ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΜΟΙΡΑ
Poka Yio, Άτιτλο, παλιά εφημερίδα και μποά
|
ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ, Μουσική και άλλα πεζά,
διηγήματα, εκδόσεις Πατάκη, σελ. 407
Η λέξη συμπύκνωση στριφογυρίζει στο μυαλό μου διαβάζοντας τα
διηγήματα-μινιατούρες του Αχιλλέα Κυριακίδη, συγγραφέα, μεταφραστή, σκηνοθέτη ταινιών μικρού μήκους και πιστού εραστή
της μουσικής, της λογοτεχνίας και του κινηματογράφου. Απόλυτη συμπύκνωση που
οδηγεί χωρίς περιστροφές, αναστολές και αμφιταλαντεύσεις το βέλος στην καρδιά
του κτήνους. Οι πέντε συλλογές διηγημάτων συστήνονται στον αναγνώστη με
αντίθετη χρονολογική σειρά από την πλέον πρόσφατη «Μουσική» του 1995 στη συλλογή
«Διαφάνεια» του 1973 και αυτή η αντίστροφη πορεία τον οδηγεί σταδιακά στα
βάθη της μνήμης, της ιστορίας και στις απαρχές της ποιητικής του συγγραφέα.
Στην πρώτη συλλογή (1995) οι
μουσικοί όροι-τίτλοι ρίχνουν φως στην παρτιτούρα της αφήγησης. Καθορίζουν το
μουσικό θέμα, τα μοτίβα και τα όργανα, την ρυθμική αγωγή της ανάγνωσης και τον
μουσικό τρόπο της πρόσληψης. «Πολύ αργά σχεδόν ράθυμα», «Η ιλιγγιώδης ραψωδία»,
«Μουσική δωματίου», «Δημοτικό τραγούδι», «Θέμα και δύο παραλλαγές», ανθολογώ
μερικούς τίτλους από τη συλλογή. Πεζά μικροτεχνήματα με ακρίβεια λόγου και
σαφήνεια προθέσεων που σαν διάττοντες αστέρες σε φλεγόμενες τροχιές φωτίζουν
για μια στιγμή τον ουρανό και χάνονται απότομα στο σκοτάδι. Όμως πριν σβήσει
και ο τελευταίος ήχος, πριν η τελευταία χορδή σταματήσει να πάλλεται και να
δονεί τον αέρα μια εναργής εικόνα-στοχασμός έχει καρφωθεί στο μυαλό του
αναγνώστη και τον παιδεύει. Κι ας έχει τελειώσει προ πολλού η παρέλαση των
λέξεων, που δεν διαρκεί πάνω από μια-δυο σελίδες το πολύ σε κάθε διήγημα. Κάτι απροσδιόριστο
τον αναγκάζει να γυρίσει πίσω στον τόπο του εγκλήματος για μια ακόμα «αυτοψία».
Στις «Διεστραμμένες ιστορίες» (1988) που ακολουθούν, οι εμβληματικοί
μύθοι, τα αγαπημένα παραμύθια και οι μεγάλες αφηγήσεις αναποδογυρίζονται με
ευστροφία και πνευματώδη ασέβεια χωρίς να χάσουν ίχνος από την μαγεία, τη
γοητεία και την αποτελεσματικότητά τους. Εγχείρημα σαφές στις προθέσεις του
αλλά όχι χωρίς διακινδύνευση. Όμως στο παιχνίδι αυτό των δισυπόστατων αληθειών,
των συμμετρικών δομών, της αντιμετάθεσης ρόλων και της αλλαγής παρατηρητηρίου
κατόπτευσης οι νέες εκδοχές για το καλό και το κακό και τα άλλα θεμελιώδη δίπολα
μοιάζουν πειστικές και οικείες: Μια αιμοσταγής Σεχραζάτ, ένας αθώος μικρός ονειροπόλος
Κακός λύκος και μια ανηλεής Κοκκινοσκουφίτσα κυνηγός, ένας ερωτευμένος
Μινώταυρος και μια πιστή Αριάδνη που συμμετέχει στην παραπλάνηση και την
εξόντωση του «ξένου», ένα άτυχο μαμούνι που φευ μεταμορφώνεται σε δημόσιο
υπάλληλο. Ένας Άβελ-αδελφοκτόνος, ένας πανέμορφος βάτραχος που μια κατάρα τον
έκανε πρίγκιπα, οι Τρώες που αποτολμούν μια νικηφόρο έξοδο από τα τείχη και
κατατροπώνουν τους Αχαιούς, ο Λάζαρος που βαδίζει ανάποδα στο σπήλαιο-μήτρα από
τον θάνατο προς τις ωδίνες της γέννησης. Αυτά και άλλα πολλά παράδοξα και ανατρεπτικά,
παιγνιώδη και σαρκαστικά διαδραματίζονται στις δεκαεννέα μικρές ιστορίες.
Στον «Πληθυντικό μονόλογο» (1985)
ο συγγραφέας κοιτάζεται σε μια σειρά από κάτοπτρα καθώς ενδύεται τις αμφιέσεις
και τα προσωπεία των ηρώων του και το είδωλό του πολλαπλασιάζεται στο άπειρο.
Δημιουργεί χώρους ψευδαισθήσεων, συνθέτει τοπία από ονειρώδη ύλη και βάζει σε
εφαρμογή ένα μηχανισμό συγκοινωνούντων δοχείων που διαρρηγνύει τα όρια της λογικής
διασταυρώνοντας το μύθο με την ιστορία και την επινόηση με την αληθινή ζωή. Στο
ίδιο περίπου κλίμα και η συλλογή «Στοιχεία
ταυτότητας» (1977) αναζητά την
εικόνα εαυτού που διαφεύγει και μεταμφιέζεται, διαλύεται και ανασυντίθεται σε
πολλαπλά αντίτυπα καθώς το φανταστικό συσσσωματώνεται με το παράδοξο και ο
χρόνος κινείται κυκλικά προκαλώντας μια ακολουθία διακειμενικών αναφορών και
πολιτικών σχολίων. Στο επίκεντρο ο συγγραφέας, η οδύνη της συγγραφής, η εύπλαστη ύλη του
διηγήματος, η απειρία των εκδοχών, των παραλλαγών, των διαφορετικών εκτελέσεων
ενός μουσικού θέματος. Η καταβύθιση στα αβυσσαλέα βάθη της ψυχοσύνθεσης των ηρώων,
οι συνήθεις εμμονές, οι πάντα παρούσες ερινύες και οι άγονες σκέψεις που δεν
γονιμοποιούν τις λευκές και άμωμες σελίδες. Η αναζήτηση της ποθούμενης συναστρίας
των νοημάτων και των λέξεων, η σύνθεση των ήχων, η ρυθμική τους διαδοχή, η
αρμονική τους συνεύρεση ή η άτακτη φυγή τους.
Στη συλλογή «Διαφάνεια» (1973)
ο αναγνώστης παγιδεύεται κάθε φορά σ’ ένα διαφορετικό εφιαλτικό ψυχογενές τοπίο.
Συνθήκες ασφυξίας, δυστοπίας και εγκλεισμού, χωρικές αλληγορίες και καταστάσεις
αυταρχισμού και ανελευθερίας δίνουν το στίγμα μιας εποχής παγετώνων στην
καθημαγμένη χώρα όπου κυριαρχεί η βία, ο παραλογισμός, η ασχήμια, η κατάθλιψη,
η ανασφάλεια. Σε μια θεατρική παράσταση ένας νέος-μαριονέτα εξωθείται στην
αυτοπυρπόληση μπροστά στους απαθείς, ανυποψίαστους και αμήχανους θεατές. Σε μια
εχθρική πόλη-σκακιέρα τα μαύρα πιόνια χάνουν την παρτίδα και ο βασιλιάς τους
σωριάζεται νεκρός. Στους υγρούς σαθρούς λαβυρίνθους των διαδρόμων του ναού της
Εργασίας συμπλέκονται αξιοθρήνητοι άνθρωποι από λάσπη και δύσμορφα γλοιώδη ερπετά.
Σε ένα πυρηνικό καταφύγιο-ενυδρείο το αδυσώπητο πεπρωμένο εγκιβωτίζει μια
οικογένεια σε μια τελευταίας τεχνολογίας υπερσύγχρονη σαρκοφάγο.
Οι συλλογές διηγημάτων του Αχιλλέα Κυριακίδη αναζητούν επίμονα την αθέατη «άλλη» όψη των πραγμάτων, τις λέξεις-σινιάλα,
αγγελιοφόρους του αδιόρατου και του αφανούς, που θα κάνουν τη γραφή διεγερτική
και την ανάγνωση μια εμπειρία συνοδοιπορίας και διακινδύνευσης. Χαρτογραφούν
την αθέατη πλευρά της μέρας όπου κρύβονται οι σιωπές και τα νεύματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου