ΔΙΗΓΗΜΑ
Αντώνης Πίττας, Throw Hands, 2015, μάρμαρο
|
ΤΗΣ
ΑΝΤΙΓΟΝΗΣ ΚΑΤΣΑΔΗΜΑ
Και ήρθε μια μέρα
που ο κόσμος, έτσι αδιαίρετα και αόριστα, δεν ήθελε να κάνει τρία αλλά δύο
βήματα για να μπει στη θάλασσα∙ αν έμπαινε, δεν ήθελε να κολυμπά αλλά να κοιτά
σε έναν μισοχαμένο, από τα τριγύρω ανθρώπινα ίχνη στη γη, ορίζοντα, και,
γενικά, δεν ήθελε να πράττει. Αυτός ο κόσμος της ασάφειας είχε στηρίξει τις ελπίδες
του στα διακοποφάνεια, το νέο σύγχρονο μυστήριο, που είχε μυθολογικές καταβολές.
Μερικοί είχαν και παιδιά τής οθόνης, που από τα πρώτα τους βήματα γίνονταν
κοσμοναύτες κινητής έξυπνης τηλεφωνίας, για να τρώνε όλο το φαγητό τους.
Σε αυτό το
κουρασμένο απολιτίκ στερέωμα, ανάμεσα στον έναν και στον άλλον καύσωνα, υπήρχε
ένας που έπαιρνε τα πράγματα πολύ στα σοβαρά και ξεσπούσε σε ένστολους, άντρες,
σερβιτόρους. Τον έλεγαν «Σπίθα» και ήταν φτυστός το όνομά του. Ένας μικρός
σκύλος με μεγάλη ματιά. Διακριτικά ανήσυχος, είχε τη γωνιά του και τη μπουκιά
του στο χρόνο, εκτός κι αν πλησίαζε το τραπέζι του ένα από τα γκρι πόδια αυτών
των ξένων που πηγαινοέρχονταν βιαστικά για να φάνε όλοι όσο γίνεται
περισσότερο, ένα ακόμη καλοκαίρι. Είχε φτάσει η εποχή των πιρουνιών, η
δικαιολογημένη κάψα των χεριών να μην αφήσουν τίποτα στο πιάτο και οι κύριοι με
τα γκρι δεν έδιναν σημασία σε τύπους σαν τον Σπίθα, που γάβγιζε, ρομαντικά θα
μπορούσε να υποθέσει κάποιος, ενώ εκείνοι ίδρωναν για να τους προλάβουν όλους.
Σαν να καταλάβαινε ο Σπίθας ότι εδώ είχε να κάνει με απεριόριστη ποσότητα
φαγητού που πήγαινε χαμένη, ενώ αυτός θα μπορούσε να τους βοηθήσει στα βάρη της
υπερκατανάλωσης. Τον αγνοούσαν επιδεικτικά, όπως κι εκείνος έκανε πως δεν
έβλεπε αυτούς που μύριζαν ψάρι ή πέστο, είτε έρχονταν από Βοστώνη, Μελβούρνη ή
Στουτγκάρδη. Κι είχε και γκρι τρίχωμα, όπως η στολή που του σήκωνε την τρίχα
κάγκελο.
Στο καλαίσθητο
εστιατόριο μπροστά στο κύμα, όπου όλοι το πρωί έσβηναν τα τσιγάρα τους στην άμμο
και το βράδυ γίνονταν εκλεπτυσμένοι, ζητώντας τασάκια, δεν ήταν λίγα τα δώρα
της νύχτας. Πολλοί άφηναν πράγματά τους, με σκοπό να βρουν τη θέση τής προτίμησής
τους την άλλη μέρα το πρωί, αλλά, σύμφωνα με τους κανονισμούς και το αυτονόητο,
οι υπεύθυνοι απέσυραν τα τιμαλφή της νύχτας, ώστε η παραλία να είναι διαθέσιμη
για όλους. Ωστόσο, ένα από αυτά τα αντικείμενα έπεσε στην αντίληψη του Σπίθα.
Ήταν ένα πορτοκαλί μπαλάκι που, με το που το πίεζες, έκανε τον γνωστό,
χαριτωμένο θόρυβο. Ήταν πράγματι μια ανακάλυψη, πίσω από την ομοιοκαταληξία των
ημερών, καθώς οι διακοπές του Σπίθα δεν είχαν τίποτε το ενδιαφέρον. Και να που
προέκυψε αυτό το μπαλάκι.
Το έχασε και το
ξαναβρήκε στη θάλασσα, στην άμμο, κάτω από τραπέζια, πάνω από σκαλοπάτια, μέσα
σε κουτιά, έξω από το δωμάτιο, κατά μήκος του γκαζόν, ψηλά στον αέρα, γύρω από
την ουρά του, μακριά προς την παραλία, κοντά προς το μπάνιο... αυτό το μπαλάκι
ήταν η πυξίδα του, το δώρο του καλοκαιριού, σαν να ξεχνιόταν με αυτό και να μην
ήθελε όλο να τρώει όπως πριν. Εφόσον το μπαλάκι επέστρεφε, είχε τη σιγουριά πως
με αυτό θα ζήσει στις διακοπές του, ενώ οι ψηλοί άνθρωποι έτρωγαν κι έπιναν,
ριζωμένοι στις καρέκλες τους.
Θα φαινόταν πραγματικά
απίθανο το ενδεχόμενο μιας ιστορίας σε τέτοιους ρυθμούς διακοποφανείων, όμως να
που όσο υπάρχουν σκύλοι, υπάρχουν και πιθανότητες∙ μπορεί όντως να συμβεί κάτι
καλό, αρκεί να το πιστεύεις. Όλοι βλέπουν τον Σπίθα να τρέχει και δεν ξέρουν το
όνομά του, το βιογραφικό του. Είναι ένας σκύλος. Βλέπουν τις μέρες που τρέχουν
και ξεχνούν πώς τις λένε, δεν έχει σημασία. Σημασία έχει να ξεφύγουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου