Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΗΛΙΑΣ ΛΑΓΙΟΣ
ΤΟΥ ΘΟΔΩΡΗ ΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
Ο Λάγιος έρχεται βέβαια από το ασυγκράτητο ποτάμι του Παλαμά, ανανεώνοντάς
το˙ κοινή διαπίστωση αυτή. Η φερτή ύλη του νέου ποταμού τούτου, του Λάγιου
ποταμού, φαίνεται πως χώρεσε πολλά, τα περισσότερα εισέτι ακαταλογογράφητα.
Μέσα σε όλη αυτή την αμήχανη πληθωρικότητα, το λάγιο ποιητικό γεγονός συντελέστηκε
ως μικροσύμπαν. Συγκροτήθηκε ως ένα μικρό οικοσύστημα.
Εννοώ: το λάγιο γεγονός
συγκροτήθηκε με λογής λογής υλικά και με συγκεκριμένο κύκλο ζωής, μια τροφική
αλυσίδα όπου τα μικρά συνυπάρχουν με τα μεγάλα και τα ορίζουν, ως τροφή και
περιβάλλουσα ύλη τους. Οι αντιφάσεις από κοντά (και είμαστε, ακόμη, πολύ κοντά
στο λάγιο μικροσύμπαν, μόλις 10 έτη μετά τον θάνατό του) μοιάζουν χάος.
Μαζευόμαστε, οι βιολόγοι της ποίησης, στις όχθες του Λάγιου ποταμού,
σαστισμένοι, για να μαζέψουμε δείγματα προς μελέτη. Να δούμε πώς διαντιδρούν με
τα νέα ύδατα της ποίησης, τα μετα-λάγια. Ίσως στο μέλλον οι αντιφάσεις και
πληθωρικότητες αυτές να μας μοιάσουν πως συντείνουν προς μια κάποια αρμονία.
Προς το παρόν πολλοί, κι ο γράφων ανάμεσά τους, αντιμετωπίζουν με σχετική
αμηχανία το λάγιο γεγονός.
Και μιας ο λόγος για την αρμονία, ίσως ο ρυθμός να είναι όχι μόνο τυπικά
συνεκτικό υλικό του λάγιου opus, όχι μόνο
ελάχιστος κοινός διαιρέτης όλων αυτών των αριθμών και των στοιχείων, αλλά και
αναφορά που παρασύρει την δημιουργική ροή σε συνεχή, παράφορη, σχεδόν
παραληρηματική παραγωγή. Ούτε στον Ρίτσο δεν βρίσκουμε τέτοια αστείρευτη, όσο
και μεθυσμένη φλέβα, τέτοια και τόση πληθωρικότητα.
Καλά όλα αυτά. Και είπαμε: γνωστά˙ έως και συγγνωστά. Αυτό που ίσως πρέπει
να συζητηθεί παραπάνω είναι, κατά τη γνώμη μου, πως η πληθωρικότητά του θα
μείνει κάπως sui generis, χωρίς
κληρονόμους. Αυτό το βραχνό ποτάμι μάλλον καταλήγει σε λιμνάζοντα ύδατα, παρά
σε μια θάλασσα. Καλό είναι κι αυτό, εξαιρετικό˙ οι λίμνες ζουν απ’ τα ποτάμια.
Το υλικό τους, το δικό τους οικοσύστημα, τροφοδοτείται από την δύναμη των
ποταμών: είναι, στην κυριολεξία, η πηγή ζωής τους. Ωστόσο, το οικοσύστημά τους
είναι κλειστό και πολύ δύσκολα ανανεώσιμο. Η εισαγωγή νέων στοιχείων, του γόνου
ενός επιθετικού ψαριού για παράδειγμα, πρέπει να γίνεται με προσοχή: μπορεί να
εξολοθρεύσει την ιθαγενή πανίδα. Με τις λίμνες πρέπει να είναι κανείς
συντηρητικός και προσεκτικός.
Ίσως κουράζουν οι οικολογικές εμμονές μου εδώ. Ας το ξεκαθαρίσουμε, λοιπόν:
το πάθος του Λάγιου ποταμού χρειάζεται, για να επιτευχθεί η αειφορία του υλικού
του, δύο πράγματα, που βρίσκονται σε μάλλον διαζευκτική σχέση. Χρειάζεται είτε
παραποτάμους που, γιατί όχι, να τον ξεπεράσουν κιόλας, μαιανδρικά, είτε μια
θάλασσα που να δεχτεί την ύλη του, να ανανεώνει το δικό της υλικό, αλλά να μην
φοβηθεί την μόλυνση και την αναδιάταξη όλης της της σύστασης.
Τι θέλω να πω, πριν οικολογήσω κι άλλο: ο Λάγιος είναι σχετικά άκληρος.
Έφυγε χωρίς να αφήσει διακριτούς απογόνους. Ωστόσο, το καταπίστευμά του, που
κρατά ο συμβολαιογράφος της ποίησης (ο χρόνος), κάπως έχει αποτέλεσμα σε μία
νεολυρική τάση της σύγχρονης ποίησης. Νομίζω όμως πως προς το παρόν η
δημιουργική του έκρηξη, εκείνο το νέο, ανανεωτικό μετα-big-bang του
ειρωνικού, χιουμοριστικού, και σκοτοδινισμένου λυρισμού του, δεν φαίνεται να
χύνεται σε θάλασσες ή, πόσο μάλλον, να διασπάται σε παραποτάμιες αφηγήσεις.
Αντιθέτως, λιμνάζει στα βάθη ενός, θα τολμούσα τον όρο, νεοφορμαλισμού. Στην
στροφή που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια ανάμεσα σε πολλούς ποιητές προς
παραδοσιακές φόρμες, δεν βλέπουμε το βασικό συστατικό, που όπως αναφέραμε πιο
πάνω είναι ο ρυθμός, να συνοδεύεται από χιούμορ, από διάθεση σκώμματος, από αυτοϋπονόμευση.
Τα υλικά αυτά δεν είναι απλά ornamenta ή mirabilia της Λάγιας
ποιητικής: είναι δομικά συστατικά της λειτουργικότητάς της. Χωρίς αυτά,
απομένει πίσω μία ρίμα, μια ρημάδα
τεχνική.
Από τη νέα αυτή ποίηση, τη νεοφορμαλιστική ας την πούμε, φρονώ πως λείπει η
αναστοχαστικότητα της λάγιας ρίμας, η ενστικτώδικη αναφυλαξία απέναντι στο
άσμα, τελικά. Μου κάνει, για αυτό τον
λόγο, τεράστια εντύπωση πως τμήμα αυτής της νέας ποίησης χαιρετίζεται μάλιστα
ως «ανανεωτική». Πολλή -σε καμία περίπτωση όλη- από αυτή τη νέα ποίηση, ίσως
δεν είναι παρά φετιχισμός της στιχοποιητικής μορφής.
Δεν είναι κανόνας αυτό, και το απαραίτητο σκοτάδι της συμπύκνωσης από τη
μία και το εκτυφλωτικό, χειρουργικό φως της ακρίβειας από την άλλη, στοιχεία
που χρειάζεται η γερή ρίμα, έχει βρει κάποιες άξιες στιγμές που λειτουργούν συνεχίζοντας
αυτή την παράδοση. Τέτοιες -ελάχιστες- στιγμές είναι, για παράδειγμα, η συλλογή
Αγοράκια Κοριτσάκια, μοναδική
κατάθεση του Δούκα Καπάνταη, ή κάποιες ρίμες της Κολοτούρου˙ επίσης, σχεδόν με
την έννοια της mimicry του Homi Bhabha, κάποια
ποιήματα του Ααρών Μνησιβιάδη κι ίσως του Βολκώφ, όπου το πομπώδες αφήνει, αχνά,
μια αίσθηση σκωπτικότητας.
Αλλά, κατά τα άλλα, η ατολμία και η επαναληπτικότητα, η σπουδή με την οποία
ο νεοφορμαλισμός αντεπιτίθεται προς την εδραία ελευθεροστιχία, ρέπει προς την
φιλολογία. (Ο γράφων δεν εξαιρείται: δύο σονέτα που βρήκαν το δρόμο στο Ορυκτό Δάσος, είναι σε έναν βαθμό
άσκηση ύφους και ορίου). Δεκτές οι ασκήσεις ύφους, και κάποτε εξαιρετικά
ευχάριστες. Με την εξαίρεση του Στέργιου Μήτα, ωστόσο, δεν μπορώ να ξεχωρίσω
άλλον νεότερο ποιητή που να γράφει σε ρίμα και να διαβάζεται σε λάγιο κλίμα.
Εννοώ: χωρίς να σου δίνεται η αίσθηση άσματος, αλλά και χωρίς να είναι άσκηση η
μουσικότητα που εκτυλίσσεται στα μάτια (και τα αυτιά!) του αναγνώστη, που
μετέχει στο μεθεκτικό χαρακτηριστικό του ρυθμού και της ρίμας.
Τα όσα παιανίζονται συχνά για την επιστροφή της ομοιοκαταληξίας ανάμεσα
στους νέους, είναι -ευτυχώς- υπερβολές. Η έλλειψη χιούμορ και η σοβαροφάνεια
είναι τα δεινά της νέας αυτής ποίησης: πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικά
πράγματα, που ο Λάγιος τα καταπολέμησε με πάθος. Ο νεοφορμαλισμός προϋποθέτει πειθαρχία και
επιμέλεια. Δεκτόν. Αλλά στον φετιχισμό της τέλειας συνάρθρωσης ισοσυλλαβίας και
μετρικής αγωγής, κάτι από το κλείσιμο του ματιού στον αναγνώστη, κάτι από το
Λάγιο ποτάμι, κάτι -τελικά- από την ποίηση
χάνεται. Διότι αυτό που καθιστά ένα κείμενο ποίηση, το σημείο όπου αρθρώνεται η
ποιητική, είναι το πεδίο αναστοχασμού: η δυνατότητα υπόθαλψης του ίδιου του
ποιητικού υποκειμένου. Αυτό έκανε ο Λάγιος. Η αδυναμία αυτής της υπόθαλψης,
κάνει τον Λάγιο ποταμό να εξοκείλει εσχάτως σε λίμνες σοβαροφανών, και γι’ αυτό
ευάλωτων, οικοσυστημάτων.
Ο Θοδωρής Ρακόπουλος (γέν. 1981) είναι ποιητής
Παντελής Χανδρής, Camping Tent, 2014 φύλλο mylar, διαστάσεις μεταβλητές, ευγενική παραχώρηση του καλλιτέχνη και της γκαλερί Elika |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου