ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΤΣΑΝΤΙΛΗ
Νίκος Δραγούμης, Γυναίκα στον καθρέφτη, κάρβουνο, 28 x 36 εκ. |
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΛΕΟΝΤΖΑΚΟΣ, Τα σκυλιά του Ακταίωνα, εκδόσεις Νεφέλη,
σελ. 72
Η ποίηση του Δημήτρη
Λεοντζάκου μοιάζει με μουσική της φύσης που δημιουργεί αλλεπάλληλα συνειρμικές
εικόνες. Κάθε ήχος δίνει ένα ερέθισμα: π.χ. τα συμπλέγματα του τίτλου της
συλλογής, «σκ» και «κτ», δεν ακούγονται άραγε σαν κλαδί που σπάει; Ή όπως στο
ακόλουθο ποίημα όπου αναρωτήθηκα πού ομοιοκαταληκτεί η λέξη «νεφών»: Υψώνω
μέσα μου και χαιρετώ/ Τρεις λίμνες/ Που κοιμούνται εντός σου/ Την άβυσσο
στο μέτωπό σου/ Τη νύχτα/ Την ψίχα/ Την οργή των νεφών (σ. 64).
Το βιβλίο αντιμετωπίζει
την ποιητική εικόνα ως φυσικό φαινόμενο, φυσικό όπως και η ίδια η γλώσσα. Γι'
αυτό και τα ποιήματα στέκονται αυτούσια. Δηλαδή το υποκείμενο της γραφής
εξαφανίζεται μέσα στον ίδιο του τον λόγο και δεν δίνει την εντύπωση ότι
κυριαρχεί με την άποψή του μέσα στο κείμενο. Ενίοτε, οι εικόνες των ποιημάτων,
και ειδικότερα κάθε στίχου, είναι προσχηματικές, δηλαδή εναλλάσσονται χωρίς
εμφανή νοηματικό δεσμό αλλά μονάχα με το ακουστικό τους δέσιμο. Όταν τα
ποιήματα ελευθερώνονται από τον συγγραφέα τους αφήνουν μια αίσθηση φυσικότητας.
Καθώς ο ρυθμός και η μεταφορά είναι τα δύο εγγενή χαρακτηριστικά της ποιητικής
γλώσσας, από αυτά εξαρτάται ο φυσικός της ήχος.
Ο ελεύθερος στίχος του
θυμίζει ότι η ποίηση είναι πάντοτε έμμετρη, δίχως να χρειάζεται να
συλλαβίσουμε τη φόρμα μέσα στα παραδοσιακά μετρικά και στροφικά σχήματα. Οι
ομοιοκαταληξίες, για παράδειγμα, λειτουργούν ελεύθερα στην άκρη ή εσωτερικά του
στίχου, χωρίς να ακολουθούν τα καθιερωμένα στροφικά ζευγαρώματα, π.χ. ενός
σονέτου ή μιας μπαλάντας. Έτσι, δεν γίνονται κουραστικές και αποτυπώνουν τη
μέγιστη δυνατή μουσικότητα. Αν η μουσικότητα πρέπει να υπάγεται σε κάποιο
νεοφορμαλισμό, αυτό μοιάζει με ψυχαναγκασμό. Ο Λεοντζάκος όμως δίνει μετρική
αξία ακόμη και σε λεκτικά συμπλέγματα σε ανέλπιστα σημεία του στίχου, και σε
ανυποψίαστο χρόνο. Τέτοιο ήταν το παράδειγμα με τον τίτλο και τα συμπλέγματα «σκ»
και «κτ». Κυρίως χρησιμοποιεί ως εφέ μιαν αραιή παρήχηση συμφώνων και φωνηέντων
που υποβάλλει διακριτικά και τον ρυθμό ανάγνωσης και την ατμόσφαιρα της “σκηνής”. Διαβάζουμε: Αν αφαιρέσω αυτήν την γάτα/ Που θα περάσει
σε λίγο κοφτά από μπροστά μας/ Εκείνη την σκάλα/ Αυτόν τον καπνό που φυσάει στα
μαλλιά μας/ -καπνός ή γάτα;- (σ. 38).
Η παρήχηση του «κ», του
«λ» και του «α» δίνει την αίσθηση ενός μουσικού μέτρου. Το «κ» λέμε ότι συνήθως
δηλώνει ακινησία. Η “σκηνή” μοιάζει με σταθερό φωτογραφικό κάδρο στο οποίο
μπαινοβγαίνουν αντικείμενα. Θα μπορούσαμε να παραπέμψουμε στη μιμητική θεωρία για
την ονοματοθεσία, όπου οι ήχοι μιμούνται τη φύση. Ωστόσο το ακόλουθο ποίημα
παίζει με τους ήχους και υπενθυμίζει την αυθαιρεσία του γλωσσικού σημείου: Τι δίφθογγος/ Αυτή η λεύκα/ -τι λέαινα!-/ Τι
κόσμος οι λέξεις διπλός/ Λίγο ύπνο ποθώ/ Στον βυθό/ Την καρυδιά ενός τέλους
(σ. 49).
Μεγαλύτερη σημασία απ'
το νόημα έχει η ακουστική οργάνωση του ποιήματος. Όσο ρυθμικότερο (χωρίς να το
στενεύει κάποια φόρμα), τόσο φυσικότερα ακούγεται. Ακόμη και η μεταφορά, ο πιο
χαρακτηριστικός (και παρεξηγημένος) ποιητικός τρόπος, δεν χρησιμοποιείται για
να αποσαφηνίσει κάποιο νόημα, αλλά για να επισημάνει τα πολλαπλά ενδεχόμενα,
δηλαδή να δείξει τις πιθανές πολλαπλές εικόνες για μία έννοια.
Εδώ παρατηρούμε ότι η μεταφορά λειτουργεί όπως ακριβώς
περιέγραψε ο Φερντινάντ ντε Σοσίρ τις παραδειγματικές σχέσεις ή σχέσεις αντικατάστασης, που
αναπτύσσονται (σχηματικά) σε έναν κάθετο άξονα και συνδέονται με το ρητορικό
σχήμα της μεταφοράς (σε αντίθεση με τις συνταγματικές σχέσεις ή σχέσεις συνάφειας
που συνδέονται με τη μετωνυμία). Αυτό επιβεβαιώνεται και τυπογραφικά, στην
κάθετη δομή των ποιημάτων που τονίζει την δυνατότητα αντικατάστασης: Ας καθίσουμε λίγο εδώ/ Κι ας ακούσουμε/ Των
πουλιών τη δίνη/ Των επερχόμενων το ψιθύρισμα/ Την κρούστα των πάγων/ Του κάτω
κόσμου την κρήνη/ Τα σύννεφα/ Τα κρουστά μιας εποχής/ Που σίγουρα έρχεται (σ.
10).
Μετράμε έξι αντικείμενα
στο ρήμα “ακούσουμε”. Οι εικόνες έρχονται διαδοχικά και η μόνη σχέση που τις
συνδέει είναι η πιθανότητα ότι κάθε μία μπορεί να πάρει τη θέση της άλλης.
Ωστόσο συνδυάζονται ολιστικά, όπως συμβαίνει και στη φύση. Στο ποίημα η
μεταφορά βασίζεται στον ήχο κι όχι στο νόημα. Όταν η ποίηση επικεντρώνεται στο
νόημα, τότε μπορεί να παγιδευτεί στην ευφυολογία, την καταγγελία ή τον
διδακτισμό και να γίνει άποψη. Ωστόσο εδώ, δεν πρόκειται για μεταφορά μιας
έννοιας. Αντιθέτως παρομοιάζει έναν ήχο με μια εικόνα της φύσης. Η μεταφορά,
έτσι όπως αρθρώνεται κάθετα, τοποθετεί στην ίδια θέση τυχαία αντικείμενα που
όλα μαζί συγκροτούν τους ήχους της φύσης.
Στην ουσία η μεταφορά βασίζεται στην αυθαιρεσία του
γλωσσικού σημείου, στην τυχαιότητα. Στη φύση το τυχαίο ενίοτε παίζει και ρόλο
δημιουργού. Μπορεί να είναι γενεσιουργό. Έτσι και τα Σκυλιά του Ακταίωνα περιγράφουν
μια κοσμογονία χρησιμοποιώντας ήχους από το περιβάλλον των λέξεων αλλά και των
αντικειμένων γύρω μας. Κάθε εικόνα που δημιουργείται είναι ευάλωτη στην
αντικατάσταση, όμως αυτός είναι ο κανόνας του τυχαίου. Εντέλει αυτός ο
ποιητικός κόσμος φτιάχνει μέσα από τη συνείδηση μια φύση. Γι' αυτό και παντού
συναντάμε τις εικόνες και τους ήχους της. Ας θυμηθούμε τους αστροναύτες στον
πλανήτη Σολάρις του Ταρκόφσκι. Η συνείδησή τους δημιουργεί ολογράμματα σαν
αληθινά. Αυτό είναι ένα ποιητικό παράδειγμα κοσμογονίας. Χρειαζόμαστε λοιπόν
έναν τόπο, όπου πάνω του ή μέσα του, θα συμβεί ή απλώς θα καθρεφτιστεί η
δημιουργία. Εν προκειμένω η δημιουργία της εικόνας. Το βιβλίο ξεκινά με ένα
μότο από τον Pierre Klossowski που δείχνει
ακριβώς το πρόβλημα της δημιουργίας της εικόνας: “Υπάρχει άραγε πιο αλλόκοτο
όραμα από εκείνο που είδε ο Ακταίων πίσω από τις παραμερισμένες φυλλωσιές; Τόσο
βαθιά ονειρεύεται λοιπόν μέρα μεσημέρι (…); Μήπως ο ίδιος επινόησε της μορφές
αυτής της θεοφάνειας;”. Ο αναγνώστης έχει μπροστά στα μάτια του λοιπόν μια
περίπτωση θεοφάνειας, έναν τρόπο γέννησης της εικόνας και κατ' επέκταση
γέννησης ενός ποιήματος. Εξάλλου στον μύθο ο Ακταίωνας βλέπει, ηθελημένα ή
άθελά του, την Άρτεμη και τις ακόλουθές της στο λουτρό τους. Αυτό που
εννοιολογικά προσλαμβάνει ο Λεοντζάκος από τον μύθο είναι η απόσταση από το
μάτι του Ακταίωνα έως τη θέα των γυναικών. Όπου υπάρχει βλέμμα υπάρχει και
εικόνα.
Το βιβλίο αποτελεί μια ποιητική πρόταση που οι ρίζες της
είναι συμβολιστικές. Ως επιλογή φαίνεται ανοίκεια. Ωστόσο είναι ένα πρότυπο
βιβλίο για το πώς βγαίνει ο ποιητικός λόγος, έχοντας δηλαδή ως προϋπόθεση τη
φυσικότητα στην εκφορά του (μ' όλες απαραιτήτως τις μουσικές του). Πειραματίζεται με τα χαρακτηριστικά που
ενυπάρχουν στη γλώσσα, όπως είναι ο ρυθμός και η μεταφορά. Επιτυγχάνει το
ποιητικότερο δυνατό αποτέλεσμα, δηλαδή να αφεθεί ο αναγνώστης στη ροή του λόγου
κι όχι στην ερμηνεία του βιβλίου. Παραπάνω, αυτό που αναφέραμε ως πρόβλημα της
εικόνας, στην ουσία είναι το πρόβλημα της ερμηνείας. Δηλαδή να βρούμε
αναγκαστικά συνδέσμους μεταξύ εικόνας και νοήματος, ειδώλου και ιδέας. Η
ποιητική του βιβλίου τείνει στο ότι η κατανόηση της λογοτεχνίας προέρχεται από
τη γλώσσα κι όχι από τον φαινόμενο κόσμο. Γι'αυτό άλλωστε και τη μεταφορά
πρέπει να τη δούμε ως μια κίνηση προς την ίδια τη γλώσσα, κι όχι προς κάποια
ιδέα. Τα ποιήματα δεν παραπέμπουν σε κάτι εξωγλωσσικό. Πρόκειται για επιστροφή
στο είναι της ποιητικής γλώσσας. Είναι ευτυχές ότι το βιβλίο βγάζει τον
αναγνώστη απ' την ακαταμάχητη γοητεία της ερμηνείας, κι ίσως αυτό να είναι και
το κλειδί της ανάγνωσης: Αργή σαν παιδί
και σαν/ Κομήτης/ Σαν τα πουλιά πάμφτωχη/ Και σαν τα άνθη/ Φλέγεται/ Λάμπει/ Στη
νύχτα μέσα/ Η νύχτα είναι (σ. 11)
Η Ελένη Τσαντίλη είναι
φιλόλογος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου