτή η τομή δεν έχει εμπεδωθεί ως αυτονόητη στο μυθιστορηματικό είδος και στην εν γένει αφηγηματικότητα (άρα, και σε πολλές άλλες εκφάνσεις της τέχνης, των ιδεών και των πρακτικών), δεν αποτελεί ψόγο για την ίδια την τομή, αλλά δείκτη της ανθρώπινης κατάστασης, όπως διορατικά σημείωνε, από το τέλος της δεκαετίας του 1920, επίσης στη ρώσικη γλώσσα, ο Μιχαήλ Μπαχτίν.
 Δηλαδή, αποτελεί απόδειξη ότι  η παραδεδομένη αντίληψη για τη λογοτεχνία συνεχίζει να κυριαρχεί, γιατί αντιστοιχεί σε βασικές δομές τής ιστορικά, και εν ταυτώ εξουσιαστικά, προσδιορισμένης ανθρώπινης συνείδησης. Εν ολίγοις, οι άνθρωποι συνεχίζουν να διαβάζουν μονοφωνικά μυθιστορήματα, γιατί ακόμη πιστεύουν εις έναν θεό, χρειάζονται έναν μεγάλο αρχηγό, έναν παντογνώστη συγγραφέα, έναν «ολοκληρωμένο» μυθιστορηματικό χαρακτήρα, κλπ κλπ, που στην περίπτωση τής μετά το 1989 Ρωσίας μεταφράζεται στην ύπαρξη ενός «νέου Τσάρου», στο πρόσωπο του Πούτιν. Αυτή συνεχίζει να είναι η δομή της ανθρώπινης συνείδησης∙ δεν έχουμε φθάσει σε εκείνη την «επόμενη», που θα είναι συμβατή με την «ανήκουστη ελευθερία των ‘φωνών’, στην πολυφωνία του Ντοστογιέφσκι» (Λουνατσάρσκι, δεκαετία του 1920).
Η δε λογοτεχνία, και εν γένει η τέχνη, συνεχίζει να υπόκειται ακόμη στη σύμβαση της μυθοπλασίας, στο κλίμα της οποίας ευδοκιμούν θεοί, δαίμονες, ημίθεοι, μύστες, ξωτικά και νεράιδες. Κι ας έχει συμβεί, επίσης στη Ρωσία, το 1929 παρακαλώ, μία επίσης μεγάλη τομή, στη γλώσσα του κινηματογράφου αλλά και εν γένει της τέχνης, με την ταινία του Τζίγκα Βέρτοφ, Ο άνθρωπος με την κινηματογραφική μηχανή. Μια ταινία που καταργεί την αφήγηση ως μυθοπλασία. Μήπως όμως πρόκειται ένα ντοκιμαντέρ; Μήπως δηλαδή, η ταινία αυτή απλώς καταγράφει καθημερινά στιγμιότυπα, όπως άλλωστε κατηγορείται ότι κάνει, αντίστοιχα, η Σβετλάνα Αλεξιέβιτς; Ναι, αυτό ακριβώς κάνει ο Βέρτοφ στην ταινία του: κινηματογραφεί στιγμιότυπα της καθημερινής ζωής της μετεπαναστατικής Ρωσίας. Όμως, εδώ και δεκαετίες, η θεωρία της τέχνης μας έχει πει ότι στην ταινία αυτή ο Βέρτοφ «σκηνοθετεί την πραγματικότητα». Όπως ακριβώς και ο μαθητής του, Ζαν-Λυκ Γκοντάρ. Από τα στοιχεία που έχω στη διάθεσή μου, αυτό ακριβώς προκύπτει ότι κάνει, ή έστω προσπαθεί να κάνει, και η Σβετλάνα Αλεξιέβιτς.
Κι αν ακόμα, όλα τούτα οι κορυφαίοι σύγχρονοι ρώσοι συγγραφείς, ως τυπικοί απελεύθεροι, δεν τα παίρνουν υπόψη τους, ως ανήκοντα στην επαναστατική περίοδο της σοβιετικής εποχής, τουλάχιστον τώρα, που το καθεστώς κατέρρευσε και οι δρόμοι της Δύσης είναι ορθάνοιχτοι, δεν έχουν υπόψη τους ούτε  τον Ρολάν Μπαρτ και την υπόλοιπη θεωρία, που απ’ αυτά άντλησε τη δυναμική της; Δεν έχουν ακούσει τίποτα περί της ανοικείωσης (εν προκειμένω, ανοικείωσης από τη συνθήκη της μυθοπλασίας και της μονολογικότητας); Και, γιατί δεν λένε τίποτα περί της λογοτεχνικότητας των κειμένων της Αλεξιέβιτς; Αρκεί ο χαρακτηρισμός «δημοσιογραφία», για να απαντηθεί η ύπαρξη ή μη λογοτεχνικότητας; Δεν  έχουν ακούσει ότι η διάκριση «υψηλού» και «χαμηλού», επί των υλικών και του ύφους του λόγου, μας έχει αφήσει χρόνους; 
Οι τόσοι και τόσοι σοβαροί επικριτές της, δεν τα έχουν υπόψη τους όλα αυτά; Βεβαίως και τα έχουν. Όμως, κωφεύουν, και αντιδρούν απέναντι στην Αλεξιέβιτς, γιατί προτιμούν με το έργο τους να απευθύνονται στη μονοφωνική δομή της ανθρώπινης συνείδησης, η οποία, όσο υπάρχει, πάντα θα έχει ανάγκη από μυθοπλασίες. Δηλαδή, απευθύνονται στη μέση «νοικοκυρούλα». Αναπαράγοντας και εμπεδώνοντας ακριβώς τη συνθήκη που την καθιστά αενάως νοικοκυρούλα (ζητώ συγγνώμη απ’ τις νοικοκυρές, αλλά έτσι αποκάλεσε την Αλεξιέβιτς  ένας από τους επικριτές της).
Απομένει το πολιτικόν ζήτημα. Δέχομαι, πόσω μάλλον που δεν είμαι σε θέση να τις αντικρούσω, όλες τις αιτιάσεις για τις πολιτικές στοχεύσεις των βιβλίων της, αλλά και αυτές της βράβευσής της. Μόνο που θα πρέπει να δεχθούμε ως αυτονόητες και τις πολιτικές στοχεύσεις και συνεπαγωγές, του έργου των «κορυφαίων» σύγχρονων ρώσων συγγραφέων. Οι οποίοι είναι «κορυφαίοι», ακριβώς επειδή απολαμβάνουν τον θαυμασμό μιας συγκεκριμένης κοινωνίας, και γράφουν για λογαριασμό αυτής της κοινωνίας, η οποία για να υπάρχει χρειάζεται, ακόμη, και  θαυμάζει, έναν Τσάρο∙ και τον υπακούει...
Κατά τα λοιπά, οι δρόμοι και οι χρόνοι της κοινωνίας και της τέχνης είναι διαφορετικοί, και σπανίως συμπίπτουν. Επιπλέον, δε, σήμερα η πεζογραφία (στο πεδίο της ιστορίας των μορφών, και όχι με κριτήριο τις αναγνωστικές συνήθειες των νοικοκυρών και των νοικοκύρηδων) έχει υπερβεί το επίπεδο της απλής πολυφωνικότητας μιας «λογοτεχνίας-ντοκουμέντου», έχοντας ήδη φθάσει σε πιο σύνθετες εκδοχές.

Οπότε, «άξιζε» το Νόμπελ λογοτεχνίας η Σβετλάνα Αλεξιέβιτς; Ας διαβάσουμε πρώτα τα βιβλία της. Να τα διαβάσουμε όμως ως αυτό που είναι, ως αυτό που κομίζουν στη λογοτεχνία, και όχι με κριτήριο αυτό που νομίζουμε πως θα πρέπει να (συνεχίσει να) είναι η λογοτεχνία...

Δεν υπάρχουν σχόλια: