ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΡΟΥΒΑΛΗ
Edward Kienholz, Boy To Man, 1990 |
Η παρουσία του Ηλία Λάγιου
στην ελληνική ποίηση αποτελεί ένα διαρκές ερώτημα: Διατράνωσε την προσωπική
πρόκληση που, ιδιόρρυθμα πώς, έκρινε ότι απαιτούνταν για να ζωογονηθεί εκ νέου
το πολιτισμικό διακύβευμα από τη μεσοπολεμική γενιά συγγραφέων και διανοητών
(ήτοι την αναθεώρηση της κοινωνικής-εθνικής ταυτότητας μετά το τέλος του
Μεγαλοϊδεατισμού) ή, μήπως, θέλησε να περιπαίξει την αμαρτωλή ρηχότητα και την
υπεραπλούστευση των ισορροπιών και των εκζητήσεων για τους επωφελούμενους της
λεγόμενης Μεταπολίτευσης;
Όταν έδωσε τα πρώτα δείγματα
γραφής, έγινε εμφανής η δυσαρέσκειά του απέναντι στην τάση μιας καθεστωτικής
εγρήγορσης που διακατείχε την πλειονότητα του πνευματικού κόσμου. Αντιστικτικά:
η φωνή του, ξεκάθαρη˙ ο στόχος της στιχοπλοκίας του, αδιάσειστος. Και
κυριολεκτικά, μόνος. Ο Λάγιος εμφανίστηκε για να υποβάλει ερωτήματα γύρω από την
«υποστύλωση» της τέχνης του Λόγου – με το παράδοξο του χρόνου (το παρόν
προϋποθέτει το παρελθόν και το μέλλον) και, επίσης, με την επαγρύπνηση του εγώ προς τον κόσμο (όπου ο
ποιητής-δημιουργός επιμελείται την α λα Χάιντεγγερ κίνηση του εντός προς το εκτός).
Στην πορεία της εξερεύνησης
της ποιητικής του δοκίμασε να διαχειριστεί τις παραδοξότητες και να αξιοποιήσει
τις επαγρυπνήσεις του προς όφελος μιας μείζονος ποίησης˙ αυτής που θα ανοίξει
έναν νέο εκφραστικό κύκλο, αυτής που θα αναγνώσει το τρέχον διακύβευμα και τη
νέα θεματολογία που υπέβαλαν οι θυελλώδεις –μα συγκαλυμμένες– αλλαγές στον
κορμό της ελληνικής κοινωνίας στη μετά τη χούντα εποχή. Έτσι προσδοκούσε. Στην
αυριανή γραμματολογική προσέγγιση της ποίησής του θα φανεί το κατά πόσον ο
Λάγιος επέτυχε στο να διασταυρώσει τον δεδομένο μοντερνισμό της «Γενιάς του εβδομήντα»
ή ακόμη τα παρωχημένα λυρικά σχήματα, στην παπανδρεϊκή δεκαετία του ’80 και
έπειτα, με τη δική του ακόρεστη ανατρεπτική διάθεση και βεβαίως με την «πρόταξη»
καθαρότητας, αμεσότητας, σύμπνοιας, μαχητικότητας της Ποίησης (έγραφε: «…σας προσκαλώ εκ μέρους της ποίησης που
είναι η συνείδηση και το ευοί ευάν της ιστορίας»).
Τα εργαλεία του υπήρξαν συγκεκριμένα:
η αντίληψη, η γλώσσα – το ποιητικό σκεύος. Πρόκειται γι’ αυτά που θα κριθούν
για την ανθεκτικότητά τους αλλά και για τη δυνατότητα να δώσουν χαρακτήρα
ετερότητας στα πράγματα που αντικρίζει ο σύγχρονος άνθρωπος. Διότι, καθ’ όλα
αξιοσημείωτο και καθοριστικό παραμένει το αμήχανο πλαίσιο βίωσης του λίγο-πριν-και-αμέσως-μετά
οροσήμου, του κομβικού 1989, για την πραγματικότητα του κόσμου. Ο μεταπολεμικός
ανθρωπισμός εξατμίστηκε σύντομα και η ψευδής αθωότητα της πτώσης των «τειχών»
αποδείχθηκε σπινθήρας για νέους σοβινισμούς, εμφυλίους πολέμους, μονοκρατορικές
δομές, κεφαλαιοκρατικά αναχώματα. Η περισυλλογή που επεδίωκαν οι υπαρξιστές, η
βεβαιότητα ότι η αποκτήνωση δύναται να εκριζωθεί, η ανατρεπτική κριτική στο
είναι από τον Καμύ, όσο και η πίστη πως η οντολογική εξημέρωση περνάει μέσα από
τους τρόπους της εξουσίας, φάνταζαν πια ασύλληπτες πραγματώσεις
(προοικονομώντας τους Πολέμους του Κόλπου, την 11η Σεπτεμβρίου
κ.λπ.). Ανάμεσα σ’ όλα αυτά, ο ποιητής έμοιαζε να παλεύει με την εντύπωση πως
το «εσωτερικό» μπορεί να επιτελέσει καλύτερα τον ρόλο του «εξωτερικού», δηλαδή
ν’ αποκαλυφθεί η μορφή των πραγμάτων και να πλασθεί ένα νέο αισθητικό
αποτέλεσμα, σαφώς μόνον διά της Τέχνης (του νοήματος μέσω του αισθήματος). Σ’
αυτό το μεγαλεπήβολο, εναντιόδρομο σχέδιο του Λάγιου «χωρούσαν» οι διαδρομές
που επέλεξε στην ποιητική παράδοση, στην ενατένιση μεγεθών ωσάν τον Σολωμό, στην
παρακολούθηση του ελληνικού ποιητικού περιγράμματος κατά τον εικοστό αιώνα
(Παλαμάς, Καρυωτάκης, Καβάφης, υπερρεαλιστές, μεταπολεμικοί), αλλά και στα
πλάγια βλέμματα προς την ξενόγλωσση ποιητική εμπειρία. Από εκεί άντλησε «τροφή»
για τις δοκιμές, τους πειραματισμούς, τις ακρότητές του (συνολικά, ό,τι ο
Γιάννης Δάλλας χαρακτήρισε «εντεύθεν της πρωτοπορίας»)˙ από εκεί εκπορεύθηκε
αυτό το γοητευτικό –όσο και απρόσιτο– μικροσύμπαν των βιβλίων του, τα οποία
παρεμπιπτόντως τυγχάνουν, ενίοτε, αδέκαστης θαυμαστικής προσέγγισης από
βιαστικούς κριτές του ή αδέξιου αρνητισμού από (κάμποσους…) επίδοξους
νομπελίστες της εντόπιας λογοτεχνικής πιάτσας.
Είναι η παρουσία του, εν
τέλει, μια οριακή απομονώσιμη περίπτωση, ένα διαρκές ερώτημα για την ελληνική
ποίηση; Αντί άλλης απάντησης, προφανώς προκύπτουν άλλα ερωτήματα μέσα από αυτό το
ερώτημα, και ούτω καθ’ εξής… Το βέβαιον είναι πως δεν αλλοιώθηκε ο τόνος της
ποιητικής φωνής του στο διάνυσμα της δεκαετίας από την αποδημία του, ενώ ούτε
υπήρξε κάποια καταγγελτική ή άλλη πρόθεση από τους ομηλίκους του της λεγόμενης
«Γενιάς του ιδιωτικού οράματος». Ο Λάγιος, κατά κόρον, δεν έχει απασχολήσει
τους νεότερους (καθότι δεν είναι ένας «γοητευτικός» αναχωρητής, φευ…) και
σίγουρα δεν «χωράει» στην καταιγιστική διαδικτυακή-μιντιακή πρακτική των
νεότατων δηλούντων ποιητών. Αυτά τα φαινόμενα ωστόσο δεν είναι διαθλαστικά για
τον ίδιο: γνώριζε ότι η απόσταση και η αποστασιοποίηση του ποιητή είναι η
ασφαλέστερη δικλείδα για την αληθινή αξιολόγηση και διαρκή επιδραστικότητα του
έργου του. Ετούτο το γνώριζε, σαφέστατα. Μα ήταν επίσης κάτι που τον
ενδιέφερε;… Το λέει ωραία, αποστομωτικά: «Όλοι
μου είστε ο Δωρητής – κι εγώ του λίγου το λιγότερο./ Με κρατείς προς στιγμή.
Αρκεί. Εξανθρωπίζεται/ κάθε τυφλή επίκληση αθανασίας».
Ο Βασίλης Ρούβαλης (γέν. 1969) είναι ποιητής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου