9/8/15

Περνώντας μέσα από την ανελευθερία

ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΙΤΣΕΛΙΚΗ

ΟΛΓΑ ΠΡΟΦΙΛΗ, Αγαπημένο μου Μπουένος Άιρες, εκδόσεις Καλειδοσκόπιο, σελ. 376

Η βία, η φτώχεια και η πολιτική καταπίεση αποτελούν συχνά κρίσιμες καταστάσεις ώστε να εξωθούν τους ανθρώπους να φύγουν από τον τόπο τους και να αναζητούν καλύτερη ζωή ή πολιτικό καταφύγιο. Η Αργεντινή και η Ελλάδα είναι δύο χώρες που βίωσαν μπόλικες τέτοιες εμπειρίες. Εάν προσθέσει κανείς και την λέξη «δικτατορία» ή «οικονομική κρίση» και μάλιστα σε χρονικό βάθος μισού αιώνα τότε μπορεί εύκολα να βρει συνδέσεις και κοινά νήματα. Το βιβλίο της Όλγας Προφίλη είναι ένα μυθιστόρημα που πατάει  στους παράλληλους βίους των δύο χωρών, αλλά δεν μένει εκεί ούτε δίνει έμφαση μόνο εκεί. Ο αναγνώστης θα το διαβάσει φέρνοντας σε πρώτο πλάνο υλικά της πλοκής ανάλογα με τις δικές του ευαισθησίες, χωρίς τα υπόλοιπα στοιχεία να πέσουν στην αφάνεια, αντίθετα θα του τονώσουν το ενδιαφέρον και αυτό είναι ένα από τα μεγάλα προσόντα του βιβλίου.
Η πλοκή, στα δικά μου μάτια, ξεδιπλώνεται σε δύο επίπεδα. Τις προσωπικές διαδρομές, ατόμων και οικογενειών που κινούνται διεθνικά στο τετράγωνο Ελλάδα-Αργεντινή-Γαλλία-Ιταλία, από το τέλος του ελληνικού εμφυλίου (Ο Στάθης φεύγει από την Αθήνα το 1948) μέχρι πολύ πρόσφατα στην κρίση της Αργεντινής (η βασική ηρωίδα Νίνα επιστρέφει) το 2003). Ήδη σε αυτό το επίπεδο οι ήρωες έχουν να αντιμετωπίσουν το πρωτογενές ερώτημα της σύστασης της ίδιας τους της ταυτότητας, που καθορίζεται από τη μητρική τους γλώσσα μέσα σε ένα αλλόγλωσσο περιβάλλον. Το όνομα επίσης αποτελεί ένα από τα συστατικά στοιχεία της ταυτότητας. Ο Στάθης, λοιπόν, έλληνας μετανάστης στην Αργεντινή αμέσως με την πρώτη του επαφή με τις κρατικές αρχές αντιμετώπισε το πρόβλημα. Το όνομά του προσαρμόστηκε μεν στις ισπανικές φωνολογικές ιδιαιτερότητες, αλλά απομακρύνθηκε από την αυθεντική του μορφή. Από Στάθης έγινε Euestatios και το επώνυμό του από Ραυτόπουλος μετατράπηκε σε Raftopóilos.
Τελικά ο ίδιος επέβαλε επέλεξε το Akis προτιμώντας την ελληνοπρεπή αποξένωση, σε σχέση με το αυθεντικό του όνομα, από την ακατάληπτη διαστρέβλωση, αφού περιείχε δυσκολοπρόφερτους για τα ισπανικά φθόγγους,  που τον ταλαιπώρησε χρόνια. Η ένταξη μέσα από την αφομοίωση των ταυτοτικών χαρακτηριστικών κατά την κοινωνική ενσωμάτωση του μετανάστη θίγεται στο βιβλίο, έστω και περιστασιακά. Η χρήση των γλωσσών επίσης αναδεικνύεται καθώς μικτές οικογένειες κινούνται σε ένα πολύγλωσσο περιβάλλον, πίσω ή μπροστά από την πανταχού παρούσα μουσική. Ποια γλώσσα θα χρησιμοποιηθεί, για ποιο σκοπό και πότε; Η συγγραφέας, γλωσσολόγος η ίδια, έχοντας βιώσει όλες αυτές τις καταστάσεις στην προσωπική της ζωή παίζει εύστοχα με το θέμα υπογραμμίζοντας τις μεταβολές στις επιλογές της γλώσσας ως στοιχείο της ανθρώπινης ιδιοσυγκρασίας. Στο κάτω-κάτω δεν έχουμε το δικαίωμα να χρησιμοποιούμε όποια γλώσσες θέλουμε, αλλά και την ανάγκη να συνεννοούμαστε στην γλώσσα που μιλάνε οι γύρω μας;

Ένα άλλο, πιο σημαντικό αυτό, νήμα του βιβλίου είναι το πολιτικό, που ενεργεί ως καταλύτης για τις αποφάσεις που θα λάβουν οι ήρωες, για τις μετακινήσεις τους, για την ζωή, τον έρωτα και τον θάνατο. Το βιβλίο αναφέρεται σε ιστορικά γεγονότα και καταστάσεις. Την ακραία αυθαιρεσία, την βία και την καταστολή που μπορεί να ασκήσει η κρατική εξουσία. Εκεί που τα δικαιώματα του ανθρώπου, όπως μπορούν να θεωρηθούν ως κτήμα του καθένα σε μια ιδεατή κανονικότητα της νεοτερικότητας, υποχωρούν μπροστά στην βαρβαρότητα και τον αναπάντεχο ζόφο. Το φάσμα της βίαιης παρέμβασης της κρατικής εξουσίας περιλαμβάνει την ελληνική χούντα (1967-1974) που ωθεί στην μετανάστευση για πολιτικούς λόγους την οικογένεια Νεστίνι από την Αθήνα, την καταστολή από την αστυνομία της φοιτητικής εξέγερσης στο Παρίσι το 1980, και το απρόκλητο ξυλοκόπημα της Νίνας, την αιματηρή χούντα του στρατηγού Videla στην Αργεντινή (1976-1983), την φυγή από αυτήν ενός νεαρού Αργεντίνου, ως πολιτικού πρόσφυγα στο Παρίσι, και την εξαφάνιση ενός φοιτητή στο Μπουένος Άιρες. Στο βάθος της πλοκής επανέρχονται οι μνήμες του ισπανικού (1936) και του ελληνικού εμφυλίου (1946-1949), αποφασιστικής σημασίας γεγονότα για την μοίρα των οικογενειών που έφυγαν από τις πατρίδες τους και διασταύρωσαν τις ζωές τους οι απόγονοί τους.
Μετανάστευση και προσφυγιά, αποτελούν όψεις ενός εξαναγκασμού, μιας φυγής προς αναζήτηση καλύτερης αλλά και ασφαλούς ζωής. Η δημοκρατία και τα δικαιώματα των πολιτών αποτελούν, λοιπόν, κομβικό ζήτημα στο βιβλίο στο βαθμό που η βία της πολιτικής καταστολής και η οικονομική ανέχεια συμπλέκονται και εν τέλει οριοθετούν την ζωή και τον θάνατο. Οι διαδρομές των ηρώων εξελίσσονται στην ηχώ επάλληλων πολιτικών και οικονομικών εξαναγκασμών. Η Αργεντινή ως χώρα υποδοχής μεταναστών αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (και Ελλήνων μεταξύ άλλων), με τις χιλιάδες πολιτικούς πρόσφυγες κατά τη διάρκεια της χούντας, αλλά και μετά με τους δικούς της μετανάστες του χρέους και της οικονομικής κρίσης, αποτελεί το καλύτερο παράδειγμα για τον συσχετισμό αυτό. Η  Όλγα Προφίλη μπλέκει στον λογοτεχνικό της καμβά το φως του έρωτα και τα αποτρόπαια σκοτεινά χρώματα της βίας, όχι μόνο της περιστασιακής και τυχαίας καταστολής, αλλά και της δομικής μεθοδικής μαύρης βίας, δολοφονιών και βασανιστηρίων, που συνδέουν τους ήρωες του βιβλίου, στο αμφίπλευρο ταξίδι τους μεταξύ Ελλάδας και Αργεντινής. Η πορεία του Αργεντίνου πολιτικού πρόσφυγα, που ξέφυγε από την χούντα των στρατηγών και τον βρώμικο πόλεμο (‘guerra sucia’) στην ασφάλεια του Παρισιού, αλλά και του τραγικού και αόρατου αγνοούμενου, του οποίου το φάντασμα θα στοιχειώνει για πάντα τη ζωή των δικών του. Ο γιος του Στάθη αντιπροσωπεύει τους χιλιάδες desaparecidos (αγνοούμενοι που χάθηκαν στα χέρια των βασανιστών τους ή που ρίχτηκαν από τα αεροπλάνα στα ανοιχτά του ποταμού Ρίο δε λα Πλάτα), ενσαρκώνει την απώλεια της κανονικότητας, υπενθυμίζει ότι ο κίνδυνος παραμονεύει κάθε φορά που το φασιστικό θηρίο θα νιώσει ότι μπορεί να διαπράξει την κτηνωδία. Η μαζική παραβίαση των δικαιωμάτων και ο θάνατος χάραξαν ένα τραύμα βαθιά στο σώμα της αργεντίνικης, αλλά και της ελληνικής, κοινωνίας. Πως θεραπεύεται όμως ένα τέτοιο τραύμα όπως έχει χαραχτεί βαθιά σε προσωπικό και συλλογικό επίπεδο; Με την αποσιώπηση; Με την μνήμη; Με την απόδοση δικαιοσύνης; Με την συγχώρεση; Με την αναίρεση των παραγόντων (οικονομικών και πολιτικών) που οδηγούν στην βία και την ανελευθερία; Η απάντηση δεν είναι εύκολη ούτε μπορεί να είναι οριστική. Ο ανήμπορος Στάθης, πατέρας του αγνοούμενου μονολογεί:
«Δεν τίμησα τον γιό μου όπως έπρεπε. Άφησα τ’ αδέρφια του να πηγαίνουν τις Πέμπτες στην πλατεία του Μάη με τις Μητέρες. Παρακολουθούσα από μακριά της κινήσεις τους, άκουγα της συζητήσεις τους, χωρίς να ανακατεύομαι. Τακτική στρουθοκαμήλου. Λες και δεν ήξερα τι είχε συμβεί στο παιδί μου.»
Και σήμερα, ακόμη, οι συγκλονιστικές μητέρες και αδερφές των desaparecidos, στην βδομαδιάτικη κυκλική τελετουργία τους στην πλατεία του Μάη, προσπαθούν να λύσουν τα μάγια, ενώ ακόμα εκκρεμούν υποθέσεις σε βάρος όσων διέπραξαν τα εγκλήματα. Από την άλλη πλευρά, η οικονομική ανέχεια, ο αποκλεισμός των φτωχών, η μετανάστευση και το βίαιο χρέος, ψαλιδίζουν τις προοπτικές μιας ολόκληρης κοινωνίας. Η κατάσταση αυτή περιγράφεται στο βιβλίο σε σχέση με την Αργεντινή μετά την χούντα, αλλά οι παραλληλισμοί γίνονται αβίαστα και για τα τωρινά δικά μας:
«Η φτώχεια μάστιζε τον μισό σχεδόν πληθυσμό της χώρας, που πάλευε να επιβιώσει ζώντας καθημερινά στο πετσί του τις στερήσεις, εξουθενωμένος από τις αλήθειες που έβγαιναν στην επιφάνεια. Η κατά την απερχόμενη χούντα ‘αξιοπρεπής μετάβαση στην δημοκρατία’ είχε βρει τη χώρα με το εξωτερικό χρέος στα ύψη. Οι πιέσεις που συναντούσε ο Αλφονσίν [σημ.: πρώτος πρόεδρος της Αργεντινής μετά την χούντα] ήταν τρομακτικές, καθώς οι δανειστές απαιτούσαν να πληρωθούν, ενώ τα μισά από τα υπέρογκα ποσά των δανείων είχαν φυγαδευτεί σε ανώνυμους λογαριασμούς στο εξωτερικό.»
Οι ήρωες προσπαθούν να ξεπεράσουν τις κακοτοπιές της ζωής, τις ‘ατυχείς συναντήσεις’ (desencuentros) που πολύ συχνά επιβάλλονται από την βίαιη αυθαιρεσία της εξουσίας, κάποιοι θα τα καταφέρουν, κάποιοι όχι. Το μυθιστόρημα της Όλγας Προφίλη κλείνει, με ένα τάγκο, βέβαια και μια αύρα αβέβαιης αισιοδοξίας. Κάτι σαν ευχή, ‘ποτέ ξανά’ (‘nunca mas’) στη βία των τυράννων, την ανέχεια και τον άγριο θάνατο.

Ο Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης διδάσκει δικαιώματα του ανθρώπου στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου


Ραλλού Παναγιώτου, Rubber Lineage II, 2014, μαύρο μάρμαρο, ατσάλι, σπρέι 
και καουτσούκ, 80 x 70 x 38 εκ., παραχώρηση της καλλιτέχνιδος και της γκαλερί Ibid

Δεν υπάρχουν σχόλια: