Η ιδιαίτερη περίπτωση της εικαστικού Μαρίας Καραβέλα
ΤΗΣ ΦΩΤΕΙΝΗΣ ΜΠΑΡΚΑ
Μαρία Καραβέλα, επιστ. επιμέλεια
Ειρήνη Γερογιάννη, Χριστόφορος Μαρίνος, Μπία Παπαδοπούλου, εκδ. AICA Hellas, σελ. 184
"Και
τώρα έτσι είναι
όπως τότε, μπορείς να φωνάξεις
χωρίς να ακουστείς"
Η Μαρία Καραβέλα[i]
προηγήθηκε της εποχής της. Πρωτοπόρος, πολιτική καλλιτέχνις, τολμηρή και συνάμα
ευαίσθητη, με έντονη κοινωνική δράση αφοσιώθηκε ψυχή τε και σώματι στο έργο της
μέχρι που "αρρώστησε από την τέχνη", όπως έλεγε. Η περίπτωσή της, αν
και μνημονεύεται με λίγες γραμμές σε θεωρητικά κείμενα για την ιστορία της
εγχώριας σύγχρονης τέχνης, παραμένει "ζωντανή" μόνο σε ένα στενό
κύκλο εικαστικών καλλιτεχνών, τεχνοκριτικών και θεωρητικών. Το πλατύ κοινό
αγνοεί όχι μόνο το έργο της αλλά και την ύπαρξή της. Γι’ αυτό και όταν έπεσε
στα χέρια μου η πρόσφατη έκδοση της AICA Ελλάς για τη Μαρία Καραβέλα (1938-2012) η έκπληξη μου ήταν
μεγάλη. Ο δίγλωσσος τόμος (ελληνικά -αγγλικά) των 184 σελίδων δεν είναι μια
κλασική μονογραφία. Και πως θα μπορούσε.... Το έργο της Καραβέλα υπήρξε κατά
βάση εφήμερο, ή όπως η ίδια έλεγε "μένει σαν ανάμνηση σε
φωτογραφίες". Επιπλέον μια μεγάλη
πυρκαγιά που ξέσπασε το 1996 στο εργαστήριό της κατέστρεψε έργα, αρχεία,
μελέτες, ταινίες... Οπότε το λιγοστό υλικό που αποτύπωνε τη δράση της δεν
υπάρχει πια...
Εύστοχα λοιπόν, ο τέως πρόεδρος
της AICA Ελλάς,
Χριστόφορος Μαρίνος, που είχε και την πρωτοβουλία για την εν λόγω έκδοση,
επέλεξε να συμπεριλάβει στον τόμο ένα μεγάλο μέρος των δημοσιευμάτων που
ασχολήθηκαν με τη δράση και το έργο της, ένα σύνολο δηλαδή από σκαναρισμένες
φωτοτυπίες με τις χειρόγραφες σημειώσεις της. Εμπλουτίστηκε με κείμενα των
Αλεξάνδρας Αντωνιάδου, Ειρήνης Γερογιάννη, Χριστόφορου Μαρίνου, Μπίας
Παπαδοπούλου και Σταμάτη Σχιζάκη, που γράφτηκαν ειδικά για το αφιέρωμα. Έτσι οι
σελίδες του βιβλίου συνιστούν από μόνες τους ένα "περιβάλλον" σαν
αυτά που τόσο εμμονικά πρώτη η Καραβέλα παρουσίασε στην Ελλάδα.
Οι πρώτες εγκαταστάσεις
Ήταν Νοέμβριος του 1970 όταν
δημιούργησε την πρώτη ολική εγκατάσταση, το πρώτο tableau επί ελληνικού εδάφους, στην
γκαλερί Άστορ. Κυρίαρχη στο χώρο ήταν μια γύψινη ανθρώπινη φιγούρα σε
πραγματικό μέγεθος, φυλακισμένη μέσα σε κλουβί. Λευκά και κόκκινα τσουβάλια
ήταν τοποθετημένα κατά μήκος των τοίχων της γκαλερί, ενώ κάποια άλλα δεμένα
μεταξύ τους βρίσκονταν σε διάφορα σημεία. Αφίσες στον τοίχο, δύο έπιπλα, σκόρπια
γράμματα στο πάτωμα και μια σκάλα που δεν οδηγούσε πουθενά ολοκλήρωναν τη
διαμόρφωση του χώρου. Ταυτόχρονα ενσωματωμένος στο περιβάλλον ήταν ο ήχος μιας
σταγόνας νερού που πέφτει μονότονα και βασανιστικά. Ολόκληρος ο χώρος της
γκαλερί ήταν καλυμμένος με μαύρο χαρτί.
Από τις περιγραφές εύκολα
αντιλαμβάνεται κανείς ότι η Καραβέλα δεν "έκανε μόνο την πρώτη εγκατάσταση
στην Ελλάδα, αλλά είναι η καλλιτέχνις που επεμβαίνει ριζικά στον λευκό κύβο
μιας αθηναϊκής γκαλερί τονίζοντας την σημασία του πλαισίου (context)", σημειώνει ο Χριστόφορος
Μαρίνος. "Είχα σκεπάσει όλο το χώρο, ακόμη και το ταβάνι, με μαύρο
χαρτί γιατί δεν με άφηναν να χαλάσω τους τοίχους με μπογιά για να τον κάνω όλο
μαύρο" θα εξηγήσει η ίδια στον Σταμάτη Σχιζάκη, σε ένα σπάνιο
ηχογραφημένο ντοκουμέντο, την συνέντευξη που του παραχώρησε τον Οκτώβριο του
2005 (στο πλαίσιο του προγράμματος "Προφορικές Ιστορίες" του
ΕΜΣΤ"). Αποσπάσματα από τη
συνολικής διάρκειας 95 λεπτών προφορική ιστορία περιέχονται στον τόμο της AICA.
Ταύτιση τέχνης και ζωής
Η έκθεση στην γκαλερί Άστορ
διήρκησε μόλις μερικές μέρες και στη συνέχεια το έργο διαλύθηκε. Τις λίγες
αυτές μέρες η Καραβέλα ήταν παρούσα στο χώρο. Περιφέρονταν και μετακινούσε τα
αντικείμενα καλώντας σιωπηρά και τους θεατές να κάνουν το ίδιο. Πρόθεσή της
ήταν να προχωρήσει πέρα από τις καθιερωμένες μέχρι τότε εικαστικές πρακτικές
και να ασχοληθεί με νέες μορφές τέχνης που θα ενέπλεκαν την πραγματική ζωή με
την τέχνη. Η ταύτιση ζωής και τέχνης, ήταν αυτοσκοπός για τη Μαρία Καραβέλα.
Αψηφώντας κάθε προσωπικό κόστος έκανε απροκάλυπτη αντίσταση κατά της
δικτατορίας. Πράγματι, λίγους μήνες αργότερα, το Μάιο του 1971 εγκαινιάζεται
στην Αίθουσα Τέχνης Αθηνών στο Χίλτον η δεύτερη ατομική της έκθεση. Εκεί κτίζει
μέσα στο πολυτελές αστραφτερό περιβάλλον του ξενοδοχείου τοίχους από πυρότουβλα
και δημιουργεί περάσματα για τον επισκέπτη. Γράφει στους τοίχους και στο
δάπεδο. Σε μια γωνιά στήνει απευθείας στο δάπεδο ένα φτωχικό δείπνο. Αλλού η
καρέκλα του ανακριτή και η λέξη "βοήθεια" γραμμένη με αίμα στον τοίχο.
Εκείνη την εποχή δουλεύει
ασταμάτητα, μέρα και νύχτα. "Έτσι ήταν η ζωή μου. Φανταζόμουν πράγματα
και, αν κατάφερνα να τα πραγματοποιήσω, ένιωθα ευτυχία για δυο τρεις μέρες και
μετά τέρμα. Γι’ αυτό και αρρώστησα στο τέλος. Δεν βγαίνει η τέχνη στο καθιστό,
πίνοντας στο Κολωνάκι, πρέπει να βγάλεις την ψυχή, το μυαλό σου και το αίμα σου
στη δουλειά. Μετά έχεις την αγωνία για το επόμενο έργο. Έτσι είναι η ζωή του
καλλιτέχνη. Όσοι περνάνε καλά και ωραία και είναι ευχαριστημένοι δεν ξέρω τι
κάνουν, αλλά εγώ δεν πιστεύω ότι κάνουν τέχνη”, έλεγε στον Σταμάτη Σχιζάκη
το 2005.
Λογοκρισία
Η έκθεση στο Χίλτον λογοκρίνεται
από την αστυνομία και σε τρεις μέρες "κατεβαίνει". Δεν θα είναι η
πρώτη φορά που θα πέσει θύμα λογοκρισίας[ii].
"Την κατατρύχει η εμμονή της με τα ζοφερά χρόνια της ελληνικής ιστορίας.
Ερευνά τα σκληρά βιώματα των Ελλήνων και τα μεταλλάσει σε μια άμεση τέχνη, την
οποία η ίδια αποκαλεί ‘συνθετική’. Δημιουργεί "αντι-τέχνη", εφήμερα
και αντιεμπορικά έργα, εσκεμμένα δίχως αισθητικές αξίες και με ένα αιχμηρό πολιτικό
μήνυμα που μιλά στην ψυχή", σημειώνει η Μπία Παπαδοπούλου. Ο θεατής γινόταν μέρος του έργου και αναγνώριζε εύκολα
την πολιτική εμπειρία της εποχής έτσι όπως την αποτύπωνε η Καραβέλα. Δίχως την
παρουσία του και τη συμμετοχή του το
έργο δεν είχε για εκείνη κανένα νόημα... Γιατί κάθε δράση της ήταν πρωτίστως
μια πολιτική πράξη. "Η πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα με την άνοδο των
συνταγματαρχών το 1967 και το κλίμα τρομοκρατίας παρέχουν επιπρόσθετη υπαρξιακή
τροφή. Τη φορτίζουν συθέμελα" συνεχίζει η Μπία Παπαδοπούλου, φέρνοντας στο φως άγνωστα ντοκουμέντα για τον
διεθνή αντίκτυπο και την μεγάλη ανταπόκριση που είχαν οι δράσεις της Καραβέλα
στο Παρίσι. Αμέσως μετά την έκθεση στο Χίλτον η Καραβέλα φεύγει για το Παρίσι
όπου εγγράφεται στη Σορβόννη στο τμήμα Ιστορίας της Τέχνης. Εκεί συμμετέχει
στην 7η Μπιενάλε Νέων του Παρισιού και δημιουργεί με επιτυχία τα πρώτα εφήμερα
υπαίθρια περιβάλλοντά της σε δημόσιους χώρους, συνεχίζοντας την αντιστασιακή
της δράση και συμβάλλοντας στην έκρηξη του φιλελληνικού κλίματος στο εξωτερικό.
"Η εικαστική καταγγελία της διεισδύει στην καθημερινή ζωή των περαστικών,
συγκινεί ψυχές και ταράσσει συνειδήσεις" γράφει η Μπία Παπαδοπούλου.
Με τη μεταπολίτευση επιστρέφει
στην Ελλάδα και δημιουργεί στην παραλιακή πλατεία της Κορίνθου με νέους της
περιοχής δύο ακόμη εφήμερα έργα, με θέμα και πάλι τον φασισμό και τίτλο
"Νταχάου" και "Κύπρος". Η Βεατρίκη Σπηλιάδη σημειώνει στην
Καθημερινή (7/10/1975): "Η ευρύτατη και αυθόρμητη συμμετοχή του κοινού
που, κάνοντας απλά βόλτα στην πλατεία, βλέπει και αντιδρά, είναι πολιτιστική
προϋπόθεση που καμμιά κλειστή γκαλερί δεν μπορεί να ελπίσει. Αλλά ίσως το πιο
σημαντικό στοιχείο είναι η απουσία κάθε εμπορικής υστεροβουλίας. Έτσι, η έκθεση
χώρου, μη έχοντας καμμιά σχέση με το εμπορικό κύκλωμα, προσφέρει μια νέα
αγνότητα. Θα έλεγε κανείς ότι κάτι καινούριο, μια τέχνη άγνωστη γεννιέται
τώρα". Στις αρχές της δεκαετίας του ΄80 ιδρύει το Πρότυπο Ερευνητικό
Κέντρο Τέχνης Κορίνθου, μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, το οποίο θα κλείσει λίγα
χρόνια αργότερα λόγω έλλειψης χορηγιών. Η τελευταία της δημόσια δράση
πραγματοποιήθηκε στον ιστορικό "Δεσμό" το 1985. Πρωταγωνιστούσε η
ίδια ερμηνεύοντας το κείμενό της "Βρίζοντας το κοινό" και
κυριολεκτικά αυτό ήταν. Είκοσι χρόνια αργότερα το κοινό θα δει ντοκουμέντα από
τα εφήμερα έργα της στην έκθεση του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης "Τα
χρόνια της αμφισβήτησης: Η τέχνη του ΄70 στην Ελλάδα" σε επιμέλεια
Μπίας Παπαδοπούλου.
Στις 9 Σεπτεμβρίου 2012 φεύγει
από τη ζωή σε ηλικία 74 ετών από ανακοπή καρδιάς.
Η Φωτεινή Μπάρκα είναι δημοσιογράφος
[i]
Γεννημένη το 1938 στο Διακοπτό
Αιγιαλείας αποφοίτησε από την ΑΣΚΤ το 1962 (με δασκάλους τον Γιάννη Μόραλη και
τον Κώστα Γραμματόπουλο). Εκτός από το δίπλωμα ζωγραφικής και χαρακτικής
απέκτησε ένα χρόνο αργότερα και το δίπλωμα ειδίκευσης στη βυζαντινή τέχνη από
την ΑΣΚΤ. Τα πρώτα χρόνια για βιοποριστικούς λόγους έφτιαχνε βυζαντινές εικόνες
και τις πουλούσε. "Έβγαλα πολλά λεφτά" παραδεχόταν. Το 1967
διορίζεται επιμελήτρια στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο στην έδρα του Νίκου
Εγγονόπουλου και διδάσκει σχέδιο. Παραιτήθηκε το 1974. Η θέση όλα αυτά τα χρόνια
παρέμενε για εκείνη διαθέσιμη χάρη στον Εγγονόπουλο. Απέκτησε επίσης δίπλωμα
κινηματογράφου αλλά και θεάτρου από το Πανεπιστήμιο Paris VIII στη Βενσέν.
[ii]
Το φθινόπωρο του 1978 η Γ.Γ. Τύπου και
Πληροφοριών απαγορεύει την δημόσια προβολή της κινηματογραφικής της ταινίας
"Αντίσταση" με θέμα την εθνική αντίσταση και περιεχόμενο την
πρωτογενή τριετή της έρευνα με τις μοναδικές μαρτυρίες αριστερών επιζώντων.
Υλικό που δυστυχώς κάηκε στη μεγάλη πυρκαγιά που ξέσπασε το 1996 στο εργαστήριό
της. Την λογοκρισία καλύπτουν εκτενώς οι εφημερίδες, ανακοινώνοντας ταυτόχρονα
τη ματαίωση των εκδηλώσεων -που θα περιλάμβαναν την ταινία ως μέρος
"συνθετικού έργου"- στους δήμους της ευρύτερης περιοχής των Αθηνών.
Τελικά το καλοκαίρι του 1979 προβάλλεται παράνομα στην πλατεία Αγίου Νικολάου
στην Κοκκινιά για πρώτη και τελευταία φορά. Η αστυνομία παρεμποδίζει τη
δεύτερη παράσταση στην Καισαριανή,
γεγονός που κλονίζει την υγεία της. Το καλοκαίρι του 1992 απαγορεύεται από την
αστυνομία να στηθεί ο εικαστικός της χώρος "Ξένες φωνές" στην πλατεία
Συντάγματος, όπως είχε αρχικά συμφωνηθεί με το δήμο Αθηναίων, έργο που είχε ήδη
παρουσιάσει στο Παρίσι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου