23/8/15

H ποίηση των πλατειών

ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΗ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Παναγιώτης Τέτσης, Ενότητα «Παρακάμπτοντας τα Τσελεβίνια», 2008-09, λάδι σε μουσαμά, 98 x 272 εκ.

                                                                                                           
ΜΑΡΙΑ ΠΑΠΑΠΑΥΛΟΥ, Η εμπειρία της πλατείας Συντάγματος, εκδόσεις Πλέθρον, σελ. 317
                                                                                                                      
Τα μηνύματα δομικής αλλαγής της κοινωνίας, που συνοδεύουν την παγκόσμια κρίση, είναι αμφίσημα. Εκδηλώνονται άλλοτε με τριγμούς και άλλοτε με αναλαμπές. Εκφράζουν ταυτόχρονα την οδύνη και την ανάταση της κυοφορίας ενός νέου κόσμου. Γι’ αυτό, κάνουν ακόμα πιο επιτακτική τη δραστηριοποίηση των επιστημών του ανθρώπου και, ιδιαίτερα, της ανθρωπολογίας πάνω στα τρέχοντα προβλήματα της εποχής μας. Για τη δραστηριοποίηση αυτή έχουν γίνει πρόσφατα αρκετές αναφορές στην «Αυγή» (Α. Κιουπκιολής  04/01/15, Θ. Ρακόπουλος 15/02/15, Σ. Δημητρίου 15/02/15).
Στο νέο της βιβλίο η Μαρία Παπαπαύλου ασχολείται από την πλευρά της εθνολογίας με αυτό που λέει και ο τίτλος του βιβλίου, με την «εμπειρία της πλατείας Συντάγματος». Και θέτει το ερώτημα, εάν οι συγκεντρώσεις του 2011 των πλατειών υπάγονται στα «νέα» κοινωνικά κινήματα. Το ερώτημα είναι νόμιμο εξαιτίας της αμφισημίας που, όπως αναφέραμε, παρουσιάζουν οι κοινωνικές αναταράξεις. Τέτοιες αμφισημίες είναι α) η απουσία στοιχείων συνέχειας με τα προηγούμενα κινήματα της Αριστεράς, π.χ. δεν υπάρχουν τα τραγούδια της ούτε τα συνθήματά της, εκτός από μερικά που ανάγουν στο Πολυτεχνείο και β) η έκλειψη των συγκεντρώσεων των πλατειών μετά το 2011. Εντούτοις, το κίνημα των πλατειών περικλείει, όπως θα δούμε,  μια ποίηση. Ποιο είναι το βάρος αυτής της ποίησης; 
                                               
Θα πρέπει να δώσουμε ορισμένες σύντομες διευκρινίσεις για το φαινόμενο των αμφισημιών. Κουλτούρα .λέγεται το σύνολο των λειτουργιών και των προϊόντων τους κάθε κοινωνίας. Στις κοινωνίες της ανισότητας ξεχωρίζει η κουλτούρα της κυρίαρχης τάξης, η οποία είναι τυποποιημένη για να διατηρεί την προνομιούχα θέση της και επιβάλει τον έλεγχό της στις υπάλληλες κουλτούρες με την προβολή των συμβόλων της, των μνημείων της και της λογικής της, δηλαδή του κυρίαρχου λόγου. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο ελέγχου είναι πολύ δύσκολο σε μια υπάλληλη κουλτούρα να επιβάλει το δικό της λόγο, γι’ αυτό, χρησιμοποιεί συχνά σύμβολα του κυρίαρχου λόγου ή αμφισημίες. Για παράδειγμα, τα αστικά κινήματα χρησιμοποίησαν το σύμβολο της γυναίκας (Δημοκρατία, Ελλάδα. Γαλλία, Επανάσταση κ.ά,) που είχε επιβάλει γι’ αυτές ο κυρίαρχος φαλλοκρατικός λόγος.                                                                
Η Παπαπαύλου ξεκινά με δύο σημαντικές επισημάνσεις: α) Ότι η κλασική ανθρωπολογία αγνόησε τα κοινωνικά κινήματα στο όνομα της «αντικειμενικότητας». Με άλλα λόγια, αντιμετώπιζε τους ανθρώπους και τις δράσεις τους ως φυσικά αντικείμενα, έξω από τις σχέσεις ηθικής και δικαίου, με σκοπό να υπερασπιστεί την κυρίαρχη τάξη. β) Ότι μετά τη δεκαετία του ’60 τα κοινωνικά κινήματα αλλάζουν μορφή και ενώ προηγούμενα αφορούσαν κυρίως την εργατική τάξη και ήταν ταξικά, τώρα εκφράζουν μεγάλη ποικιλία θεμάτων: οικολογικό, φεμινιστικό, σπουδαστικό κ. ά. Η μεταστροφή αυτή εξηγείται με την οπτική του K. Polanyi. Σύμφωνα με αυτήν, μέχρι τη δεκαετία του ’60 ο καπιταλισμός επιτιθόταν στην εργατική τάξη, ενώ κατόπιν, και κυρίως με την άνοδο του νεοφιλελευθερισμού, άρχισε να επιτίθεται σε όλους τους τομείς της κοινωνίας: πανεπιστήμια, νοσοκομεία κ.ά.                                          
Σύμφωνα με τα παραπάνω, η Παπαπαύλου σημειώνει σωστά ότι τα «νέα» κοινωνικά κινήματα, στα οποία ανήκει και το κίνημα των πλατειών, χαρακτηρίζονται από τη σχετική αταξικότητα, από τη διαφορά οργάνωσης, την έμφαση στον αυτοσχεδιασμό, τη χρήση του διαδικτύου, την εξάλειψη της εξουσίας αντί την αντικατάστασή της και την απουσία υπερβατικών συμβόλων. Στο σημείο αυτό οφείλουμε να προσθέσουμε ότι σχεδόν όλα τα αστικά κινήματα διαφέρουν από κινήματα του προκαπιταλιστικού κόσμου στο ότι απουσιάζουν οι εκδηλώσεις καταληψίας και έκστασης των μεσσιανικών κινημάτων. Έχουν εκκοσμικευμένη μορφή. Υπάρχουν, εντούτοις, δύο στοιχεία των κινημάτων της πλατείας που χαρακτηρίζουν κάθε κοινωνικό κίνημα. Αυτά είναι τα συναισθήματα και η μουσική. Είναι τα κύρια σημεία από τα οποία η συγγραφέας προσεγγίζει το κίνημα των πλατειών ως φαινόμενο κοινωνικού μετασχηματισμού.                                                        
Τα συναισθήματα δεν νοούνται ως συμπλήρωμα της λογικής αλλά ως μια άλλη λογική, διαφορετική από τη λογική του κυρίαρχου λόγου, που αποκτά τον πρωτεύοντα ρόλο στη διαδικασία του μετασχηματισμού. Εκδηλώνεται σε συνθήκες τέλεσης και λειτουργεί ως διασωματικότητα. Για να την εκφράσει, η Παπαπαύλου χρησιμοποιεί τον όρο του Husserl «βιωμένος κόσμος». Πρόκειται για την τελεστική συνθήκη κατά την οποία το άτομο αισθάνεται ότι συνιστά «μέρος του κόσμου» και λειτουργεί διυποκειμενικά, και με αμεσότητα. Η τελεστική αυτή συνθήκη, που συνοδεύει τον κοινωνικό μετασχηματισμό είναι αυτό που ονομάζουμε communitas, ή συναίσθημα της συλλογικότητας. Πρόκειται για το βαθύ ψυχολογικό δεσμό που διαμορφώνεται στο στάδιο της ανθρωποποίησης του παιδιού, όπου ο εαυτός νοιώθει να είναι σε ενότητα με τον κόσμο, χωρίς καμιά απειλή και ικανός για τις πιο απίθανες πράξεις. Πρόκειται γι’ αυτό που ο Le Bon και η αστική επιστήμη καταδίκασαν ως ψυχολογία των μαζών.                                                                             
Το communitas παραμένει σε λανθάνουσα κατάσταση και αναδύεται σε ειδικές περιπτώσεις αυθόρμητα ή τεχνητά. Στην περίπτωση, όμως,  του κοινωνικού μετασχηματισμού, μιας από τις βασικές ιδιότητες του κοινωνικού συστήματος, συνιστά κυριότερο μέσο του. Αναδύεται μέσα από τελεστικές συνθήκες: νηστεία, μέθη, παραισθησιογόνα κ.ά. κατά τις οποίες το άτομο αποσύρεται από την ενεργό αντίληψη και μαζί με αυτήν αποσύρεται και ο κοινωνικός εαυτός, αυτός που διαμορφώθηκε από τον κυρίαρχο λόγο. Τότε, το άτομο βρίσκεται σε «κατώφλι» και συντελείται η λεγόμενη «μετάσταση του εαυτού». Αναδύεται ο αυθεντικός εαυτός, το communitas. Οι πλατείες ευνοούν τη συνθήκη του κατωφλιού, όπως παρατηρεί ο Σταύρος Σταυρίδης, γιατί είναι περάσματα κατά τα οποία τα άτομα δεν συνδέονται με καμιά πρακτική και, συνεπώς, η ενεργός αντίληψη είναι σε εκκρεμότητα και η ροή της συνείδησης μένει διαθέσιμη για υπερβάσεις.
Το communitas αναδύεται σαν αναλαμπή, σαν απελευθέρωση από την πραγματικότητα που επιβάλλει ο κυρίαρχος λόγος, σαν υπέρβασή της στο όραμα και στη δυνατότητα. Το θεωρούμε έξαρση της αλληλεγγύης, ενώ είναι ένας ολόκληρος νέος κόσμος, ο κόσμος της δυνατότητας. Οι ανθρωπολογικές μελέτες έδειξαν ότι η αύξηση της αλληλεγγύης συνεπάγεται τη μείωση της συναίνεσης, συνεπώς την αύξηση των βαθμών ελευθερίας. Η πυκνή εθνογραφική περιγραφή της Παπαπαύλου για την εμπειρία της πλατείας. Συντάγματος την παρουσιάζει να βιώνεται «ως απελευθερωτική» (σελ.175). Οπότε, η εμπειρία αυτή συνδέεται με τα ατομικά όνειρα απόδρασης και μετατρέπει το πέρασμα στη δυνατότητα σε πέρασμα στη μαγεία όπου όλα είναι εφικτά.                
Στο σημείο αυτό έχουμε σύμπτωση της εμπειρίας του κινήματος των πλατειών με την καλλιτεχνική εμπειρία. Η δεύτερη βιώνεται ομοίως με τελεστικές συνθήκες απόδρασης από τη συνθήκη της ενεργούς αντίληψης. Για παράδειγμα, στην αίθουσα του σινεμά ή του θεάτρου το άτομο καθηλώνεται στο κάθισμά του ακίνητο, σε σκοτάδι και σε βαθιά σιωπή, έτσι ώστε η ροή της συνείδησής του να δεχτεί παθητικά τη ροή των δρώμενων στην οθόνη ή στη σκηνή και να ταυτιστεί με αυτήν. Μέσα από την ταύτισή της αυτή διεξάγει την υπέρβαση από την πραγματικότητα του κυρίαρχου λόγου στη δυνατότητα του ιδανικού οράματος που αναπαριστά το έργο τέχνης. Στα βιώματα της των κινημάτων της πλατείας διαδραματίζεται ανάλογη μετάσταση του εαυτού και ανάλογη υπέρβαση στη δυνατότητα, όπως εκείνη που διαδραματίζεται στην εμπειρία της ποίησης.  
Η μουσική, το δεύτερο σημαντικό χαρακτηριστικό του κινήματος των πλατειών που διερευνά η συγγραφέας, επισφραγίζει την ποιητική διάστασή του που αναφέραμε. Υπάρχει πλήθος μελετών που επιβεβαιώνουν ότι κάθε νέο κίνημα έχει τη δική του μουσική. Όπως επιβεβαιώνεται επίσης ότι η πλειονότητα των ειδών μουσικής έχουν την πηγή τους σε ρητά ή άρρητα κινήματα κοινωνικής διαμαρτυρίας, όπως είναι το ταγκό, η τζαζ, το φ,,,,,,,, το ρεμπέτικο και άλλα. Ο ρόλος της μουσικής είναι ουσιαστικός και πολλαπλός. Κύρια χαρακτηριστικά της, που επισημαίνονται στην πλατεία Συντάγματος από την Παπαπαύλου είναι τα εξής: Δεν είναι μελωδική αλλά ρυθμική. Λειτουργεί περισσότερο ως ηχοτοπίο παρά από το περιεχόμενο των στίχων της. Κυριαρχείται από τον αυτοσχεδιασμό. Δεν αναπαράγει γνωστά μοτίβα, εκτός από ορισμένα κρητικά.                  
Όλες οι τελεστικές διαδικασίες χρησιμοποιούν τη μουσική για τη μετάσταση του εαυτού. Αυτό οφείλεται στο ότι η ρυθμική μουσική μεταφέρει τα άτομα σε άλλο χρόνο, διαφορετικό από το χρόνο της ενεργούς αντίληψης ο οποίος είναι άρρυθμος. Επιπλέον, ο ρυθμός συντονίζει τα άτομα να περάσουν στο διυποκειμενικό κόσμο του communitas. Το γεγονός, όμως, ότι ο αυτοσχεδιασμός αποτέλεσε στοιχείο αναζήτησης μιας νέας μουσικής που να εκφράζει άμεσα την εμπειρία των πλατειών χωρίς η αναζήτηση αυτή να ολοκληρωθεί, μαζί με το γεγονός ότι τα κινήματα των πλατειών δεν είχαν συνέχεια μετά το 2011, προβληματίζουν, και πολύ σωστά, την συγγραφέα για τον χαρακτήρα του κινήματος των πλατειών. Οφείλουμε να δεχτούμε ότι, όπως παρατηρούν ο Z. Bauman κ.ά., ότι, διαμέσου της κοινωνίας της κατανάλωσης, το κυρίαρχο σύστημα κατέλυσε την communitas και τον κοινωνικό ιστό στις βιομηχανικές χώρες. Αντίθετα, στις πλατείες της Τουρκίας, της Αιγύπτου και της Τυνησίας τα κινήματα έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο. Το πιθανότερο είναι ότι τα κινήματα στις ευρωπαϊκές πλατείες χρειάζεται να διανύσουν ένα στάδιο αφύπνισης του communitas –όπως συνέβη με τα κοινωνικά ιατρεία, τις εκλογές, τις νέες συλλογικότητες κ.ά.- που αργά ή γρήγορα θα την θέσουν σε ιστορική κίνηση.

Ο Σωτήρης Δημητρίου είναι ανθρωπολόγος

Δεν υπάρχουν σχόλια: