Η χειραφέτηση του
ορθού λόγου: να μοιράσουμε δίκαια τη φτώχεια μας, να ζήσουμε τα όνειρά μας
Man Ray, Μαύρη και λευκή, 1926, αργυροτυπία,
μεταγενέστερη εκτύπωση, 17 x 25 εκ., Ιδιωτική
συλλογή
|
ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ
Όπως
κάθε στιγμή χειραφέτησης, έτσι και η στιγμή του δημοψηφίσματος τώρα έχει να
αντιμετωπίσει ένα μείζον δίλλημα: θα εκτραπεί και θα αναλωθεί στον βαλκάνιο
ανορθολογισμό και στην ιδεολογία της εθνικής μειονεξίας, ή θα επαναστρέψει στον
εαυτό της, βαθαίνοντας την τομή που άνοιξε την 5η Ιουλίου, κάνοντας
τώρα, υπό απίστευτα δύσκολα συνθήκες, βιώσιμη τη ζωή και την κοινωνία, με τα
εργαλεία του ορθού λόγου;
Παρά
τη φτώχεια που προδιαγράφεται; Ναι, παρά τη φτώχεια, δηλαδή αντιμετωπίζοντας
την επαπειλούμενη μιζέρια διά της ανάδυσης μιας νέας, χειραφετημένης
λαϊκότητας.
Όταν
η νεοελληνική κοινωνία, μετά το 1922, χειραφετήθηκε από τη Μεγάλη Ιδέα,
κατάφερε πολύ γρήγορα να αντιμετωπίσει τις τρομακτικές συνέπειες του
μικρασιατικού πολέμου, και άρχισε να αναπτύσσεται ραγδαία, μέχρι και το 1940.
Παρά τη φτώχεια, την ανεργία, τα παραπήγματα, τη φυματίωση, την απελπισία, την
παροιμιώδη πολιτική αστάθεια, παρά και το «πιστωτικό γεγονός» (χρεοκοπία) του
1932. Γιατί εκείνη η στιγμή της χειραφέτησης, όπου η νεοελληνική κοινωνία
προσδιορίστηκε πλέον κοινωνικά και όχι πια εθνικιστικά/φαντασιακά, έδωσε μια
τεράστια ώθηση, που άλλαξε τους ανθρώπους, τον τρόπο που
βίωναν και ζούσαν τη ζωή τους. Αυτός άλλωστε ήταν και ο βασικότερος λόγος που
εκείνη η κοινωνία αντιμετώπισε με εκπληκτική γενναιότητα τον ελληνοϊταλικό
πόλεμο, αφού υπερασπιζόταν τη χώρα και τη ζωή που η ίδια είχε φτιάξει, με
κόπους, με βάσανα και με αγώνες, ακόμα και παρά τις εκτροπές και τις
δικτατορίες (βλ. Γ. Μαργαρίτης, Προαναγγελία
θυελλωδών ανέμων..., εκδόσεις Βιβλιόραμα).
Σήμερα,
το δίλλημα «ευρώ ή δραχμή;» δεν είναι πλέον ταμπού. Και η απάντηση δεν είναι,
και δεν θα είναι ποτέ πια δεδομένη, αλλά πάντα επισφαλής, αφού η όλη πορεία της
Ευρώπης είναι πια επισφαλής.
Το
δίλλημα είναι μεταξύ της ιδεολογίας της δραχμής και του ορθού λόγου. Με
οποιοδήποτε νόμισμα. Άλλωστε, αυτό το δίλλημα κατατρέχει τη νεοελληνική
κοινωνία επί δύο αιώνες, με τον ορθό λόγο να είναι το διαρκές και πάντα
ανέφικτο ζητούμενο για τη νεοελληνική κοινωνία και ιδεολογία.
Αυτό
ήταν, ανέκαθεν, και το δίλλημα της αριστεράς. Αν θα εκφράσει με συντεχνιακή
(και άρα ψευδεπίγραφα πολιτική) λογική τα κοινωνικά αιτήματα, ή διά του ορθού
λόγου θα εντάξει πολιτικά αυτά τα αιτήματα στην προοπτική συνολικά της
κοινωνίας και του μετασχηματισμού της.
Ιδεολογικά,
αυτό σημαίνει τη χειραφέτηση της αριστεράς από τον μακρυγιαννισμό, δηλαδή από
την κυρίαρχη κοινωνική αντίληψη της σχετικοποίησης
ακόμα και των στοιχειωδέστερων κανόνων, που διέπουν τον δημόσιο βίο, την
κοινωνική και προσωπική ζωή, την παραγωγική διαδικασία∙ κανόνες που, ως είναι
φυσικό, δεν τηρούνται ούτε στην αριστερά, ούτε τηρήθηκαν και στην κυβερνητική
διαχείριση κατά το προηγούμενο εξάμηνο. Ο μακρυγιαννισμός είναι η αντίληψη της
εύνοιας και της αντιπαροχής. Η σχέση μιας φεουδαλικής εξουσίας και των προ-νεωτερικών
υπηκόων της.
Η
ψήφος στις βουλευτικές εκλογές ήταν εν πολλοίς διαμεσολαβημένη από αυτή τη
λογική. Στο μεγαλύτερο μέρος της, ήταν μια ανώδυνη, εν τέλει μη πολιτική ψήφος.
Αντίθετα, στο δημοψήφισμα ήταν μια ψήφος χειραφέτησης, γιατί δόθηκε με συνείδηση
ότι αυτή η επιλογή είχε μεγάλο ρίσκο. Και η κοινωνία το πήρε αυτό το ρίσκο,
θέτοντας, με το 62%, το συνολικό ευρωπαϊκό πολιτικό πρόβλημα, που είναι η
απουσία του λόγου των λαών, ως πολιτικών υποκειμένων, επί της προοπτικής της
Ευρώπης.
Αυτή
η χειραφέτηση είναι πλέον γεγονός, δεν σβήνεται εύκολα από τη συλλογική
συνείδηση. Η προοπτική της, βέβαια, υπόκειται στην πολιτική αλλά και θεωρητική
διακύβευση. Με δεδομένο το κοινωνικό ιδεολογικό υπόστρωμα, καθώς και τις
αντίστοιχα στρεβλές κοινωνικές σχέσεις και δομές, είναι πολύ πιθανό η δυναμική
που απελευθερώνει αυτή η χειραφέτηση να οδηγηθεί στην αυτοακύρωσή της, να
τροφοδοτήσει «ανένδοτες» συντεχνιακές στάσεις, που προσχηματικά θα στεγάζονται
σε κομματικά μορφώματα.
«Δεν
λέω ψέματα, αν μπορώ να αποφύγω την αλήθεια». Αυτό είναι μέχρι τούδε το
νεοελληνικό «κοινωνικό συμβόλαιο» και αδιέξοδο.
Είναι
ευθύνη της αριστεράς να πολιτικοποιήσει τη χειραφέτηση, να της δώσει προοπτική.
Αλλά αυτό προϋποθέτει την ταυτόχρονη ιδεολογική χειραφέτηση της ίδιας της
αριστεράς, διά της εγκόλπωσης και της ανάδειξης του ορθού λόγου.
Ένα
γνωστό τραγούδι του Στράτου Διονυσίου λέει: Τελειώσαμε
και μείναμε μονάχοι,/ όλα κι αν τα
δώσαμε... Αυτή θα είναι η πρώτη εκδοχή, ο μακρυγιαννικός χειρισμός της
χειραφέτησης. Δεν τελειώσαμε, μα μείναμε
μονάχοι∙/ τίποτα δεν χάθηκε...
Αυτή θα είναι η δεύτερη εκδοχή, η αριστερή απάντηση. Μόνο που η ευθύνη της
«διασκευής» του τραγουδιού είναι δική μας...
Να
μοιράσουμε λοιπόν δίκαια τη φτώχεια μας, να ζήσουμε τα όνειρά μας. Μπορούμε
όμως να τα ζήσουμε; Ναι, αν μοιράσουμε δίκαια, ορθολογικά, τη φτώχεια μας∙ αν,
ιδεολογικά, πολιτισμικά, ψυχολογικά, δημιουργήσουμε μια νέα λαϊκότητα,
απαλλαγμένη απ’ όλα τα φολκλόρ, πολιτισμικά και πολιτικά∙ αν ψυχολογικά
υπερβούμε το βαλκάνιο προ-οιδιπόδειο σύμπλεγμα (Τζούλια Κρίστεβα). Αν η ορμή
τής χειραφέτησης επιφέρει μια μεγάλη τομή στη νεοελληνική κοινωνία, τομή που
δεν θα περιορίζεται στις γνωστές σε όλους παθολογίες, αλλά θα φθάνει μέχρι τη
μήτρα της αναπαραγωγής τους.
Ένα
μόνο παράδειγμα, από τον πιο σκληρό πυρήνα των κοινωνικών σχέσεων, που είναι η
οικογένεια. Η παροιμιώδης νεοελληνική οικογενειακή συνθήκη και αλληλεγγύη,
εκτός των άλλων, βασίζεται σε ισχυρές και αδιατάρακτες σχέσεις, που ακυρώνουν
μέχρι και τη στοιχειωδέστερη χειραφέτηση των νέων ανθρώπων, δηλαδή την
ενηλικίωσή τους. Η γιαγιά με την υψηλή, για τα σημερινά δεδομένα, σύνταξη, που
κάθε μήνα μοιράζει τη μισή στις εγγονές της, αναπαράγει μια φεουδαλική σχέση
υπαγωγής. Μια ορθολογική λύση λοιπόν είναι η σύνταξή της να μειωθεί κατά το
ήμισυ, και ολόκληρο το υπόλοιπο ποσό
να δοθεί ως επίδομα ανεργίας στις εγγονές της. Και, φυσικά, όλες μαζί, να
παλέψουν για κάτι καλύτερο.
Στο
εν λόγω παράδειγμα, η χειραφέτηση δεν σημαίνει τη διάλυση της οικογένειας,
αλλά, ακόμα και μέσα σε αυτά, τα προφανώς ασφυκτικά όρια που θέτει η
πραγματικότητα, τόσοι πολλοί άνθρωποι να πάψουν να εντάσσονται στην κοινωνική
συνθήκη και να ζουν ως ανάπηρες προσωπικότητες∙ να εγερθούν ως χειραφετημένοι,
φτωχοί πολίτες απέναντι στην πραγματικότητα. Κι έτσι, να δώσουν νέο νόημα στη
ζωή τους, αλλά και νέο περιεχόμενο στην κοινωνική σχέση οικογένεια∙ διασώζοντας
όλα τα μέλη της από τη φεουδαλική/κοινοτιστική καταπίεση και τη συνακόλουθη
κατάθλιψη.
...Η
ενδεχόμενη αναδοχή και κυριάρχηση του ορθού λόγου, δεν μπορεί πια να έχει απλώς
τον χαρακτήρα τού ετεροχρονισμένου «εξευρωπαϊσμού» μας. Θα είναι ταυτόχρονα και
μια στιγμή χειραφέτησης, από την εργαλειακή χρήση και την καθεστωτική παρακμή
τού ορθού λόγου∙ θα είναι συνάμα και η στιγμή της διερώτησης, η διαδικασία της
αποδόμησης και της υπέρβασής του. Έτσι η ζωή, έτσι η ιστορία. Αυτή και η
γοητεία τους. Αυτό άλλωστε γίνεται, εδώ και πολύ καιρό, στην τέχνη...
Ας
πάμε εκεί. Αντίκρα. Σ’ ένα διαμέρισμα γνήσια φτηνό. Κόλαση, θάνατος, παράδεισος. Θα είναι, κάπου. Χειραφέτηση, αλήθεια,
ομορφιά. Άραγε, είναι; Έρωτας, ελευθερία, εναίσθηση. Κι αν είναι, άραγε; Εν ταυτώ. Το μεγάλο ταξίδι. Ξόδι και ξόδεμα. Σε κάποιο άλλο πρόσωπο. Χάνεται η αυγή. Κάθε ξημέρωμα. Είναι ο άνεμος, η αλαλία,
η αμαρυγή. Εν εαυτώ. Άνεργο πρόσωπο. Σε μελαγχολική πυρκαγιά. Από ’δώ ως τα
μάτια σου. Οι νύχτες μικρές για να την
κρύψουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου