ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΜΟΙΡΑ
Σημαία, 2010, σινική μελάνη σε χαρτί, 112 x 200 εκ. |
ΣΩΤΗΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, Κοντά στην κοιλιά, εκδόσεις Πατάκη, σελ. 96
Η λέξη «βασανίζομαι», μια επιτοίχια κραυγή με τρεμάμενα γράμματα και
μαύρη μπογιά, σκαρφάλωσε ξαφνικά στις πολυκατοικίες και τις μάντρες της Αθήνας.
Σαν μια γραπτή δημηγορία, ένα ιδιότυπο αστικό σινιάλο, ένα παράξενο μήνυμα χωρίς
συγκεκριμένο αποδέκτη, που εν μέσω οικονομικής κρίσης ήρθε να εκφράσει εκτός από
την υπαρξιακή αγωνία του ανώνυμου γκραφιτά, τον συλλογικό μαρασμό και την κλιμακούμενη
απόγνωση των κατοίκων της πόλης. Κάπως έτσι ξεκινά το ευσύνοπτο αφήγημα του Σωτήρη
Δημητρίου που διαβάζεται απνευστί, και τελειώνει μετά από ενενήντα έξη ακριβώς σελίδες,
χωρίς κεφάλαια, διακοπές και στάσεις, ενώ η αφήγηση ρέει σαν νεράκι και η μια
σκέψη διαδέχεται την άλλη. Χωρίς ρητορεία και διδακτισμό αλλά με μια σκωπτική θυμοσοφική
διάθεση ο συγγραφέας συνομιλεί με τον αναγνώστη του περιπλανώμενος στον κόσμο
των πολιτικών ιδεών, στοχαζόμενος παιγνιωδώς και με θέρμη την πορεία του γένους.
Μόνο τα λογοπαίγνια, τα εύθυμα στιχάκια, τα παιδικά τραγουδάκια, οι
νεολογισμοί, οι βωμολοχίες, οι παροιμίες,
οι αφορισμοί και τα νόστιμα γνωμικά, όλο αυτό το ζωντανό λαμπερό κομμάτι της
γλώσσας και το οπλοστάσιο της λαϊκής σοφίας που τρυπώνουν στο κείμενο, έρχονται
να διακόψουν τον αφηγηματικό ειρμό με μια περιπαικτική και σαρκαστική αποτελεσματικότητα.
Ο λόγος για την οικονομική κατάρρευση και την ανθρωπιστική κρίση που
έφερε τη χώρα δακτυλοδεικτούμενη σε μια ανυπόληπτη απομόνωση από τους
προσφιλείς της εταίρους και τα πάνω κάτω στη ζωή, τις καθημερινές πρακτικές και
κυρίως στην εικόνα εαυτού των πολιτών. Μια περιδιάβαση σε κουβέντες του
καφενείου, αφορισμούς και ουτοπίες, σε πρωτάκουστες συσπειρώσεις και φανταστικές
κομματικές οργανώσεις που αναδύθηκαν από τον πανικό που προκάλεσαν οι πολιτικές
και οικονομικές ανατροπές. Αυτές που εκθεμελίωσαν την ανέμελη ραστώνη, την υλιστική
μακαριότητα και τον εγωπαθή εφησυχασμό και βοηθούντων των κάθε λογής
αγκιτατόρων ενέσπειραν την ενοχή και υποδαύλισαν τη βάσανο των ήδη
καταπτοημένων από την ανασφάλεια και απορρυθμισμένων από το άγχος πολιτών. Σ’
αυτό το πλαίσιο διερευνώντας την ευθραυστότητα των ανθρώπινων αντοχών και αντιστάσεων,
την καπηλεία και τη ρητορεία που αναπτύχθηκε ένθεν κακείθεν ο συγγραφέας
επινοεί τα δικά του ευφάνταστα ιδεολογικά μορφώματα για να ομαδοποιήσει όλους
αυτούς τους φοβισμένους όψιμους τιμητές ή απολογητές μιας ζωής βασισμένης σε αγοραίες
αξίες και ανώφελα ιδανικά. Τους αριστεροδεξιούς καιροσκόπους και τους
κομμουνιστοκαπιταλιστές κήνσορες με τα αριστερά επιχειρήματα και τις δεξιές
πρακτικές, αναρωτώμενος πώς ανεπαισθήτως και αυτοβούλως περάσαμε από το
παροιμιώδες: ξέρεις ποιος είμαι εγώ,
στο είμαι ένα τίποτα. Από όλες τις
κοινωνικές τάξεις αναπήδησαν ειδικές κατηγορίες πασχόντων πολιτών: κατήγοροι
και απολογητές, μισάνθρωποι και εμπαθείς, ευαίσθητοι και υψηλόφρονες, υψιπετείς
και χαμερπείς, αιωνίως ανησυχούντες και εφησυχασμένοι, ισορροπιστές και των
άκρων. Ξαφνικά εμφανίστηκε ένα πλήθος δοκησίσοφων να ξιφουλκούν ο ένας ενάντια
στον άλλον με θεατρικό στόμφο ή να προσπαθούν να προσεταιριστούν αλλήλους. Οι
αγνωστικιστές και οι μηδενιστές, οι σκεπτικιστές και οι αντιαυταπατιστές, οι
ένθεοι και οι μετανοητές, οι αθωωτές και οι εκδημήσαντες, το κόμμα των φυρών,
των ονειριστών, των εξομολογητών, των θαυμασίων όντων ή το κόμμα της παραμυθίας.
Εντεταλμένο για να ανακουφίζει τις ενοχές που σαν μανιτάρια φύτρωναν και
ταλαιπωρούσαν καταχραστές, φοροδιαφεύγοντες, μαϊμού-αναπήρους, δημοσίους
υπαλλήλους εν γένει, παντοιοτρόπως αμαρτήσαντες, διαχρονικά φαύλους ή απλώς
αθώους. Αλλά το κόμμα που άλλαξε τον ρου της ιστορίας ήταν αυτό του αρχικού εφησυχασμού ή κοντά στην κοιλιά. Το κόμμα της
ευδαίμονος αταραξίας, της γλύκας των κρυφών σωματικών απολαύσεων, της λήθης που
διακατέχει το έμβρυο ή της αμεριμνησίας του ενήλικα που βυθίζεται στα χλιαρά
αβαθή νερά με τα μάτια κλειστά.
Η λέξη «λάθος» που εμφανίστηκε αμέσως μετά στις αυτοσχέδιες
γιγαντοοθόνες των τοίχων της πόλης ήρθε σαν λαϊκή ετυμηγορία να αποκαταστήσει την
ισορροπία στα πράγματα και να φέρει στον ταραγμένο ψυχισμό των πολιτών μια
κάποια ανακούφιση. Να σαλπίσει την αποφόρτιση και την παύση των εμφύλιων
εχθροπραξιών και των σουρεαλιστικών εκτροπών. Επικράτησε πάλι η ψυχραιμία και η
χώρα μετά τον πανικό βρήκε ξανά την μακαριότητά της. Σε μια έξαρση άκρατου
πραγματισμού έγινε όλη μια καφετέρια και ο λαός απέκτησε την τουριστική εξειδίκευση
και την τεχνογνωσία περί του καφέ που του έπρεπε. Το ευκλεές έθνος, φωτοδότης
του πολιτισμού, μετονομάστηκε σε κόφι-ρεπουμπλίκ, αλλά τον ίδιο δρόμο
ακολούθησαν φευ και τα άλλα κράτη με ανάλογες εξειδικεύσεις. Στην πίτσα η
Ιταλία, στον μπακλαβά η Τουρκία, στα λουκάνικα η Γερμανία. Και ενώ με το
πέρασμα του χρόνου οι άνθρωποι είχαν ειρηνεύσει και ακολουθούσαν σαν τα
αποδημητικά πουλιά την πορεία του ήλιου αφοσιωμένοι στη γλύκα της ζωής και στο
ελάχιστο αναγκαίο. Και ενώ μια περιοδική μετανάστευση από το νότο στο βορρά και
πάλι πίσω έφερνε την ισορροπία ανάμεσα στους κατοίκους των θερμών προσηλιακών χωρών
και των ψυχρών και βροχερών. Και ενώ όλες οι γνωστές αφορμές για έριδες και ανταγωνισμούς
είχαν εκλείψει, μια τυχαία επιπλοκή (ένας επίμονος τζαναμπέτης βόρειος που δεν
εννοούσε να φύγει από τη λιακάδα), δημιούργησε μια γενικευμένη σύρραξη και οι
άνθρωποι αλληλοεξοντώθηκαν έμπλεοι μίσους και πάθους μέχρι ενός.
Μια επίκαιρη αλληγορία με χιούμορ και τρυφερότητα, κλαυσίγελο και πικρή
ειρωνεία για τον άνθρωπο. Αυτό το σοφό, ατελές όν που κομπορρημονεί για την
αυτάρκεια και το μεγαλείο του αλλά τρέμει εμπρός στο πεπερασμένο της ύπαρξης
και το αβυσσαλέο κενό του θανάτου, ενώ το σύμπαν συνεχίζει αδιατάρακτα την
πορεία του ερήμην των καινοτόμων ιδεών του υπερφίαλου είδους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου