ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΦΡΕΡΗ
Κλέβες Χρυσικού, Χωρίς τίτλο, 2008, ξυλογραφία, 70 x 160 εκ. |
HΛΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΣ, Τα λιλιπούτεια, ποιήματα, σελ. 160, δίγλωσση
έκδοση («ελληνικά/γαλλικά), Γαβριηλίδης
Τα 71 ποιήματα της συλλογής
δίνουν με την πρώτη ανάγνωση την αίσθηση μιας διάψευσης της ελπίδας και μιας
αβεβαιότητας για το παρόν, αφού η μνήμη συνέχεια αντιπαραβάλει το χθες με το
σήμερα. Όμως η αρχική δήλωση εμπιστοσύνης στην ποίηση-φύση «Χαίρε ω
καμπυλόγραμμη / Υψιπετώ μαζί σου και φλέγομαι / Επειδή δεν αφήνεις να σβήσει
καμία πνοή» (σελ. 8), κάτι που θυμίζει τη λυρική επίκληση-ευχή της αρχής κάθε
έπους, διαβεβαιώνει τον αναγνώστη ότι όσα ακολουθούν είναι τρυφερά, ήπια,
γεμάτα γνώση «Άφωνες λέξεις στην ύψιστη σαφήνειά τους» (σελ. 10).
Η δομή αυτών των σύντομων
στοχαστικών ποιημάτων είναι η διακριτική διαφορά ανάμεσα στην προσδοκία και την
πραγματικότητα «Λάμψεις, εκλάμψεις, αναλάμψεις / Και ανεπαίσθητες ροές» (σελ.
18) και φυσικά η τελική στάση, που δεν είναι άλλη από την παρηγοριά της
προσωπικής θέσης του δημιουργού για την ευτυχία, που είναι η καταλυτική αποδοχή
της φύσης «Εγώ / Και από την άλλη μεριά / Το κοτσύφι / Τι πολλοί» (σελ. 142).
Και
ακολουθεί μια γοητευτική συνειδητοποιημένη απελπισία «Κοίτα να δεις / Από
ολόκληρο ροδώνα / Ένα «μη με λησμόνει» μόνο / Σκαρφάλωσε στο ποίημά μου» (σελ.
144), για να αναρωτηθεί ο αναγνώστης αμέσως αν το έργο θα αποδώσει καρπούς ή
όχι « Έρχομαι ή φεύγω;» (σελ. 148).
Αυτή
η ανασκόπηση ζωής μέσα από τη φύση και την ποίηση ή ταυτίζοντας ποίηση και φύση
καταγράφει με ηρεμία, με συνδρομή πάντα τη μνήμη, τα όνειρα, την ιδεολογία και
τους στόχους του εγώ: «Αμέτρητες πολύχρωμες ομπρέλες / Αμέτρητες σκοτεινές
μελαγχολίες» (σελ. 62), καθώς και την κατανόηση του κόσμου, όσο περίπλοκου και
δυσνόητου κι αν φαίνεται, «Κανένα αίνιγμα δεν μένει άλυτο» (σελ. 74), γιατί το
ποιητικό εγώ καταφεύγει, με εφόδιο την σωστή παρατήρηση του ρόλου του ανθρώπου
στη φύση και την πίστη του στην ανθρώπινη λογική «παράδοση» (όχι με την έννοια
της πατριδολατρίας ή της ιστορικής μνήμης), αποδέχεται την αιώνια λύση
«Σκαλίζοντας μ’ επιμονή τη μνήμη / Αντί να ανακαλύψει άλλα / Έσβησε κι όλα
εκείνα / Που θυμόταν» (σελ. 134).
Με
γλώσσα που απαλύνει κάθε πίκρα, με στίχο επιμελημένο και χαμηλότονο, με εικόνες
απλές, παρμένες από το γνώριμο φυσικό περιβάλλον, ο αναγνώστης καθώς διαβάζει
τα ποιήματα του βιβλίου, ανακουφίζεται με τον προβληματισμό που αντιμετώπισε τη
ζωή, συμπάσχει με την αγωνία του τρυφερά, γοητεύεται από τη λύση-καταφύγιο της
φύσης που του προσφέρεται, ξαναζεί ήρεμα δικά του ανάλογα περιστατικά, θαυμάζει
που το κάθε ποίημα συνεχίζει τον προβληματισμό του προηγούμενου, ζει την
αλυσίδα της σκέψης και των συναισθημάτων του ποιητικού εγώ, συμμερίζεται τις
ελπιδοφόρες αναλαμπές, διαπιστώνει το μεγαλείο της έκφρασης και στοχασμού τόσο
λιλιπούτειων ποιημάτων.
Και
όλα αυτά κατορθώνονται με λιτές περιγραφές, με απλές μεταφορές, με επιλεγμένες
παρομοιώσεις, με σκόπιμες εικόνες ώστε όλο αυτό το υλικό να συμβάλει καλύτερα
στην τελική απόδοση του οπτικο-ακουστικού αποτελέσματος της ανάγνωσης, γιατί η
ποίηση, παρά τη σύγχρονη κακοποίησή της από εφήμερους διανοουμένους, παραμένει
ένα περίπλοκο κράμα που αντηχεί στο πνεύμα, φωτίζει τον νου κι ενεργοποιεί τις
αισθήσεις.
Συγχαίρω
που τολμήθηκε η δίγλωσση έκδοση, που η απόδοση και στη γαλλική γλώσσα είναι
καλή, σωστή και πιστή και δηλώνει ένα άνοιγμα της ποιητικής δημιουργίας του
Ηλία Κεφάλα προς την ετερότητα και ευελπιστώ ότι θα
συνεχίσει με τον ίδιο τρόπο να συμβάλει στα πολιτιστικά δρώμενα του τόπου μας,
επειδή η πνευματική ένδεια είναι η αιτία όλων των σύγχρονων δεινών μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου