ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΜΟΙΡΑ
ΡΕΑ ΓΑΛΑΝΑΚΗ, Η Άκρα Ταπείνωση,
εκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 324
Νίκος Παπαδημητρίου, Tools of Dominance, λεπτομέρεια εγκατάστασης
|
Στο πρώτο μέρος από τα τρία του
μυθιστορήματος, συστήνονται τα πρόσωπα που περιστοιχίζουν με τον έναν ή τον
άλλο τρόπο την Θηρεσία-Τειρεσία και την Θεονύμφη-Νύμφη, τις δύο κεντρικές
ηρωίδες της αφήγησης, με αφορμή τη γιορτή των γενεθλίων της δεύτερης. Τις δυο
εύθραυστες, ηλικιωμένες σχεδόν γυναίκες με την κλονισμένη ψυχική υγεία που
συγκατοικούν σ’ ένα διαμέρισμα-ξενώνα στο κέντρο της Αθήνας, η κάθε μια με τα
δικά της δαιμόνια και στοιχειά. Υπό την εποπτεία ενός γιατρού, την υποστήριξη
μιας κοινωνικής λειτουργού, την αδιάλειπτη φροντίδα και επίβλεψη μιας χήρας από
την Κρήτη και τη βοήθεια στο καθάρισμα του σπιτιού μιας μετανάστριας. Μια πρώην
φιλόλογος και μια πρώην ζωγράφος, καθηγήτριες κι οι δυο της μέσης εκπαίδευσης,
της γενιάς του πολυτεχνείου, που μοιράζονται τον ίδιο χώρο και την ίδια ζωή με
ανάμεικτα συναισθήματα. Νιώθοντας όμως βαθειά μέσα στην ψυχή τους, παρά τις
αντιθέσεις και τις διχογνωμίες, ευγνωμοσύνη για την εύνοια της τύχης να
απολαμβάνουν αντί του εγκλεισμού στο άσυλο, αυτήν την έστω ιδιότυπη και ατελή
εκδοχή οικογένειας. Δυο γυναίκες αλαφροΐσκιωτες και ιδιαίτερες, ιέρειες και
μάντισσες, που τη δωδεκάτη Φεβρουαρίου του 2012, τη μοιραία νύχτα που
συγκλόνισε και βύθισε στην απόγνωση και το πένθος την αρχαία πόλη, θα βρεθούν
στη δίνη των αποτρόπαιων γεγονότων.
Αυτόπτες μάρτυρες του βέβηλου, του τραγικού και του ανείπωτου. Και γύρω τους άνθρωποι νέοι και μεσήλικες, πληγωμένοι και αποθαρρυμένοι, ανέστιοι και ξεριζωμένοι, οργισμένοι και χαμένοι στους σκοτεινούς λαβυρίνθους των πολιτικών και κοινωνικών αδιεξόδων. Και τα σπίτια της πόλης, εκείνα τα ποικιλμένα χαρίεντα νεοκλασικά οικοδομήματα του κέντρου, που γλίτωσαν τελευταία στιγμή την αξιοποίηση και την αντιπαροχή, λησμονημένα και σκοτεινά, έρημα και στοιχειωμένα. Κατοικημένα από τα ανήσυχα φαντάσματα άλλων πιο ευτυχισμένων και ανέμελων εποχών.
Αυτόπτες μάρτυρες του βέβηλου, του τραγικού και του ανείπωτου. Και γύρω τους άνθρωποι νέοι και μεσήλικες, πληγωμένοι και αποθαρρυμένοι, ανέστιοι και ξεριζωμένοι, οργισμένοι και χαμένοι στους σκοτεινούς λαβυρίνθους των πολιτικών και κοινωνικών αδιεξόδων. Και τα σπίτια της πόλης, εκείνα τα ποικιλμένα χαρίεντα νεοκλασικά οικοδομήματα του κέντρου, που γλίτωσαν τελευταία στιγμή την αξιοποίηση και την αντιπαροχή, λησμονημένα και σκοτεινά, έρημα και στοιχειωμένα. Κατοικημένα από τα ανήσυχα φαντάσματα άλλων πιο ευτυχισμένων και ανέμελων εποχών.
Η μια έχει παρηγοριά από το
παρελθόν έναν ευαίσθητο, πολιτικοποιημένο γιο με δράση στον αντιεξουσιαστικό
χώρο, η άλλη έναν λευκό σοφό γάτο. Η πρώτη πενθεί την εγκατάλειψη ενός
νάρκισσου συζύγου, που εξαργύρωσε την επαναστατική του δράση με πλούτο, δύναμη
και μια επιτυχημένη πολιτική καριέρα, η δεύτερη βιώνει το τραύμα της ενοχής για
την αμετάκλητη απώλεια ενός πολυαγαπημένου πατέρα, που τον κατάπιε κάποτε η
πόλη. Η κοινωνική λειτουργός η Σόνια έχει ένα κορίτσι που το ανατρέφει μόνη, η
βοηθός η Κατερίνα, η χήρα του δολοφονημένου εν ώρα υπηρεσίας αστυνομικού, έναν
χρυσαυγίτη γιο και η μετανάστρια η Γιασμίν το μικρό της αγοράκι που το
μεγαλώνει στον απομακρυσμένο καταυλισμό μέσα στο φόβο. Γύρω από αυτές τις πέντε
γυναίκες, μέσα από τις διασταυρώσεις των διαδρομών τους, τις χαρές και τις
λύπες τους, τους μικρόκοσμους που καθημερινά κτίζουν με πείσμα και τους
γκρεμίζουν η απογοήτευση και η ανασφάλεια, θα πλεχθεί ο μύθος αυτής της
παράξενης, αναγκαστικής και συνάμα τρυφερής συμβίωσης.
Στο δεύτερο μέρος της αφήγησης οι
ηρωίδες θα αποδράσουν κρυφά και
προσχεδιασμένα από το διαμέρισμα για να ενώσουν τις φωνές τους μ’ εκείνες των
εξεγερμένων. Θα βγουν στο δρόμο με ζωική ορμή και εφηβικό κέφι για να ξαναβρούν
το χαμένο σχήμα της πόλης των νεανικών τους χρόνων και να ζήσουν μια στιγμή
ελευθερίας. Όπως τότε τις μέρες του Πολυτεχνείου. Δύο σπαρακτικοί κλόουν,
ντυμένοι αλλόκοτα, με παλτά και καμπαρντίνες, μαδημένες γούνες και ψάθινα
καπέλα, μαύρα γυαλιά και ομπρέλες, που περιπλανώνται μέσα σε καρναβαλικό οίστρο
στην εξεγερμένη πόλη. Τα επεισόδια που θα ακολουθήσουν τις διαδηλώσεις στη
μεγάλη πλατεία θα τις βρουν τρομαγμένες και αβοήθητες. Δυο παράταιρα
ανυπεράσπιστα πλάσματα μέσα στα δακρυγόνα, τη στάχτη και τον κουρνιαχτό.
Αθύρματα της μοίρας σε μια πόλη παραδομένη στις φλόγες και στην παραφορά των
συγκρούσεων ανάμεσα στην αστυνομία και το οργισμένο πλήθος. Την επομένη
οριστικά χαμένες και αβοήθητες θα παραδοθούν στην οδύνη του δρόμου, στα
κυκλώματα της επαιτείας των επιτήδειων και στην άλλοτε ιδιοτελή και άλλοτε
ανιδιοτελή καλοσύνη των άστεγων συντρόφων. Η εξαφάνισή τους και οι πολιτικές
εξελίξεις θα δώσουν τέλος σε μια εποχή μετεωρισμών. Θα αλλάξουν την ισορροπία
των πραγμάτων και θα δώσουν νέα ώθηση στο μύθο. Όλα τα πρόσωπα της ιστορίας
βγαίνοντας διστακτικά με τον έναν ή τον άλλο τρόπο από την ακινησία της λύπης,
την αμήχανη αδράνεια της απογοήτευσης και την καθηλωτική μελαγχολία της παραίτησης,
θα επιχειρήσουν ένα νέο ξεκίνημα. Θα αναζητήσουν χωρίς αυταπάτες νέα ερείσματα
μετατρέποντας την τυφλή οργή σε θέληση για ζωή και δράση. Το ίδιο θα πράξουν
και οι δυο γυναίκες στο τρίτο και τελευταίο μέρος του βιβλίου, όταν επιστρέψουν
μετά από καιρό στο σπίτι. Συμφιλιωμένες επιτέλους με το επώδυνο παρελθόν, τον
εαυτό τους, τα γηρατειά και την συγκατοίκηση, θα βρουν το κουράγιο να ανοίξουν
έναν δύσκολο διάλογο με την γενιά των παιδιών τους που παίρνει τη σκυτάλη αυτή
τη δυσοίωνη στιγμή. Να αγαπήσουν ξανά και να αγαπηθούν. Να νιώσουν αλληλεγγύη
και να δώσουν στοργή.
Κι ας στοιχειώνει τα όνειρά τους
κάποιες νύχτες η εικόνα μιας άλλης μυθικής Ευρώπης, όχι αιδήμονος και
στοργικής, αλλά ανηλεούς, που μοιάζει όλο και περισσότερο με έναν θηλυκό
γερασμένο εξολοθρευτή Μινώταυρο, παγιδευμένο στους σκοτεινούς λαβυρίνθους της
ιστορίας.
Η Μαρία Μοίρα είναι αρχιτέκτονας
και διδάσκει στο ΤΕΙ της Αθήνας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου