ΤΟΥ ΑΛΚΗ ΡΗΓΟΥ
ΜΙΛΤΟΣ ΚΟΥΝΤΟΥΡΑΣ, Κλείστε τα
σχολεία, Εισαγωγή- Επιμέλεια Αριστείδης Καλάργαλης, Σύλλογος Εκπαιδευτικών Πρωτοβάθμιας
Εκπαίδευσης Λέσβου, σελ. 40
Τάσος Παυλόπουλος, Soyez Amoureuses, 2012, μολύβι σε χαρτί, 29.5 X 21εκ. |
Σε όσους επιμένουν να μην κατανοούν τον ευρύτερο πολιτισμικό ρόλο των
δασκάλων και των Συλλόγων τους, τούτο το μικρό καλαίσθητο βιβλιαράκι, με το
ιδιαίτερα αισθητικά και αρχειακά παράρτημα -σπάνιων φωτογραφιών ιδιόχειρων
επιστολών, σελίδων εφημερίδων της εποχής- αποτελεί απάντηση και κατάθεση μιας ριζικά
διάφορης αντίληψης για το λειτούργημα του δάσκαλου και των συνδικαλιστικών του
εκφράσεων. Μια αντίληψη που δεν κλείνει τον ρόλο του δάσκαλου σε μια άχαρη
αίθουσα «μάθησης» χρήσιμων μα και άχρηστων γνώσεων, που δεν αποξενώνει το παιδί
από τη χαρά της ζωής σε ένα αφύσικο άχαρο σχολικό περιβάλλον.
Αυτή άλλωστε η ανοιχτή στο κοινωνικό-πολιτισμικό γίγνεσθαι παιδαγωγική
αντίληψη της λεγόμενης «Νέας Αγωγής», αποτελεί και τον πυρήνα των άρθρων του «Ευεργετόπουλου»,
ψευδώνυμο με το οποίο τα δημοσίευσε σε εννέα συνέχειες ο Μίλτος Κουντουράς -τότε
καθηγητής στο Γυμνάσιο της Μυτιλήνης, γνωστός αργότερα παιδαγωγός, ιδρυτικό
μέλος της «Φοιτητικής Συντροφιάς» και μέλος του «Εκπαιδευτικού Ομίλου»- την
Άνοιξη του 1923 στην εβδομαδιαία τοπική εφημερίδα της Λέσβου, Καμπάνα που είχε εκδώσει ο φίλος του
Στρατής Μυριβήλης...
Είναι και ο τόπος βλέπετε, και η πολιτιστική παράδοση που κουβανεί…
Αλλά είναι προπάντων οι άνθρωποι που την βιώνουν και την συνεχίζουν, από τότε που
η «ορδή των βασιβουζούκων», όπως λέγονταν
–σύμφωνα με πληροφορία του δόκιμου μέλους της «ορδής» Ασημάκη Πανσέληνου, στο
ανεπανάληπτο Τότε που ζούσαμε- η
πνευματική εκείνη ομάδα που έμεινε στην πολιτιστική μας ιστορία επίσημα ως «Λεσβιακή
Άνοιξη», αντεπιστέλλων μέλος της οποίας ήταν και ο Μίλτος Κουντουράς, όπως και τακτικός
αρθρογράφος της Καμπάνας, της πρώτης εφημερίδας
που γράφεται ολόκληρη στη δημοτική, με μότο κάτω από τον τίτλο τον στίχο του
Παλαμά «Στον ήλιο, τόπο θέλουμε κ’ εμείς».
Αυτό τον τόπο στον ήλιο, αυτό
το πάθος δηλαδή για δημιουργία, και την ανάγκη κριτικής αυτογνωσίας μετά την
Μικρασιατική καταστροφή, που κυριαρχεί σε εκείνη την ομάδα νέων δημοτικιστών
διανοουμένων, διακρίνουμε και στον Αριστείδη Καλαργάλη στον οποίον οφείλεται και
η επιμέλεια και η ενδιαφέρουσα ερευνητική προσπάθεια που καταγράφεται στην εισαγωγή
του και στο παράρτημα, με βάση και το αρχείο του Κουντουρά που ολοκληρώνει
τούτη την όμορφη έκδοση. Και η οποία θα ήταν πιο ολοκληρωμένη, νομίζω, αν
λάμβανε επί της ουσίας και όχι μόνο πληροφοριακά υπ’ όψιν της την δίτομη έκδοση
αυτού του κειμένου του Κουντουρά με επιμέλεια και αναλυτικά σχόλια του Αλέξη
Δημαρά (Γνώση, 1985) . Όπως και αν δεν εστίαζε την έρευνα κυρίως στο «Κλείστε τα Σχολεία» και τα πρώτα μετά
χρόνια των μεταπτυχιακών σπουδών του Κουντουρά στη Γερμανία, αλλά την
προέκτεινε στην όλη παιδαγωγική συμβολή του. Την καινοτόμο προσφορά του ως
Διευθυντή του Διδασκαλείου Θηλέων της Θεσσαλονίκης, την μήνι των αντιδραστικών κύκλων
εναντίον του, με τις κλασσικές από τα «Αθεϊκά» και τα «Μαρασλειακά» κατηγορίες –για
στάση ενάντια στη θρησκεία , το έθνος και την ηθική– την «εξουδετερωτική
προαγωγή» του –σύμφωνα με την εύστοχη παρατήρηση του Δημαρά- από τον τότε
Υπουργό Παιδείας Γ. Παπανδρέου στο νεοϊδρυμένο Εκπαιδευτικό Γνωμοδοτικό Συμβούλιο
, την «ποινή της επιπλήξεως» που του
επέβαλε ο ίδιος γιατί αρθρογράφησε υπέρ της δουλειάς του στο διδασκαλείο
Θεσσαλονίκης στην εφημερίδα Μακεδονία
«άνευ αδείας του Υπουργείου», την παύση του με την αλλαγή της Κυβέρνησης, την
έκδοση του περιοδικού Παιδεία, και
όλα όσα συνθέτουν την προσωπικότητα και τις παιδαγωγικές του αντιλήψεις.
Κατανοώ ότι αυτό είναι άλλης φύσης και έκτασης έργο από μια εισαγωγή σε ένα συγκεκριμένο
κείμενο. Ο πλούτος όμως των αρχειακών πηγών και η διεισδυτικότητα της εισαγωγής
δημιουργεί την απαίτηση να αναμετρηθεί με αυτή την προέκταση της έρευνάς του, ο
συγγραφέας της .
Αλλά ας γυρίσουμε στο ίδιο το
κείμενο του Κουντουρά και την επικαιρότητά του απέναντι στις τρέχουσες
νεοφιλελεύθερες ιδεοληψίες, και όχι μόνο. Καταγράφοντας από την κατακλείδα του
κειμένου του: «Τ ο Σ χ ο λ ε ί ο
δ ε ν ε ί ν α ι ε μ π ο ρ ι κ ή ε π ι χ ε ί ρ η σ η, α λ λ‘ έ ν ας δ
ο ν ο ύ μ ε ν ο ς ν ε φ ε λ ό κ ο σ μ ο
ς κ ι
ο δ ά σ κ α λ ο ς ο μ ι
κ ρ ό ς θ ε ό ς μ ι α ς
π ρ α γ μ α τ ι κ ή ς δ η μ ι ο υ
ρ γ ί ας ! [η αραίωση και το θαυμαστικό, όπως και σε όσα ακολουθούν, δικά
του]. Κι αν το Κράτος εξακολουθήσει να
κάνει εμπορικούς υπολογισμούς και ν’ αναγκάζει το δάσκαλο έστω και μια στιγμή
της μέρας του να ξοδεύει έξω από το σχολείο για τη διατροφή του – ε τότε αλίμονο
στα νιάτα αυτά που μπαίνουνε μέσα σε τέτοια εμπορικά καταστήματα».
Καλώντας τους δασκάλους να αντιδράσουν στην αντίληψη ότι το «Σχολείο είναι ίδρυμα κατουσία συντηρητικό.
Όχι! Ας οραματισθούν τη ζωή του σχολείου σαν ένα κομμάτι –το αγνότερο κομμάτι!-
της σημερινής πραγματικής ζωής που πάλλεται από νέους χυμούς… Ας ανοίξουν
διάπλατα κι ανεπιφύλακτα την ψυχή τους στο παιδί, κι ας το σεβαστούν σα μια
ατομικότητα που τείνει μονάχη φυσιολογικά να αναπτυχθεί, απλώς ακολουθώντας μ’
ένα χαρούμενο και στοργικό μάτι την ανάπτυξή της. Ας μην παρουσιάζονται ποτέ
στο παιδί με τον τυραννικό δ ο γ μ α τ ι
σ μ ό που πνίγει την ελεύθερη ανάπτυξη
την ωραία ψυχή του κι ας θελήσουν να δουν, πως αν για το δάσκαλο είναι
διασκεδαστικό να γίνεται συχνά παιδί με τα παιδιά, για το παιδί είναι
παραφροσύνη και παραφύση στρέβλωση ν΄ αναγκάζεται με μέσα τυραννικά να γίνεται
μικρομέγαλο!... Ας πάψουνε τέλος να είναι τ α ρ τ ο ύ φ ο ι, κ α θ η κ ο ν τ ά ν θ ρ ω π ο ι, τροφοδότες μιας ύπουλης κακοήθειας, κι ας βάλουνε
καλά στο νου τους πως το παιδί δεν είναι άψυχο
δ ο χ ε ί ο γ ν ώ σ ε ων , αλλά ένας ευμάλαχος και ρευστός πάνω στη
γένεση του κ ο ι ν ω ν ι κ ό ς χ α ρ α κ τ ή ρ α ς και χρειάζεται λεπτεπίλεπτη κι έντονη κ’
ένθεη προσοχή καλλιτέχνη, μη τυχόν αποπετρωθεί σε ακαλαίσθητο ή αισχρό
βαναυσούργημα!»
Και κλείνει το κείμενο με μια εσαεί επίκαιρη πρόσκληση-πρόκληση : «Δάσκαλε! Εκείνο που θα ήθελα σήμερα από σένα
είναι η Επανάσταση! Η ψυχική ανησυχία σου, η άρνησή σου, το γκρέμισμα!…. Τίναξε
από πάνω σου τον παλιό άνθρωπο και κάνε το σχολείο σου ν’ ανατριχιάσει από τη
ζωντανή πνοή της Ομορφιάς, της Αλήθειας και της Αγάπης! Μη φοβηθείς την αταξία
του παιδιού, την καταλαλιά των γερόντων ή τον οπισθοδρομημένο Νόμο! Αν βαλθείς
μ’ ενθουσιασμό και με πίστη να εργαστείς για την προαγωγή και την ανάταση της
Ζωής που σου εμπιστεύονται, να είσαι βέβαιος, θα σε σεβαστεί αυτή η Ζωή στο τέλος
και θα κλίνει μπροστά σου!»
Αν όλα αυτά ακούγονται, στο κυνικά
«ρεαλιστικό» σήμερα, ως ουτοπικά και ρομαντικά, ας αναλογιστούμε: γιατί είναι
ρομαντικά και ουτοπικά ;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου