(απόσπασμα)
Γιατί δεν ήσουν παρά θιν' αλός στην Τροία βασίλισσα,
ο γκρίζος θρύλος του Ρονσάρ, του Περς η ολάσπρη πέτρα,
αυτή που χρόνοι σκεφτικοί εξύμνησαν σε αρχαία και νέα
μέτρα,
του Έλιοτ κουαρτέτο, ρίμα του Λαφόργκ ή του Τσελάν το μαύρο
γάλα,
παρά ένα κορίτσι ουρανός που αγάπησα και φίλησα
στα παραμύθια καστανά του μάτια τα μεγάλα,
δυο νύχτες, που δεν καταλήγουν, του Δεκέμβρη αξημέρωτες,
να τις αρδεύουν ήλιοι τρεις, να τις φιλανθρωπούν οι νόμοι,
που τ' άνθη είν' έντομα όνομα χωρίς, που σελαγίζοντας οι
δρόμοι
σπουδάζουνε το ζωντανό νερό και η αιδημοσύνη είναι
ανθρώπου μάτι,
η μάνα καθενός είναι η δικιά μου μάνα, σκανταλιάρικοι
Έρωτες
οικονομούν ξανά την πρώτη δικαιοσύνη και στο αμέθυστο
παλάτι
των μελισσοπερδίκων πανηγυρίζεται το φως, κι αυτός ακόμα,
ο Θάνατος,
γίνεται ένα πεντάχρονο παιδί που παίζει βόλους με
πετρόχειρους σατύρους,
γιατί ανυψώνεσαι τριοδική να δικαιώσεις όλους τους
ασώματους μαρτύρους,
λάμπεις Ελένη ανυποψίαστη, η πλέον γυμνή, ετών εικοσιέξι,
κι αν στα ποδάρια σου ο κάθε χόρτος χαμηλός αυγάζει
αθάνατος,
πλήρες, με ηδονή της ηδονής, το σώμα σου, στο σιωπηλό μου
σούρουπο θα φέξει.
Ηλίας Λάγιος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου