Ταξίδια
στα Βαλκάνια (1)
ΤΗΣ
ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
Σε
συνέχεια των αυγουστιάτικων Ταξιδιών στα
(εμπόλεμα) Βαλκάνια των δύο
προηγούμενων χρόνων, φέτος επιλέξαμε Ταξίδια
που πραγματοποιήθηκαν μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929, όταν
δρομολογήθηκαν δυτικο-ευρωπαϊκά σχέδια για διαβαλκανική ένωση, αν και αυτή δεν
ολοκληρώθηκε κι ούτε ο Β΄ παγκόσμιος πόλεμος αποτράπηκε. Φέρνοντας στην
επικαιρότητα κείμενα αυτής της περιόδου, δεν σκοπεύουμε να αναδείξουμε
ομοιότητες και διαφορές με τη σημερινή κρίση κι ούτε να εξαγάγουμε διδάγματα,
παρόλο που τόσο τα διακυβεύματα όσο και η αμηχανία
απέναντι σε μια όλο και ισχυροποιούμενη Γερμανία δικαιολογούν παρόμοιες
ιστορικές αναλογίες.
Μας
ενδιαφέρουν κυρίως οι σχέσεις κυριαρχίας πάνω στους λαούς της Χερσονήσου της
λεγόμενης Δύσης –συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ–, που αποτυπώθηκαν στον απαξιωτικό
όρο «βαλκανισμός» αλλά και οι πολιτικές πρακτικές μέσω των οποίων οι προπάτορες των σημερινών νεοφιλελεύθερων
ελίτ, πρωτοστατώντας στη διαβαλκανική σύγκληση, τον αναπροσδιόριζαν θετικά.
Το αγγλο-γαλλικό εγχείρημα, στο πλαίσιο της πολιτικής «του κατευνασμού» και της θεραπείας της κρίσης, είναι ενδιαφέρον όχι μόνο από γεωπολιτική άποψη: Η «Μικρά Αντάντ» (Τσεχοσλοβακία, Γιουγκοσλαβία, Ρουμανία) από τη δεκαετία του ’20 και η «Βαλκανική Ένωση», που δρομολογήθηκε μέσα από διαβαλκανικές Διασκέψεις (1930-34), απέτρεπαν το σχεδιαζόμενο ιταλο-γερμανικό «ολοκληρωτικόν κράτος» και τη μετατροπή της Χερσονήσου σε «νοτιοανατολικό οικονομικό χώρο της Μεγάλης Γερμανίας», η οποία διαφημιζόταν ως «ο καλύτερος πελάτης εν τη Νοτιοανατολή», μετά την «οικονομική επιδρομή (της) στα Βαλκάνια» (Ριζοσπάστης 26 & 27-5, από τον Μαγχεστριανό Φύλακα, και H χιτλερική εξόρμηση στα Βαλκάνια, 26-6-36). Στις Διασκέψεις, εκτός από την ανάπτυξη εμπορικών ανταλλαγών, βάρος δόθηκε στην «πνευματική» προσέγγιση των Βαλκάνιων (εκμάθηση γλωσσών, μεταφράσεις λογοτεχνικών έργων, μελέτη του πολιτισμού τους κ.ά.), ζητήματα που ακόμα και οι αντιπολιτευόμενες δυνάμεις αντιμετώπισαν με θετικό πνεύμα αλλά και με σκεπτικισμό. Τελικά, η Βαλκανική Ένωση, που θα συνέβαλε στην υπέρβαση των εθνικισμών, την εδραίωση της ασφάλειας (Βαλκανικό Λοκάρνο) και της ειρήνης, αποδείχτηκε θνησιγενές εγχείρημα, όπως εξάλλου και το υπερκείμενο όργανο της Κοινωνίας των Εθνών και το σχέδιο της «Πανευρώπης».
Το αγγλο-γαλλικό εγχείρημα, στο πλαίσιο της πολιτικής «του κατευνασμού» και της θεραπείας της κρίσης, είναι ενδιαφέρον όχι μόνο από γεωπολιτική άποψη: Η «Μικρά Αντάντ» (Τσεχοσλοβακία, Γιουγκοσλαβία, Ρουμανία) από τη δεκαετία του ’20 και η «Βαλκανική Ένωση», που δρομολογήθηκε μέσα από διαβαλκανικές Διασκέψεις (1930-34), απέτρεπαν το σχεδιαζόμενο ιταλο-γερμανικό «ολοκληρωτικόν κράτος» και τη μετατροπή της Χερσονήσου σε «νοτιοανατολικό οικονομικό χώρο της Μεγάλης Γερμανίας», η οποία διαφημιζόταν ως «ο καλύτερος πελάτης εν τη Νοτιοανατολή», μετά την «οικονομική επιδρομή (της) στα Βαλκάνια» (Ριζοσπάστης 26 & 27-5, από τον Μαγχεστριανό Φύλακα, και H χιτλερική εξόρμηση στα Βαλκάνια, 26-6-36). Στις Διασκέψεις, εκτός από την ανάπτυξη εμπορικών ανταλλαγών, βάρος δόθηκε στην «πνευματική» προσέγγιση των Βαλκάνιων (εκμάθηση γλωσσών, μεταφράσεις λογοτεχνικών έργων, μελέτη του πολιτισμού τους κ.ά.), ζητήματα που ακόμα και οι αντιπολιτευόμενες δυνάμεις αντιμετώπισαν με θετικό πνεύμα αλλά και με σκεπτικισμό. Τελικά, η Βαλκανική Ένωση, που θα συνέβαλε στην υπέρβαση των εθνικισμών, την εδραίωση της ασφάλειας (Βαλκανικό Λοκάρνο) και της ειρήνης, αποδείχτηκε θνησιγενές εγχείρημα, όπως εξάλλου και το υπερκείμενο όργανο της Κοινωνίας των Εθνών και το σχέδιο της «Πανευρώπης».
Η
Πρωΐα 6-10-1930.
|
Μετά
την πτώση του τείχους του Βερολίνου και το τέλος του Ψυχρού πολέμου, ο
«βαλκανισμός» επανακάμπτει με δυσφημιστικές συνδηλώσεις για να νομιμοποιήσει νέες μορφές κυριαρχίας της
Δύσης: Αναγνώριση από τη Γερμανία της Κροατίας και Σλοβενίας ως ανεξάρτητων
κρατών το 1991, «ανθρωπιστική» επέμβαση και βομβαρδισμό στην εναπομείνασα
γιουγκοσλαβική επικράτεια (24-3 έως 10-6-99), ένταξη του Κοσόβου στο ΝΑΤΟ και
συγκρότησή του σε κράτος, εξελίξεις δηλαδή που συμπυκνώνονται στην ίδρυση
κρατών-προτεκτοράτων, με αποκορύφωμα την τρι-εθνοτική Βοσνία, και που
μετατρέπουν τη Χερσόνησο σε δι-ηπειρωτική γέφυρα-πεδίο δράσης νέου τύπου
ελίτ-εθνομαφιών και δικτύων διακίνησης ανθρώπων και απαγορευμένων προϊόντων σε
«νομικό κενό» (left.gr/news/diethnis-amnistia). Εν ολίγοις, με βάση το
σημερινό παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας στη Χερσόνησο –de facto ειδική
οικονομική ζώνη– οι νεόπτωχοι μαζικοποιούνται, καθώς οι μισθοί διολισθαίνουν
κατ’ απαίτηση των πολιτικών λιτότητας (www.iefimerida.gr/news/209066/).
Πράγματι,
μετά την περίοδο «του παγκόσμιου πολέμου που διήρκεσε τριάντα ένα χρόνια»
(1914-1945), σύμφωνα με την περιοδολόγηση που πρότεινε ο Ε. Hobsbawm, το τέλος του
διπολισμού και τη διεθνοποίηση του κεφαλαίου οξύνονται οι ανταγωνισμοί και οι
αντιφάσεις της Ευρώπης, η οποία με νεοφιλελεύθερες πολιτικές επαναπροσδιορίζει
τόσο την κυριαρχία της απέναντι στους λαούς της (και στη νοτιοανατολική γωνιά
της) όσο και τη θέση της στην όλο επισφαλέστερη παγκόσμια ισορροπία: Έτσι, στην
εγγενή αδυναμία της Ευρώπης των
εθνικοτήτων να μετατραπεί σε Ηνωμένες Πολιτείες προστίθενται πλέον
παράγοντες που υπονομεύουν την επιβίωση και συμβίωση εκατομμυρίων ανθρώπων, σ’
Ανατολή και Δύση, που απειλούνται από φτώχεια και ξεριζωμό (λιτότητα και ακραία
εκμετάλλευση, μετατροπή κρατών σε προτεκτοράτα/ αποικίες χρέους, άνοδος
νεο-φασισμού/ φονταμενταλισμού).
Πώς θα μπορούσε να
αναπροσδιοριστεί ο «βαλκανισμός», εν μέσω παγκόσμιων συγκρούσεων και διάρρηξης
του κοινωνικού ιστού πολλών χωρών με στρατιωτικά και οικονομικά όπλα; Αυτό το
διακύβευμα είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την ανατροπή των όρων με τους οποίους
προσδιορίζεται σήμερα ο ευρωπαϊσμός.
Η Αγγελική Κωνσταντακοπούλου διδάσκει Βαλκανική
Ιστορία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
Προς
ανασημασιοδότηση του «Βαλκανισμού» (1930)
«Μετ’ εξαιρετικής επισημότητος, εγένετο
την 10ην π.μ. εις την αίθουσαν των συνεδριάσεων της Βουλής η έναρξις
των εργασιών της Βαλκανικής Διασκέψεως. Εις τας βαθμίδας των προπυλαίων της
Βουλής είχον τοποθετηθεί άνδρες του προτύπου ευζωνικού τάγματος, αποδίδοντος
τας τιμάς εις τους επισήμους. […] Ευθύς άμα τη αφίξει του κ. πρωθυπουργού μικτή
χορωδία, συνοδευομένη υπό της στρατιωτικής ορχήστρας και τοποθετημένη εις το
άνωθεν του προεδρείου θεωρείον, έψαλλεν υπό την διεύθυνσιν των κ.κ. [Στεφάνου]
Βαλτετσιώτη και [Βασιλείου] Σωζοπούλου τον μελοποιηθέντα υπό του κ. Λαμπελέτ
[Λαμπελέτης Ναπολέων, Κέρκυρα 1864-Λονδίνο 1932] Βαλκανικόν Ύμνον [Κ. Παλαμά, «Απάνω
απ’ τις πατρίδες μια πατρίδα…»] υπό τα παταγώδη χειροκροτήματα
των θεωρείων και της αιθούσης. Είτα τον λόγον έλαβε ο κ. [Αλ.] Παπαναστασίου, ο
οποίος κατείχε την θέσιν του προέδρου της Συνελεύσεως, και εκήρυξε την έναρξιν
των εργασιών.
[…] Ο λόγος του Αλβανού αντιπροσώπου Ο
λόγος εδόθη είτα εις τον Αλβανόν αντιπρόσωπον κ. Mεχμέτ Κόνιτσα [1881-1948], οποίος
εξέφρασε πρώτον εξ ονόματος της Αλβανικής αντιπροσωπείας και των συμπατριωτών
του θερμάς ευχαριστίας εις το Διεθνές Γραφείον της Ειρήνης και εις τον κ.
Παπαναστασίου διά την πρωτοβουλίαν της συγκλήσεως της Διασκέψεως. Ωρισμένοι
ιθύνοντες τας τύχας των Μ. Δυνάμεων εσυνήθισαν να θεωρούν τα Βαλκάνια ως την
πυριτιδαποθήκην της Ευρώπης ίσως διότι οι ίδιοι εχορήγουν την πυρίτιδα.
Δυστυχώς όμως και μερικοί εκ των Βαλκανικών πολιτικών ημιλλώντο με τους
Ευρωπαίους αυτούς αρχηγούς εις την προσπάθειαν όπως διαιρούν τα Βαλκανικά έθνη,
αναζωπυρούν τα μεταξύ των μίση και οδηγούν τους λαούς των εις την σφαγήν ως
αγέλας προβάτων.
Το
γεγονός ότι είμεθα συγκεντρωμένοι εδώ αποδεικνύει ότι οι χρόνοι αλλάσσουν, ότι
οι λαοί μας αρχίζουν να βλέπουν καθαρά και να αντιλαμβάνονται ότι διά να
εξασφαλίσουν την ειρήνην και την ευημερίαν απαιτείται μόνον να ζουν μετά των
γειτόνων των εν πνεύματι ομονοίας και αλληλεγγύης.
Εάν
οι αγρόται και οι εργάται οι αποτελούντες τας μεγάλας βαλκανικάς μάζας έζων
ακόμη μέχρι πρό τινος εν τη αοριστία και υπέφερον εν σιωπή, τούτο πρέπει να
αποδοθή εις το ότι εστερούντο ηγετών. Η φωνή εκείνων οι οποίοι δεν επιθυμούν
παρά την ευτυχίαν και την ευημερίαν των χωρών των, επνίγετο από τας φιλοδοξίας
ωρισμένων ηγετών οι οποίοι δεν εδίσταζον να χαρακτηρίσουν ως προδότας πάντας
όσους ετόλμων να ομιλήσουν υπέρ της ειρήνης και της ευημερίας.
Ο
τελευταίος όμως πολέμιος μετέβαλεν ουσιωδώς τα πράγματα και επηύξησε το θάρρος
των φίλων της ειρήνης.
Ανομολόγησεν
είτα και ο κ. Κόνιτσα ότι το αναλαμβανόμενον έργον είνε δυσχερέστατον και ότι η
σπουδαιοτέρα των δυσχερειών είνε η εκκαθάρισις του παρελθόντος. Αι δυσχέρειαι
όμως, είπε, δεν πρέπει παρά να επαυξήσουν τον ζήλον των εργατών της ειρήνης.
Πρέπει
προ παντός, κατέληξεν ο Αλβανός αντιπρόσωπος, να ασκήσωμεν ζωηράν πίεσιν επί
των Κυβερνήσεών μας όπως δώσουν ταχείαν και δικαίαν λύσιν εις τα εκκρεμή
προβλήματα μεταξύ των χωρών μας και ιδιαιτέρως εις το ζήτημα των μειονοτήτων. Η
λύσις των ζητημάτων τούτων θα εξαλείψη τας αφορμάς των προστριβών και θα δυνηθώμεν
να εργασθώμεν εντός ειλικρινούς σφαίρας όπως οδηγήσωμεν εις καλόν τέρμα το μέγα
έργον της ειρηνεύσεως και αδελφοποιήσεως των Βαλκανικών λαών.
Ο Βούλγαρος
αντιπρόσωπος Έλαβεν έπειτα τον λόγον ο Βούλγαρος
αντιπρόσωπος κ. [Δ.] Κύρωφ [καθηγητής, αρχηγός Σοσιαλιστικού κόμματος],
εκδηλώσας την ζωηράν συγκίνησιν, την οποίαν αισθάνεται ενώπιον της επιβλητικής
αυτής συγκεντρώσεως των αντιπροσώπων των Βαλκανικών λαών, ερχομένων να
επιτύχουν την συνεννόησιν των χωρών των.
Διεπίστωσεν
έπειτα τας προόδους, τας οποίας ο Ελληνικός λαός εορτάζων εφέτος την
Εκατονταετηρίδα της ανεξαρτησίας του, κατώρθωσε να επιτελέση. Και υπενθύμισεν
ότι κατά τον παρελθόντα αιώνα εκλεκτά πνεύματα εξ όλων των Εθνών της
Βαλκανικής, όπως ο Ρήγας Φεραίος, ο Σέρβος Ομπρένοβιτς, ο Ρουμάνος Ρακόβσκυ και
ο Βούλγαρος Χρήστο Μπότεφ, ωραματίσθησαν την Βαλκανικήν Ένωσιν και εξήρε τα
αγαθά, τα οποία θα προέκυπτον εξ αυτής δι’ όλους τους λαούς της Βαλκανικής.
Και
εις τας πλέον ταραχώδεις ακόμα περιόδους της Βαλκανικής ιστορίας το αίσθημα της
Βαλκανικής ενότητος υφίστατο πάντοτε, υπονομευόμενον όμως συνεχώς από
εξωτερικάς ως επί το πλείστον επιρροάς, αι οποίαι εν τέλει κατόρθωσαν να
δημιουργήσουν την δυσπιστίαν και την εχθρότητα μεταξύ των λαών της Χερσονήσου.
Αυτός είνε και ο λόγος διά τον οποίον εν αρχή η Βαλκανική Διάσκεψις εγένετο
δεκτή μέ τινα σκεπτικισμόν.
Ομιλεί
περαιτέρω ο κ. Κύρωφ διά την ειρήνην, η οποία, λέγει, δεν υπήρξεν ασφαλώς η
καλλιτέρα. Ημείς οι Βούλγαροι, προσθέτει, οι οποίοι διήλθομεν κατά τα τελευταία
δέκα έτη τον θλιβερόν δρόμον από της συνθήκης του Νεϊγύ μέχρι της Χάγης,
δυνάμεθα να είπωμεν, ότι η κατάστασις εις την Βαλκανικήν χερσόνησον θα ήτο
καλλιτέρα, αν όλοι κατέβαλον ένα μέρος μόνον της ιδικής μας προσπαθείας διά την
τήρησιν ωρισμένων διατάξεων των συνθηκών. Πώς είνε δυνατόν, κατέληξεν, να
εκτιμηθώμεν αμοιβαίως και να γνωρισθώμεν χωρίς να εφαρμόσωμεν σύστημα μέτρων,
τεινόντων εις την διευκόλυνσιν της υλικής κατά πρώτον προσεγγίσεως, ήτις θα
προηγηθή της ηθικής συνεννοήσεως; Διά να φθάσωμεν όμως εις το αποτέλεσμα τούτο,
πρέπει κατ’ αρχήν να γνωρίσωμεν τα εμπόδια, τα οποία επιπροσθούν εις την
πραγματοποίησιν των σκοπών της παρούσης Διασκέψεως και να μην εξεγειρώμεθα
εναντίον εκείνων, οίτινες επιδεικνύουν και προβάλλουν προς καλλιτέραν εξέτασιν
τα εμπόδια ταύτα. Η χειροτέρα τακτική διά τον σκοπόν της Διασκέψεως θα ήτο η
τακτική της στρουθοκαμήλου, διότι το κακόν, το οποίον αρνήται κανείς να ιδή,
δεν παύει να υφίσταται.
Τα αισθήματα του
Ρουμανικού λαού Ο λόγος εδόθη κατόπιν εις τον Ρουμάνον
αντιπρόσωπον κ. Τσιτσέο Ποπ [Ştefan
Cicio
Pop
1865-1934, πρόεδρος Ρουμανικής Βουλής], ο οποίος ετόνισεν αρχικώς το ενδιαφέρον
με το οποίον η Ρουμανία παρακολουθεί τας καταβαλλομένας προσπαθείας διά την
δημιουργίαν ατμοσφαίρας αρμονίας και συνεννοήσεως μεταξύ των Βαλκανικών λαών.
Τα
Βαλκανικά έθνη, επιτυγχάνοντα την ομόσπονδον ένωσίν των, θα συντελέσουν
σημαντικώς εις την εξασφάλισιν της παγκοσμίου ειρήνης, αποδεικνύοντα
ταυτοχρόνως, ότι είνε ικανά να κυβερνηθούν μόνα των και να αντιδράσουν
αποτελεσματικώς εναντίον πάσης προσπαθείας διαιρέσεως και εξασθενήσεώς των.
Εμψυχούμενοι
υπό των πεποιθήσεων αυτών, είπεν ο κ. Ποπ, οι σύνεδροι πρέπει να αφοσιωθούν εις
την εξέτασιν όλων των ζητημάτων, τα οποία ημπορούν να ενώσουν τα έθνη των, αλλά
και εκείνων, τα οποία ημπορούν να τα χωρίσουν δια να δυνηθούν να τα
αντιμετωπίσουν αποτελεσματικώς.
Προς
τούτο πρέπει ευθύς εξαρχής να διαπνέωνται αι εργασίαι της Διασκέψεως από πνεύμα
αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Ετόνισεν είτα, ότι η Βαλκανική Ένωσις δεν δύναται να
νοηθή χωρίς τον σεβασμόν και την ειλικρινή εφαρμογήν των μεταπολεμικών
συνθηκών, αλλά και την εξασφάλισιν της διά των συνθηκών οριζομένης προστασίας
και της ευημερίας των φυλετικών και θρησκευτικών μειονοτήτων.
Ωμίλησεν
έπειτα μετ’ ενθουσιασμού δια την ιδέαν του Βαλκανικού Λοκάρνο, την οποίαν από
το 1925 υπεστήριξεν εκθύμως η Ρουμανία και η οποία πραγματοποιουμένη, θα δώση
εις τους Βαλκανικούς λαούς την εγγύησιν της ασφαλείας και θα τους επιτρέψη να
εργασθούν αποτελεσματικώτερα διά την οικονομικήν των ανόρθωσιν. […].
Αι ειρηνικαί διαθέσεις
των Τούρκων Επικολούθησεν είτα ο λόγος του Χασάν βέη
[Hasan Hüsnü Bey 1886-1947, αντιπρόεδρος
Τουρκικής Βουλής], αρχηγού της Τουρκικής αντιπροσωπείας, ο οποίος είπε τα εξής:
“Με πραγματικόν ενδιαφέρον η Εθνική Τουρκική Επιτροπή, διά την Βαλκανικήν Διάσκεψιν
ανεγνώρισε την ανάγκην της Διασκέψεως ταύτης και υπέδειξε τους αντιπροσώπους
της διά να συνεργασθούν εις την μελέτην των μέτρων των τεινόντων εις την
προσέγγισιν των εθνών της Βαλκανικής.
Η
εξέλιξις η σημειωθείσα από τινων ετών εις τα πνεύματα πρέπει να είνε βαθεία
ώστε οι λαοί τούς οποίους σκέψεις ξέναι προς τα ίδια αυτών συμφέροντα έρριψαν
τους μεν κατά των δε, εθεώρησαν επωφελέστερον να αντιμετωπίσουν από κοινού την
μέλλουσαν τύχην των, κυριαρχούμενοι από ιδεώδη ρεαλιστικώτερα. Δεν δυνάμεθα
λοιπόν παρά να εξάρωμεν την πρωτοβουλίαν της Ελληνικής Επιτροπής, ήτις τόσον επαξίως προεδρεύεται
υπό του κ. Παπαναστασίου.
Η
Τουρκική αντιπροσωπεία δύναται να παράσχη επίσης την διαβεβαίωσιν ότι η ιδέα
και το αίσθημα της ανάγκης μιας αποτελεσματικής συμφωνίας μεταξύ των Βαλκανικών
Εθνών, εύρον εν Τουρκία έδαφος και περιβάλλον εκ των πλέον ευνοϊκών. Εξ άλλου
από της εγκαθιδρύσεως της Δημοκρατίας, η Κυβέρνησις της Αγκύρας ουδεμίαν αφήκε
να παρέλθη ευκαιρίαν διά να διαβεβαιώση και να αποδείξη τα ειρηνικά της αισθήματα
τα οποία εύρον την έκφρασίν των εις τα συναφθέντα πολυάριθμα Σύμφωνα φιλίας και
διαιτησίας καθώς και εις όσα πρόκειται να συναφθούν σχεδόν μεθ’ όλων των
γειτόνων της. Ό,τι δύναται να συμβάλη προς επαύξησιν της αρμονίας μεταξύ των
λαών είνε βέβαιον ότι θα συναντήση συμπαθή απήχησιν εν Τουρκία, όπου το Έθνος
απησχολημένον αποκλειστικώς με την κοινωνικήν και οικονομικήν του ανόρθωσιν
παρεμέρισε πάσαν φιλοδοξίαν και πάσαν τάσιν δυναμένην να παρακωλύση την
εσωτερικήν αυτήν προσπάθειαν. Μας εφάνη αναγκαίον να επαναλάβωμεν και ενταύθα
την αλήθειαν ταύτην, εκτιμηθείσαν άλλως τε προσηκόντως υπό του επιφανούς
πολιτικού όστις ευρίσκεται σήμερον επί κεφαλής της Ελληνικής Κυβερνήσεως και η
οποία θα επικυρωθή κατά το επεικείμενον ταξείδιόν του εις Άγκυραν.
Επί
τη ευκαιρία ταύτη δεν δυνάμεθα να μην εξάρωμεν την ευτυχή σύμπτωσιν του
ευοιώνου τότε ταξειδίου το οποίον θα επισφραγίση τας σχέσεις των δύο λαών και
της Διασκέψεως η οποία θεμελιώνει το έργον της προσεγγίσεως όλων των Βαλκανικών
Χωρών. Ελπίζομεν ότι οι Βαλκανικοί Λαοί οι απολύτως κύριοι των τυχών των και
αποφασισμένοι να απόσχουν παντός συνδυασμού δυναμένου να θέση αυτούς
αντιμέτωπους αλλήλων θα δυνηθούν να αναζητήσουν ελευθέρως και να ακολουθήσουν
την οδόν η οποία θα τους οδηγήση εις την ακριβή αντίληψιν των θεμελιωδών των
συμφερόντων. Προτού εισέτι ασχοληθώμεν με την φύσιν των κατά το μάλλον ή ήττον
συγκεκριμένων ζητημάτων, η Τουρκική αντιπροσωπεία εκφράζει την ικανοποίησίν της
διά το πνεύμα της πλήρους ειλικρινείας το οποίον κυριαρχεί μεταξύ ημών σήμερον
και ευχαριστεί τους επιφανείς οργανωτάς της Διασκέψεως, διότι της έδωσαν την
ευκαιρίαν να εκφράση και ενταύθα τας ειρηνικάς της πεποιθήσεις ως και τας
αρίστας διαθέσεις της διά να συνεργασθή εις μίαν συνεννόησιν στενωτέραν μεταξύ
των Βαλκανικών Χωρών”.
Ο Νοτιοσλαύος
αντιπρόσωπος Ωμίλησεν είτα ο Νοτιοσλαύος
αντιπρόσωπος κ. Γιόνιτς [καθηγητής],
οποίος εξέφρασε την χαράν του, διότι χάρις εις την Ελληνικήν φιλοξενίαν,
δίδεται εις τους Βαλκανικούς λαούς η ευκαιρία να συζητήσουν επί του κλασικού
αυτού εδάφους την ιδέαν της Βαλκανικής Ενώσεως. Ανέφερεν είτα ο κ. Γιόνιτς ότι
οι Βαλκανικοί λαοί εσυκοφαντήθησαν εις το παρελθόν τόσον πολύ από τους γείτονάς των, ώστε να
καταντήση να χαρακτηρίζεται κάθε κακή πράξις ως Βαλκανισμός. Οι Βαλκανικοί λαοί
δύνανται όμως να περιφρονήσουν την συκοφαντίαν αυτήν και να είνε υπερήφανοι,
διότι τα επί της χερσονήσου των εξελιχθέντα γεγονότα αφήκαν ανεξίτηλον σφραγίδα
εις την παγκόσμιον ιστορίαν, καθορίσαντα μάλιστα και τας μεγάλας περιόδους
αυτής και διότι εις την Βαλκανικήν το πρώτον ανεπτύχθη η νεωτέρα τέχνη.
Ήδη ετόνισεν ο
Νοτιοσλαύος αντιπρόσωπος, οπότε και η Τουρκία ήρχισε να τείνη προς τον
σύγχρονον πολιτισμόν, ανοίγονται δι’ όλους τους Βαλκανικούς λαμπροί ορίζοντες
ευημερίας και συμμετοχής εις το έργον του πολιτισμού. Ιδιαιτέρως ευχάριστον
εχαρακτήρισεν ο κ. Γιόνιτς το γεγονός της συμμετοχής της Τουρκίας εις την
Διάσκεψιν, η οποία θέτει το Ανατολικόν ζήτημα επί νέας βάσεως. Καταλήγων
εξέφρασε την ελπίδα ότι η Διάσκεψις θα θέση τας βάσεις μιας “κοινής εστίας” των
Βαλκανικών λαών προς δημιουργίαν οικονομικής ενώσεως, δηλαδή ενός λαμπρού
μέλλοντος εξασφαλίζοντος την οικονομικήν και πνευματικήν άνθησιν των λαών της
Βαλκανικής.».
Η
σημερινή πανηγυρική έναρξις της πρώτης Βαλκανικής Διασκέψεως Οι εκφωνηθέντες
λόγοι, Εστία 5-10- 1930, σ. 5-6.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου