ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ
Νίκος Δραγούμης, Πηγή Καλλιρρόη, Ιλισός, 1913, μολύβι και χρωματιστά μολύβια. 45,5 x 63 εκ. |
ΓΙΑΝΝΗΣ
ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗΣ, Το διπλό πρόσωπο του νου, εκδόσεις
Κριτική, σελ. 251
«Γεγονότα δεν υπάρχουν. Μονάχα αφήγηση. Ο
τρόπος που αφηγούμαστε το γεγονός, το δημιουργεί» (σελ. 240)
Ό,τι διαβάζουμε δεν είναι μοναδικό. Δεν έχει στέρεη μορφή, μεταλλάσσεται.
Αυτή είναι η λογοτεχνική κοσμοθεωρία του Γιάννη Παπαγιάννη και το σημείο κλειδί
που πρέπει να έχει υπόψη του ο αναγνώστης για να προσεγγίσει το νέο του μυθιστόρημα.
Ο συγγραφέας δεν υπάρχει, καίτοι συμμετέχει στο βιβλίο, ως αυθύπαρκτος και αυτόνομος
λογοτεχνικός ήρωας, όχι ως κεντρικό πρόσωπο κάποιων παιδικών αναμνήσεων, όχι ως
κάποιος ετερώνυμος που θα έγραφε ο Πεσόα, αλλά ως ο συγγραφέας Γιάννης Παπαγιάννης,
ισότιμο μέλος της κοινωνίας των ηρώων, ο βασικός ύποπτος για φόνο. Ήδη από την
πρώτη σελίδα έχει γίνει σαφές ότι «ο
συγγραφέας κάθε βιβλίου είναι στην πραγματικότητα ανύπαρκτος». Και τότε πώς
συμμετέχει στο βιβλίο; Ποιος το γράφει; Αυτό το λογοτεχνικό παράδοξο, των
αυτοαποκλειόμενων εαυτών, που θυμίζει πίνακα του Έσερ, ή, για όσους σαν τον
Παπαγιάννη έχουν μαθηματικό υπόβαθρο, την ακολουθία του Μπόλτζμαν, καλείται να
εξερευνήσει ο αναγνώστης σ’ ένα ερωτικό θρίλερ, όπου τίποτα δεν είναι όπως
φαίνεται ή, πιο σωστά, τίποτα δεν είναι όπως διαβάζεται. Διότι, ναι μεν
επιτυχημένη είναι η συνταγή που στο τέλος άλλον υποψιάζεσαι και άλλος είναι ο δολοφόνος,
αλλά εδώ δεν πρόκειται για αστυνομική λογοτεχνία, έστω κι αν υπάρχει ένας φόνος.
Μπορεί και δύο. Στο βιβλίο τού Παπαγιάννη δολοφόνος είναι το ίδιο το κείμενο και
οι λέξεις είναι οι φαρμακερές σαΐτες, που το κείμενο, αυθύπαρκτο πλέον, ως ανεξάρτητη
οντότητα, εκτοξεύει προς πάσα κατεύθυνση.
Η πλοκή του μυθιστορήματος είναι, στην αρχή, θολή. Το 2009 ο συγγραφέας
Γιάννης Παπαγιάννης γνωρίζει τον Βασίλη και τρεις κοπέλες, και τους ακολουθεί
σ’ ένα νησί. Το ίδιο βράδυ ο Παπαγιάννης κοιμάται με τη μία, την Αριάγνη, και
την επόμενη η Αριάγνη βρίσκεται βάναυσα δολοφονημένη. Ταυτόχρονα εξελίσσονται δύο
άλλες ιστορίες που, περιδινούμενες, εμπλέκονται συνεχώς μεταξύ τους, μία στο
παρελθόν, στο 1985, όπου παρακολουθούμε τον έφηβο Βασίλη, κάτοικο του νησιού,
να ερωτεύεται παθιασμένα και με μια ψυχωτική υπερβολή, με ένα αδικαιολόγητο
πείσμα, μια συντοπίτισσά του, την Ευγενία, και η άλλη ιστορία στον χειμώνα του
2011, όπου ο συγγραφέας ξαναπηγαίνει στο νησί και συναντάει τον Βασίλη, στο
σπίτι του, παντρεμένο αυτή τη φορά και ερωτευμένο με την Έρση. Τι σχέση έχει η
Ευγενία με την Έρση; Τι συνέβη τελικά με το φόνο της Αριάγνης; Ποιος είναι ο
Βασίλης και γιατί τον κυνηγάνε; Έχει μανία καταδίωξης; Ή συμβαίνει κάτι άλλο,
μήπως εξυφαίνεται ένα σχέδιο πιο ύπουλο και πιο τρομακτικό; Ποιος από όλους τελικά
είναι πραγματικός και ποιος αποκύημα φαντασίας;
Είναι πια γνωστό πως ένα μη γραμμικό κείμενο δεν αποτελεί καινοτομία.
Δεν είναι καν δύσκολο. Είναι όμως ευφυές να γράψεις ένα βιβλίο, όπου, συνδυάζοντας
αλλιώς τα κεφάλαιά του, να βγαίνει άλλο αποτέλεσμα. Σαν την εικόνα ενός παζλ, όπου
κάθε αλλαγή στη διάταξη των κομματιών εμφανίζει μια άλλη εικόνα, διαφορετική
από την προηγούμενη. Αυτό λοιπόν είναι το βιβλίο του Παπαγιάννη, ένα
πολυσήμαντο βιβλίο, ένα βιβλίο στο οποίο δεν ενυπάρχουν δύο ή τρεις διαφορετικές
λύσεις, αλλά δύο ή τρεις διαφορετικές ιστορίες που κινούνται σε ένα ευρύτατο φάσμα.
Από την εκδοχή της παράνοιας, της σχιζοφρένειας, ποιανού; Και πόσων; Ως της
δυστοπίας και στην εξέγερση των τροφίμων του ψυχιατρείου.
Για να το πετύχει αυτό ο συγγραφέας χρησιμοποιεί μικρές αναγνωστικές
μονάδες. Της μίας γραμμής, της μίας παραγράφου, της μίας σελίδας, τις οποίες
τιτλοφορεί υπέροχα. Κι αυτό, εκτός από ότι του δίνει τη δυνατότητα να
ανακατέψει τις ψηφίδες του όπως θέλει, του δίνει κι άλλη μια, την οποία πιάνει
από τα μαλλιά και την εκμεταλλεύεται στο έπακρο. Αυτή των διαφόρων λογοτεχνικών
σκηνών. Έτσι, υπάρχουν 3 ανακρίσεις, που θυμίζουν σκηνές από θεατρικό, σε
αντιπαραβολή με τις 3 συζητήσεις που έχουν άλλη ένταση κι άλλο ρυθμό, υπάρχει το
παραλήρημα κι ο εσωτερικός μονόλογος, υπάρχει κι ο προφορικός λόγος (στις
απομαγνητοφωνήσεις), υπάρχουν σελίδες που διαβάζονται σαν μικρο-διηγήματα,
υπάρχει και ολόκληρο εμβόλιμο διήγημα, ενώ, στο τέλος, υπάρχει ο χορός της
Αρχαίας Τραγωδίας. Ο Παπαγιάννης αφού υπάκουσε πιστά τη σχολή των μεταμοντέρνων
και σκότωσε από την αρχή τον συγγραφέα, ξεδιπλώνει τις υπόλοιπες επιταγές του
μεταμοντερνισμού, όπως μας τις κληρονόμησε ο Τζέιμς Τζόις (όλα τα ανωτέρω είδη υπάρχουν
στον Οδυσσέα του) ενσταλάζοντας, σε κάθε διαφορετικό είδος, άλλο λογοτεχνικό
ύφος. Μέσα στο κείμενό του αντιλαμβανόμαστε στοιχεία από τη σχολή της
Θεσσαλονίκης (προφανής φόρος τιμής η ηρωίδα του, η Ερση, στον Πεντζίκη), από το
δυστοπικό μυθιστόρημα, από τις ανακρίσεις, που θυμίζουν Αντώνη Σαμαράκη ή
Αρθουρ Κέστλερ, από τον Ντανίλο Κις, από τις αναζητήσεις του Μπολάνιο, ακόμα
και μια εσάνς από τον Κάφκα και τη σωφρονιστική αποικία του.
Και όλα αυτά μέσα σε ένα καταιγισμό βιβλιοφιλικών αναφορών, άλλοτε
εμφανών κι άλλοτε όχι, μέσω των οποίων ο Παπαγιάννης είναι σε μόνιμο, ανοιχτό
διάλογο με μεγάλα λογοτεχνικά έργα. Αναμενόμενα οι ηρωίδες του είναι
ονοματοδοσμένες από γνωστές ηρωίδες μυθιστορημάτων (η Έρση από το Μυθιστόρημα της κυρίας Έρσης του
Πεντζίκη, η Αριάγνη, το 2ο βιβλίο της τριλογίας του Τσίρκα, η Λένα
από τον Φόκνερ και η Καμίλ από τα αιχμηρά αντικείμενα της Φλυν.) Είναι τόσο
πυκνές οι αναφορές και τόσο αριστοτεχνικά δομημένες, που ο Παπαγιάννης καταφέρνει
στο τέλος να δημιουργήσει την εντύπωση, όπως στο υπέροχο Χάρτινο σπίτι του Κάρλος Μαρία Ντομίνκεζ, ένα σπίτι σε μια παραλία της
Ουρουγουάης που είχε χτιστεί από βιβλία, πως το ίδιο το βιβλίο είναι ο πρωταγωνιστής,
ότι αυτό είναι που κάνει τους φόνους και αποφασίζει ποια εκδοχή της ιστορίας θα
ακολουθήσει ο αναγνώστης. Κι έτσι, καταλήγοντας, δεν πρόκειται για ένα
αστυνομικό βιβλίο, η αστυνομική ιστορία δεν είναι παρά μόνο η αφορμή για να
στηθεί ένα εξαιρετικό, μεταμοντέρνο, βιβλιοφιλικό θρίλερ.
Ο Δημήτρης Οικονόμου είναι πεζογράφος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου