Οι «φίλοι του λαού», η
διαχείριση, η αριστερά
ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ
Προσφεύγω για μία ακόμη φορά στον στίχο «το μεταχθές με το
προαύριο δύσκολα συνδέεται», του Νικολάου Κάλας, του κατά τη γνώμη μου κορυφαίου
ελληνόφωνου διανοούμενου του 20ού αιώνα, ο οποίος μάλιστα δεν επαναπαύθηκε στο
γεγονός ότι στα χρόνια του ’30 ήταν ο μόνος που δεξιώθηκε τον μοντερνισμό
αρθρωμένον εν ταυτώ με την αριστερά, αλλά και αργότερα (αφού στα χρόνια του Β΄
Παγκοσμίου πολέμου προσέφυγε στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, όπου αναδείχθηκε
σε έναν από τους κορυφαίους τεχνοκριτικούς) διέγνωσε και ανέλυσε τα αδιέξοδα
και την καθεστωτική παρακμή του μοντερνισμού, αλλά διείδε και τα όρια του
κύκλου της μεταμοντέρνας αφήγησης, όταν αυτή ήταν στην ακμή της. Εν ολίγοις,
μέσα από το πεδίο της τέχνης κι εκείνο των ιδεών, μίλησε για την ευρύτερη ιστορική
στιγμή και, ως ακραιφνής αριστερός, για τη μεταβατικότητά της.
Μεταχθές είναι ο
εθνικολαϊκισμός, που
συνοψίζει το νέο κόμμα της αριστεράς, «Λαϊκή Ενότητα». Είναι δε καιρός να
αναρωτηθούν, πολλοί, για το ιδεολογικό στίγμα που απογράφουν όλα τα «αθώα»
λόγια του λόγου του. Είναι ακριβώς όσα συνοψίζει ο περιβόητος, επίσης «αθώος»,
ταυτοτικός στίχος του τραγουδιού τού Σαββόπουλου: «Η Ελλάδα που αντιστέκεται, η
Ελλάδα που επιμένει» ─ η λυρική γοητεία που αποπέμπει, δεν εκφράζει παρά
ιδεοληψία, συντηρητισμό και εθνικισμό. Είναι επίσης καιρός να αναρωτηθούμε,
όλοι μας, για την ποιότητα και την πολιτική χρησιμότητα ορισμένων από τις εγχώριες
σπουδές Πολιτικής επιστήμης, που, εμπεδώνοντας το μεταχθές, ήτοι «μετακενώνοντας»
έτοιμα και έωλα ακαδημαϊκά στερεότυπα εκ της Αλβιώνος, έφθασαν τα τελευταία
χρόνια να ομιλούν περί λαϊκισμού γενικώς και αορίστως (ακόμα και, πονηρώς, περί
«δημοκρατικού λαϊκισμού»), αποκρύπτοντας το γεγονός ότι, ο διαρκέστερος των
ευρωπαϊκών λαϊκισμών, υφίσταται μόνο ως εθνικολαϊκισμός.
Η ιδεολογία της
ελληνικότητας είναι
συνυφασμένη με τον κυριαρχικό εθνικολαϊκισμό, από τη στιγμή της ίδρυσης του
νεοελληνικού κράτους μέχρι σήμερα, ως ιδεολογία της δυσανεξίας των πονηρών
Βαλκάνιων που εισπράττουν (με τη μίζερη ευρεσιτεχνία του αειθαλούς
Μακρυγιαννισμού) μια κορυφαία ευρωπαϊκή φαντασίωση, τη νεκρανάσταση της
ελληνικής αρχαιότητας, αλλά και διαχειρίζονται τη διαρκή νίκη τους επί των ιδεών
του διαφωτισμού. Καμμιά άλλη ευρωπαϊκή κοινωνία (ούτε καν, π.χ., η ιταλική...)
δεν δημιούργησε το έθνος-κράτος της ως προβολή μιας τρισχιλιετούς ιστορικής
συνέχειας. Όλες οι ευρωπαϊκές κοινωνίες ταύτισαν το έθνος-κράτος τους με τα
προτάγματα της νεωτερικότητας.
Το μεταχθές είναι
παντού. Ήδη όμως η
νεωτερικότητα μας έχει αφήσει χρόνους. Στον αχανή και πολύσημο χώρο τού «μετά»,
όπως άλλωστε συμβαίνει σε κάθε μεταβατική ιστορική στιγμή, σήμερα συνωθούνται
οι γνωστές στάσεις: αυτή του «χαρούμενου», σπεύδοντος, ανέξοδου νεωτερισμού (μεταπολιτικά
«αριστερού» ή αντιπολιτικά δεξιού), εκείνη του νοσταλγικού και εξιδανικευτικού ρομαντισμού
(συναρθρώνοντας το πάλαι ποτέ συμπαγές έθνος-κράτος με τον σταλινικό «κεντρικό
σχεδιασμό» της οικονομίας, βεβαίως και της κοινωνίας...), η άλλη του
διαχειριστικού αυτοσχεδιασμού, που εμπεδώνει τη μοιρολατρία (η πιο σκληρή
καθεστωτική ιδεολογική συνθήκη).
Το προαύριο είναι το
μόνο ζητούμενο. Ποιο
είναι το πεδίο όπου εκφράζεται η ενδεχομενικότητα, δηλαδή πολιτικές, ιδεολογικές,
αισθητικές δυνατότητες για μια αριστερά που θα υπερβεί τον ορίζοντα της
ιστορικής κομμουνιστικής αριστεράς αλλά και αυτόν της ιστορικής
σοσιαλδημοκρατίας, οριζόμενη ως αριστερά στο τοπίο μετά τη νεωτερικότητα; Κατά
τη γνώμη μου, πολιτικά είναι ο χώρος του ΣΥΡΙΖΑ, όπως κοινωνικά είναι ο χώρος
των σύγχρονων κοινωνικών κινημάτων, συλλογικοτήτων και συνειδήσεων, όπως
πολιτισμικά είναι οι εκφάνσεις της τέχνης που υπερβαίνουν τον ορίζοντα του (νεωτερικού)
«πολιτισμού». Το ζητούμενο δεν είναι να «ξαναφτιάξουμε» ή να «εκσυγχρονίσουμε»
την αριστερά, αλλά να οριστούμε ως αριστεροί στο νέο τοπίο, συνθέτοντας, διά
της προσωπικής μας στάσης, την ιδρυτική στιγμή μιας αριστεράς της νέας
συνθήκης, νοηματοδοτώντας εκ νέου την έννοια της λαϊκότητας. Μιας
λαϊκότητας που θα αναφέρεται στις βασικές ανάγκες της κοινωνίας, όπως οι καιροί
το απαιτούν, και όχι σε στερεότυπα, συμβολισμούς και αδράνειες που αντιστοιχούν
σε άλλες εποχές. Μιας λαϊκότητας με φορέα της το υπαρκτό και πολύμορφο δίκτυο
σχέσεων και κινήσεων, που θα της δίνει υπόσταση, που θα διευρύνει συνεχώς το
πεδίο της πολιτικής.
Από την αντίσταση στη
χειραφέτηση. Ο
ιστορικός ορίζοντας του προαύριο υπερβαίνει τη φαντασίωση ενός αριστερού εθνολαϊκού
παραδείσου, την πρόταξη μιας παλαιϊκής αριστερής κοινωνικής ευαισθησίας, την
κοινοτιστική αναχώρηση και αυτοεπιβεβαίωση της αυτονομίας, δηλαδή όλες τις
αριστερές (γιατί υπάρχουν βέβαια και οι δεξιές) εκφάνσεις τού μεταχθές. Ως
θεωρητική στιγμή, το προαύριο ορίζεται εντεύθεν της Φουκωικής τομής στη
θεωρητική σκέψη, περιλαμβάνει και συνοψίζει όσα εν τω μεταξύ έχουν υπάρξει ως πολυφωνικές
εκφάνσεις ενός χειραφετητικού προτάγματος το οποίο προϋποθέτει το τέλος της
νεωτερικότητας, και επιπλέον προϋποθέτει τη χειραφέτηση ακόμα και από την
«ελπίδα», δηλαδή από τη νεωτερική αντίληψη της αέναης και απρόσκοπτης
«προόδου».
Η κόλαση είναι εδώ, είναι παντού, διαρκεί πολύ. Η
χειραφέτηση είναι εκεί, δεν έχει τόπο, προκύπτει μόνο από στιγμές, δεν είναι
τίποτα περισσότερο από ένα ενδεχόμενο. Δεν είναι δα η πρώτη φορά στην ιστορία
που το αδιέξοδο είναι τρομακτικό, η δε υπέρβασή του άδηλη.
—Και πότε λέγεις επέλθει, απάντων έτοιμη, η συμβατή των πραγμάτων συνθήκη;
—Ich habe
nichts zu sagen. Nur zu
zeigen.
—Τουτέστιν;
—Μόνο πράξεως χειρ ετοιμάσει αυτήν,
αφεύκτως φειδωλήν· αλλά ημέρες παρελεύσονται, ημέρες δίχως ιδίωμα άλλο
πλην, θαλάσσης ομοιάζουσες αφρόν, όπως συνείδηση ένοχη και απελπισμένη,
παγερόν· ημέρες ώσπερ από αναγνωσμάτων Υπατίας μέχρι Αβερρόην καιρόν.
Γιώργος Βαβυλουσάκης, Αριστοτέλης,
τύπωμα λέιζερ σε χαρτί, 2014 |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου