Το κυκλαδικό τοπίο στη σύγχρονη τέχνη
Άρης Κωνσταντινίδης, Δυο "χωριά" απ' τη Μύκονο, σχέδιο |
ΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑΣ ΛΕΔΑΚΗ
Η σύντομη μελέτη του Άρη Κωνσταντινίδη Δυο «χωριά» απ’ τη Μύκονο αποτέλεσε
εξήντα χρόνια σχεδόν μετά την έκδοσή της σημείο εκκίνησης και εννοιολογικό
επίκεντρο για τη δημιουργία ενός νέου εγχειρήματος που ασχολείται με τη
σύγχρονη τέχνη. Η επιμελήτρια εκθέσεων Μαρίνα Βρανοπούλου έθεσε εκ νέου στο
προσκήνιο τη σκέψη του Κωνσταντινίδη και άνοιξε μια πολυδιάστατη συζήτηση όχι
μόνο σχετικά με την επικαιροποίησή αλλά κυρίως σχετικά με τη μετεγγραφή της
συλλογιστικής του σε ετερογενή πεδία και συνθήκες. Όλα αυτά μέσα από την
πλατφόρμα Δυο Χωριά η οποία
δημιουργήθηκε στη διάρκεια των περασμένων ανήσυχων μηνών και έχει έδρα την
Μύκονο. Καταστάλαγμα της δημιουργικής διαδρομής της Βρανοπούλου, η πλατφόρμα
αποτελεί ένα πολλαπλό εγχείρημα που περιλαμβάνει ένα residency, ένα εκλεκτικό
βιβλιοπωλείο και έναν εκθεσιακό χώρο που προωθεί το έργο ανερχόμενων
καλλιτεχνών. Οι πρακτικές Ελλήνων της νεότερης γενιάς γεφυρώνονται εδώ
διαλογικά με εκείνες καλλιτεχνών που προέρχονται από χώρες της περιφέρειας όπως
η Νότια Αφρική, η Πολωνία, η Σερβία, η Βουλγαρία, η Πορτογαλία. Η συγκέντρωση
διαφορετικών εκδοχών της σύγχρονης τέχνης σκιαγραφεί επιμελητικά μια τακτική
αποκέντρωσης και θέτει υπό διερεύνηση το αντιθετικό πεδίο αφομοίωση-αντίσταση·
ένας συσχετισμός που μπορεί να θεωρηθεί ως συνέχεια της προσφιλούς στον
Κωνσταντινίδη διαχείρισης της σχέσης εσωτερικού και εξωτερικού χώρου. Η
αναζήτηση ενός ενδιάμεσου μοντέλου όπως αυτό της ημιυπαίθριας ζωής που
απασχόλησε τον αρχιτέκτονα, αποτελεί ίσως την εφαρμογή της σκέψης του στη
σύγχρονη τέχνη αλλά και στη σύγχρονη συνθήκη. Μια μεταφορά η οποία έχει
πράγματι επίκαιρο χαρακτήρα τώρα, ύστερα από τις αδιάκοπες πολιτικές
διακυμάνσεις και τις ρηγματικές μετατοπίσεις του νοήματος που παρακολουθήσαμε
τους τελευταίους μήνες.
Η αναλογία θα σήμαινε βεβαίως την εξεύρεση ενός
νοήματος που θα επιβίωνε σε συνθήκες υπερβολικής έκθεσης και κρίσης. Θα πρέπει λοιπόν
να αναζητήσουμε το νόημα αλλιώς, να
το βρούμε να περιφέρεται άσκοπα, δίχως χαρτιά, να το στεγάσουμε προσωρινά,
δοκιμαστικά, να το περισώσουμε -σε χώρους μεταξύ των πραγμάτων, σε στενά και
δυσδιάκριτα περάσματα· κάπως έτσι και η τέχνη της περιφέρειας και οι έκκεντρες
πρακτικές της όταν εγκαθίστανται στο κέντρο. Μετατοπισμένες και εκ νέου επενδυμένες,
αυτές οι πρακτικές βρίσκονται σε διασπορά και επιχειρούν να συντάξουν νέους
λόγους, στη συγκεκριμένη περίπτωση με επίκεντρο την παραδειγματική ετεροτοπία
της Μυκόνου.
Από τις 27 Ιουνίου που εγκαινιάστηκε η πλατφόρμα Δυο Χωριά έχουν παρουσιαστεί έξι ατομικές εκθέσεις παράλληλα με μια
κυλιόμενη ομαδική έκθεση η οποία μεταλλάσσεται σύμφωνα με το πνεύμα του
γερμανικού Merzbau: μια τακτική αδιάκοπης αναδιάταξης που επιτρέπει την ένθεση
νέων έργων και τη δημιουργία καινούργιων συσχετισμών. Αυτή ακριβώς η ρευστότητα
και η επαναφόρτωση της επιμελητικής πρόθεσης αποτελεί μια ασυνήθιστη λογική η
οποία κατορθώνει να διατηρεί μια μόνιμη αίσθηση ροής στο χώρο. Σε αυτό το
πλαίσιο, μεταξύ άλλων συνυπάρχουν έργα των Γιάννη Βαρελά, Honza Zamojski, Αλέξανδρου Τζάννη, Wilhelm Sasnal και Πάνου Τσαγκάρη, τα οποία συμπλήρωσαν τις
εναλλασσόμενες ατομικές παρουσιάσεις από τους Αλέξανδρο Τζάννη, Όλγα
Μηλιαρέση-Φωκά, Vassilis H., Selma Parlour, Ραλλού Παναγιώτου και Maja Djorjevic. Ανάμεσά τους ξεχώρισαν για τη σχέση που ανέπτυξαν με το τοπίο των Κυκλάδων,
με το φως και την οικονομία του χώρου, τα project των Vassilis H. και Selma Parlour. Ο Vassilis H. στην έκθεση Vacation διαμόρφωσε ένα πεδίο για την γεφύρωση της αιγιακής
αφαίρεσης με τα μορφολογικά χαρακτηριστικά των καλλιτεχνικών πρωτοποριών του
20ου αιώνα, ιδίως το Bauhaus, τον κονστρουκτιβισμό και το de Stijl. Παράλληλα,
η Selma Parlour με την έκθεση Paradoxes
of the Flattened-out Cavity συνέταξε ένα ζωγραφικό σκηνικό χώρο που
αναπαράγει τοπολογικές περιχαρακώσεις που προσομοιάζουν στο πεδίο της οθόνης,
με μια χαρακτηριστική διαύγεια που δίνει την εντύπωση εσωτερικής πηγής φωτισμού
και δημιουργεί μια τυπική του κυκλαδικού τοπίου διάθεση μοναχικότητας και
ενατένισης.
Το τοπίο της Μυκόνου υπήρξε σταθερό σημείο αναφοράς για
τον Άρη Κωνσταντινίδη. Το 1947 δημοσίευσε σε αυτοέκδοση το κείμενο Δυο «χωριά» από τη Μύκονο, ενώ το 1953
κυκλοφόρησε το φωτογραφικό λεύκωμα Ξωκκλήσια
της Μυκόνου. Αυτές οι δυο από καιρό εξαντλημένες εκδόσεις, οι οποίες μάλιστα
περιλαμβάνουν εξαιρετικά δείγματα σχεδίων του, συμπληρώθηκαν από μια ακόμα, Τα Παλιά Αθηναϊκά Σπίτια (1953) και
επανεκδόθηκαν από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης το 2011. Το έργο του αρχιτέκτονα
αποτέλεσε επανερχόμενο θέμα συζήτησης τα τελευταία χρόνια, κυρίως με αφορμή τα
υπό κατάρρευση ξενοδοχεία Ξενία, το
σχεδιασμό αρκετών από τα οποία είχε αναλάβει ο ίδιος. Σήμερα, περισσότερο από
ποτέ άλλοτε, αναλογιζόμαστε πώς η δομικότητα που χαρακτήριζε τη σκέψη του θα
μπορούσε ξανά να ευδοκιμήσει. Το πολύπλευρο έργο του μας αποκαλύπτει πάνω από
όλα το χάρισμα της επαγρύπνησης και της συστηματικής, σχεδόν ανθρωπολογικής,
παρατήρησης του κόσμου. Κάποτε ανέφερε σχετικά με το Ξενία που έφτιαξε στην
Μύκονο το 1960: «[...] είχα προσέξει τις ξερολιθιές που μαντρώνανε τα διάφορα χωράφια και
που τις απάνω πέτρες τις χτίζανε οι ντόπιοι με λάσπη, φτιάχνοντας έτσι το
λεγόμενο σαμάρι [...] που το ασπρίζανε με ασβέστη ώστε να τρέχει πάνω από την
ξερολιθιά, σαν μια λευκή ταινία απάνω στο γρανιτόχρωμο μυκονιάτικο έδαφος και
τοπίο. [...] αυτό έκανα κι εγώ με το Ξενία. Κι έχτισα λοιπόν το ξενοδοχείο με
την πέτρα του τόπου, ενώ τα στηθαία στα δώματα, που ήτανε από μπετόν αρμέ, τα
έβαψα λευκά, με ασβέστη, όπως κάνανε οι ντόπιοι Μυκονιάτες στις ξερολιθιές και
στα σαμάρια τους. Και που έτσι, όταν έβλεπες το Ξενία και από μακριά, θα είχες
την εντύπωση πως τα κτίρια του Ξενία ήτανε κι αυτά ξερολιθιές».
Εκείνο που απασχόλησε κυρίως τον Άρη Κωνσταντινίδη σε
αυτές τις τρεις μελέτες είναι η λαϊκή αρχιτεκτονική, οι αισθητικές λύσεις και
οι τρόποι των τεχνιτών, η κτιστή παρακαταθήκη που έχουν αφήσει οι μη ειδικοί:
οι βιωμένες σκέψεις και οι απαντήσεις που δίνονται με εύκαιρα υλικά, οι μορφές
που αρθρώνονται οργανικά, συζητώντας, φτιάχνοντας, επινοώντας και
απολαμβάνοντας, ή στην εμμενή γλώσσα του Κωνσταντινίδη, αρχιτεκτονώντας. Ένα από τα κύρια ενδιαφέροντά του και βασικό
αντικείμενο της αρχιτεκτονικής εθνογραφίας του, ήταν οι τυπολογίες και οι
λειτουργίες του ημιυπαίθριου χώρου, ένα θέμα που τον απασχόλησε σχεδόν
οντολογικά. Η μετάβαση από το χαγιάτι στην τζαμαρία της αθηναϊκής λαϊκής
αρχιτεκτονικής και ύστερα στο υπόστεγο, διασώθηκε υποδειγματικά στην λόγια
εκδοχή των δικών του κτισμάτων. Ο ενδιάμεσος χώρος της αρχιτεκτονικής του
Κωνσταντινίδη συμπύκνωσε το πνεύμα της μεταπολεμικής Ελλάδας συνιστώντας μια
μορφή πατριωτικού πνευματισμού που εδράζεται στην αυθεντία της «λαϊκής ψυχής». Επρόκειτο
για μια εποχή που αναζητούσε μια ενωτική ρητορική ώστε να αμβλυνθεί το
εμφυλιακό τραύμα. Οι διανοούμενοί της εμπλουτίζοντας την εργασία που είχε γίνει
το ’30 και το ‘40, εμπέδωσαν τις επινοήσεις της παράδοσης σε ένα περίπλοκο αισθητικό
πρόταγμα και πρόβαλαν μια νέα πολιτιστική ταυτότητα. Αυτή η ταυτότητα ωστόσο
μετά τη μεταπολίτευση μετατράπηκε γρήγορα σε μια στρεβλή μορφή πολιτικής και
αισθητικής φαντασμαγορίας που απωθούσε τη λογική της χειραφέτησης και
συναρμοζόταν με αντιδραστικές θέσεις, σηματοδοτώντας τη συγκρότηση ενός λαϊκού
ιδεολογήματος το οποίο ανέστελλε τον προοδευτισμό και αντί αυτού προωθούσε μια
παραπολιτική λογική αναισθησίας, ισοπέδωσης και ανταλλαξιμότητας. Επομένως η
κατάσταση στην οποία βρίσκονται τα κτίρια του Κωνσταντινίδη που τελούν υπό την
εξουσιοδότηση του δημοσίου είναι ενδεικτική της πολιτικής και της ευρύτερης
πολιτισμικής συνθήκης της χώρας. Το αρχιτεκτονικό πνεύμα του Άρη Κωνσταντινίδη
στέκει σαν μια παρένθεση, μια χαρισματική αλλά ουτοπική πρακτική, η οποία
παρότι ορθώθηκε με κυριολεκτικούς όρους, δηλαδή οικοδομήθηκε, δεν ενσωματώθηκε
στο σύγχρονο πολιτισμό παρά μόνο ίσως διά του αποκλεισμού της. Εκείνο ωστόσο
που τον καθιστά τόσο ιδιόμορφη και χαρισματική περίπτωση, που σχεδόν του
προσδίδει διαστάσεις φαινομένου και τον διακρίνει από άλλους αρχιτέκτονες της
γενιάς του, είναι ότι έχτιζε τρόπους για να ζει ο άνθρωπος, οραματιζόταν,
αντιμετώπιζε τη ζωή και την πρακτική στοχαστικά. Αυτή η παρακαταθήκη μένει να
αξιολογηθεί σήμερα. Ίσως μια τέτοια σημαίνουσα ανακίνηση υποδηλώνει υπαινικτικά
το νέο πρόγραμμα που δημιούργησε η Μαρίνα Βρανοπούλου: μια ανάγκη να
αναδεύσουμε ξανά και να αναδιατάξουμε τις αναλογίες που συνιστούν τον
πολιτισμικό μας ορίζοντα. Ας επανιδρύσουμε λοιπόν νοηματικά την ύπαρξή μας
αρχιτεκτονώντας δοχεία ζωής και νέους τρόπους. Ύστερα από μια πυκνή περίοδο
εξελίξεων που έφεραν το λόγο και το νόημα σε συνθήκες απόλυτης αποστράγγισης,
μπορούμε να επανεκκινήσουμε αφορμώμενοι από την υποδοχή (ίσως ακόμα περισσότερο
το κενό) που άφησε ανοικτή αυτή η ριζοσπαστική συνθήκη. Με λογισμό και με
όνειρο, όπως συνήθιζε να λέει ο Κωνσταντινίδης ανακαλώντας κάποιους στίχους του
Σολωμού, προκρίνοντας επομένως τη δομικότητα έναντι του μιμητισμού, τις
κατόψεις έναντι των όψεων.
Η Ευαγγελία Λεδάκη είναι ανθρωπολόγος και επιμελήτρια εκθέσεων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου