ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ, Σημειώσεις
για μια ιδιωτική θεωρία της λογοτεχνίας, εκδόσεις Κίχλη, σελ. 48
Τις περισσότερες φορές που κάποιος συγγραφέας αποφασίζει, «στην
ωριμότητά» του συνήθως, να αποφανθεί για την ίδια την τέχνη της γραφής,
εισπράττουμε μια τραγωδία: αναρωτιόμαστε πώς με τόση αφέλεια, με τόσο
ανυποψίαστη σχέση με την τέχνη του, έγραψε τα όσα έγραψε. Όταν μάλιστα
πρόκειται για συγγραφέα/στυλίστα, το ίδιο το ύφος των βιβλίων του
απομυθοποιείται, από τις λεκτικές και νοηματικές πιρουέτες που εδώ εκβιάζουν
έναν υποτιθέμενο ως πνευματώδη «αφορισμό».
Ο Αχιλλέας Κυριακίδης είναι όντως στυλίστας, όμως δεν πήρε κάποτε το
μολύβι απλώς «να γράψει λογοτεχνία», σύμφωνα με το
εκλεπτυσμένο γούστο του. Έχει μακρά θητεία στη μετάφραση, αλλά και πάλι, όχι
απλώς κάποιων όντως καλών διηγημάτων ή μυθιστορημάτων. Επί δεκαετίες,
αναμετράται με τον λόγο, πεζογραφικό και δοκιμιακό, του Χόρχε Λουίς Μπόρχες,
ένα έργο παροιμιώδους δυσκολίας, όχι μόνο στη μετάφρασή του, αλλά κατ’ αρχήν
στην ίδια την κατανόησή του, στην οικείωσή του.
Από αυτή τη μαθητεία του προέκυψαν οι υποδειγματικές μεταφράσεις του
Μπόρχες, αλλά και ο ώριμος συγγραφέας Κυριακίδης, ο οποίος πια μπορεί να
μιλήσει και για την ίδια την τέχνη του, με τρόπο πρωτότυπο και συνάμα ουσιώδη.
Και ιδιαίτερα απολαυστικό, θα προσθέσω, σπεύδοντας να δώσω τον λόγο στα
αποσπάσματά του:
Τί εἶναι αὐτὸς ὁ περίφημος «ἑαυτός μου» γιὰ τὸν
ὁποῖο κάποιοι διατείνονται ὅτι γράφουν; Μὰ τί ἄλλο; Ἕνας ταυτόχρονος ἀναγνώστης,
ἕνα θλιβερὸ πειραματόζωο ποὺ δέχεται ὅλη τὴ βιαιότητα τῶν δισταγμῶν, τῶν
σχεδιασμάτων καὶ τῶν διαγραφῶν, ἕνας δοκιμαστὴς αὐτοκρατόρων ποὺ δηλητηριάζεται
πρῶτος.
Ἂν ἡ λογοτεχνία εἶναι παιχνίδι, πόσο μᾶλλον ἡ ἱστορία τῆς λογοτεχνίας.
Ἂν ἡ λογοτεχνία δὲν εἶναι παιχνίδι, τὴν ἔχουμε ὅλοι πολὺ ἄσχημα.
Ἡ καλὴ λογοτεχνία θέτει τὰ ἐρωτήματα. Ἡ κακὴ
λογοτεχνία τὰ ἀπαντᾶ.
Κάθε μυθοπλασία εἶναι καὶ μιὰ ἀνειλικρινὴς
μνήμη.
Τὸ μυθιστόρημα εἶναι ἕνα φροῦτο ποὺ τρώγεται μὲ
τὴ φλούδα.
Τὸ nouveau roman εἶναι ἡ νεκρὴ φύση στὴ
λογοτεχνία.
Οἱ (πολλοί) σπουδαῖοι συγγραφεῖς ἐκφράζουν τὴν
αἰσθητικὴ τῆς ἐποχῆς τους. Οἱ (ἐλάχιστες) ἰδιοφυΐες διαμορφώνουν τὴν αἰσθητικὴ
τοῦ μέλλοντος.
Ἂν πρόκειται νὰ γυρίσει κανεὶς μιὰ ταινία ποὺ
βασίζεται σὲ ἕνα μυθιστόρημα γιὰ νὰ μείνει πιστὸς στὸ μυθιστόρημα, γιατί νὰ τὴ
γυρίσει;
Ὁ Μπόρχες ἄκουγε τὰ κείμενά του. Ὁ Μπετόβεν
διάβαζε τὴ μουσική του.
Τὸ μόνο πράγμα ποὺ συνδέει τὴν ποίηση μὲ τὴν
πεζογραφία εἶναι ἡ διαφορά τους.
Διαβάζοντας πὼς σὲ κάποιο ἀρχαῖο ἰρλανδικὸ
κείμενο ἀναφέρεται ἡ περίπτωση ἑνὸς ποιητῆ πού, κατηγορηθεὶς γιὰ μοιχεία,
καταδικάστηκε σὲ θάνατο, δὲν μπορῶ νὰ μὴ σχολιάσω πὼς κάθε πραγματικὸς ποιητὴς εἶναι μοιχός, ἀφοῦ, ἐξ ὁρισμοῦ καὶ κατὰ
σύστημα, ἀπατᾶ τὴν πραγματικότητα.
Συχνὰ μὲ ἀναζητῶ σ’ ἐκεῖνο τὸ ἀριστούργημα ποὺ
χάθηκε αὔτανδρο στ’ ἀνοιχτὰ μιᾶς πολύκροτης ἑλληνικῆς δεκαετίας: ...ἀπὸ τὸ στόμα τῆς παλιᾶς Remington...
τοῦ Γιάννη Πάνου (1983).
Κάθε σπουδαῖο λογοτεχνικὸ ἔργο εἶναι σὰν τὴ
μουσική: δὲν μπορεῖς νὰ τὸ ἀφηγηθεῖς.
«Πῆγε ἀδιάβαστος»: ἡ φράση δὲν εἶναι ἀδίκως
μακάβρια.
Ξέρω πολλὲς ἐπιτυχίες ποὺ ἦταν τυχαῖες· ἀποτυχία
ὅμως καμιά.
Κ.Β.
Νίκος Δραγούμης, Γυναίκα με καπέλο, μελάνι, 21 x 13,8 εκ. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου