17/5/15

Παράμονος

ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΧΡΙΜΑΝΗ

Juan Munõz, Χωρίς τίτλο, 1982, σίδερο, 80 x 64,5 x 63 εκ. 


ἀμφὶ δέ μιν νὺξ τριστοιχὶ κέχυται
ΗΣΙΟΔΟΣ, Θεογονία

Η τέχνη του Λάγιου ήταν ποίηση στον καιρό του μεταμοντέρνου. Όχι ως μιμητικό είδωλο της ακόμη κυρίαρχης πολιτισμικής δεσπόζουσας, ως πόζα του Τάδε ή του Δείνα, που τόσο μας έχει ταλαιπωρήσει, ούτε ως λογοτεχνικό αντίστοιχο του εν διαρκή ροή απορρητικού παιχνιδίσματος του ακμαίου φιλοσοφικού αποδομισμού. Αλλά ως μια ποιητική, το πεδίο δυνατότητας της οποίας όριζε η σύγχρονή του συνθήκη, η βεβαιότητα μόνο του νυν. Άλλωστε, ο δικός μας ο καιρός καταλογίζει όλα τα πράματα, ευκρινή και αδήλωτα. 
Το σώσμα του Ηλία ανεφύησε βλαστόν και εξήνθησεν άνθη ἐν ταῖς αὔλαξι του δικού του παρόντος, στην αέναη εφηβική ηλικία της Αθήνας της μεταπολίτευσης, εκεί που ο χρήστος τσουτσουβής και ο ιησούς χριστός στεκόντουσαν σ’ ένα αμπελάκι με το σούρουπο.  Αλλά, περισσότερο, το εγχείρημα του Λάγιου συνέπνεε τον καιρό τού μεταμοντέρνου, επειδή γνώριζε ότι ο άνθρωπος συντίθεται από ελάσσονα αποσπάσματα, δεν είναι αρκούντως άρτιος, μονάδα. Και ποτέ δεν ήταν. Ο Λάγιος είχε βαθιά επίγνωση ότι ουδέποτε υπήρξαμε μοντέρνοι.

Απέφυγε λοιπόν τα μοντερνιστικά τενάγη μέσα από την αναδίφηση του παρελθόντος, που είναι αιχμηρό, δεν γίνεται ιστορία. Ούτε συγχρονική ποιητική μυθολογία ή κατάνυξη της ήταν εποχής. Αναζήτησε το άγγιγμα της εκατόγχειρης ρίζας, γνωρίζοντας ότι οι Εκατόγχειρες ήταν μυθικά όντα, τέρατα, Γαίης τε καὶ Οὐρανοῦ ἀγλαὰ τέκνα, που κήρυξαν τον πόλεμο ενάντια στους Τιτάνες. Και αυτός ο κοπιαστικός, αδυσώπητος αγώνας, αυτό το πλήρες μεροκάματο, προϋπέθετε τη διάσχιση των λεπτοϋφασμένων πέπλων που αποκρύπτανε το χρόνο, την καταστροφή παντός του συνήθους, Ελένη πικραγάπη, μοναγάπη μου. Την κατάργηση του Κανένα ή του Κανόνα, την καθήλωση των Τιτάνων στα Τάρταρα, τόσσον ἔνερθ᾽ ὑπὸ γῆς ὅσον οὐρανός ἐστ᾽ ἀπὸ γαίης. Την απόδοση των ιερουργικώς διαχωρισθέντων απολιθωμάτων στη σφαίρα του βέβηλου. Για να επαναφέρει στην κοινή, ελεύθερη χρήση αυτό που παραμένει μη βιωμένο, έτσι ώστε το υπάρξαν να έρθει χωρίς όνομα, μνήμη, και πρόσωπο χωρίς, αστραπιαία σε σύνοδο με το νυν. Μέσα απ΄ το μεσσιανικό πρίσμα του άκρου μέλλοντα, που ’ναι ο καθοριστικά τετελεσμένος. Και μ’ αυτό τον τρόπο, προσήγαγε τὰ ὀστᾶ ἑκάτερον πρὸς τὴν ἁρμονίαν αὐτοῦ, μες στη μορφή της δικιάς του, δακρύζουσας γραφής, απ’ όπου αργά, αργά κι επίσημα αναβλύζουν στίχοι Κάλβου, Καβάφη, Καρυωτάκη, Όμηροι και Ησίοδοι, Στησίχοροι νομίζω κι Ευρυπίδηδες, ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική, o αληθινός ο Παλαμάς, ο Μάξιμος, ο Συμεών, ο Ιωάννης, ο Νικόλαος.
Ο αγώνας του Λάγιου δεν αναλώθηκε σε μια διανοητική άσκηση, μια αισθητική εκλέπτυνση, μια εργόπονη καλλιέργεια της πολυμάθειας. Δεν ήταν τίποτε λιγότερο από την αδιάκοπη μάχη σώμα με σώμα με τους μηχανισμούς που οι ίδιοι οι άνθρωποι δημιούργησαν∙ πριν από οτιδήποτε άλλο, με τη γλώσσα, τη θεμελιώτρα, μακελεύτρα γραφή. Και ο συγγραφέας Ηλίας Λάγιος, χαρτί που εγγραφόταν, αεί θνήσκοντας, χάραξε το σημείο όπου η ζωή διακυβεύτηκε στο έργο. Όπου παίχτηκε, όχι όπου εκφράστηκε∙ όπου παίχτηκε, όχι όπου εισακούσθηκε και εκπληρώθηκε. Γιατί γνώριζε ότι εκεί που είναι ο κίνδυνος, εκεί και το σωτήριον φύεται. Και έδωσε τη μάχη τ᾽ ἄατος πολέμοιο, σε ομάδες του ενός, οπλισμένος με πείνα, σε μάζες του ενός, οπλισμένος με στήθος ίσαμε το μέτωπο. Μάχη a priori, πέρα από υπολογισμούς, μάχη εν ειρήνη, μάχη των αδύναμων ψυχών, ενάντια στα αδύναμα σώματα. Και έτσι πληθύνθηκε, πλημμύρισε από δυνατούς αδύναμους τον κόσμο!
Στην ατέρμονη αναμέτρηση με τη γραφή, στον αγώνα για την έξοδο από το κολαστήριο, ο Ηλίας Λάγιος είχε λίγους συνοδοιπόρους, ήταν ο ξένος που κανείς δεν θα προφέρει. Τι ζητούσε στη λιανισμένη, κερατιάρα αυτή χώρα, στη στριγκή πνευματική καταχνιά; Εδώ δεν είναι παίξε γέλασε. Έτσι ο Λάγιος απέμεινε να παλεύει αποζητώντας τη θεία εγκατάλειψη, όπου η ψυχή υπήρχε ακόμη θνητή, τη διαφυγή πέρα από τον κόσμο της ενοχής και της δικαιοσύνης, τη μη σωζόμενη ζωή, μπροστά στην οποία η παντοδύναμη μηχανή της θεολογικής οικονομίας ναυαγεί∙ την απαθή φύση του limbus, όπου ο δίκαιος κι ο άδικος αναπαύονται εν ειρήνη.
Έως ότου έχασε τη χρυσή πανοπλία και χάραξε το αμετάβατο σκοτάδι - πια κατάδικό του. Τόσα χρόνια παίζοντας, έχασε τη ζωή. Και κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο Ποιητής, λάγιος και λύκος, bisclavret, εκαταλελειμμένος από την κοινότητα στο κυριαρχικό ανάθεμα, παραμόνος, φονευθείς ατιμωρητί, ἄθυτος ἀπῆλθεν.

Διακείμενο: Ηλίας Λάγιος∙ Ἡσίοδος, Ἰεζεκιήλ, Κώστας Βάρναλης, Κώστας Βούλγαρης, Κώστας Καρυωτάκης, Μωυσῆς, Νίκος Εγγονόπουλος, Νίκος Ζαχαριάδης, Ξενοφῶν, Antonin Artaud, Bruno Latour, Cesar Vallejo, Franz Kafka, Friedrich Hoelderlin, Giorgio Agamben, Marie de France, Robert Walser, Walter Benjamin, Vincent van Gogh, Wikipedia

Ο Γιώργος Καχριμάνης είναι μεταδιδακτορικός φιλοσοφίας

Δεν υπάρχουν σχόλια: