26/4/15

Μια ζωή αφιερωμένη στην εκπαίδευση

ΤΟΥ ΑΛΚΗ ΡΗΓΟΥ

Arpeggio, 2007, μικτή τεχνική, 180 x 300 εκ. 


ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΠΑΥΛΟΥΡΟΣ, Αναμνήσεις, Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, σελ. 303

Σε όλα τα πεδία της δημόσιας ζωής, υπάρχουν κάποιοι δευτεραγωνιστές, που ποτέ δεν θα καταγράψει το όνομα τους η επίσημη ιστορία, οι οποίοι όμως με όραμα, συνέπεια και ευθύνη υπηρέτησαν το πόστο που βρέθηκαν. Στο χώρο της εκπαίδευσης και ιδιαίτερα της στοιχειώδους, συναντάμε πληθώρα τέτοιων προσώπων και χθες και σήμερα, που με αφοσίωση και κόντρα πολλές φορές στους κυρίαρχους τρόπους πρόσληψης του ρόλου και της σημασίας του Δάσκαλου, τις γραφειοκρατικές αγκυλώσεις, επιχειρούν βιωματικά να εκτελέσουν δημιουργικά και οραματικά, το λειτούργημά τους. Χαρακτηριστική τέτοιου είδους περίπτωση είναι αυτή του Παναγιώτη Παυλούρου, τις αναμνήσεις του οποίου σχολιάζουμε εδώ.
Ενός εκπαιδευτικού που από το 1916 μέχρι το 1961, δηλαδή επί 44 χρόνια -και τι χρόνια- έκανε σκοπό της ζωής του την προσφορά στην Στοιχειώδη Εκπαίδευση ως δάσκαλος 12 χρόνια, κι αυτά με διακοπές λόγω στράτευσης και μετεκπαίδευσης, και 32 ως επιθεωρητής.
Ενός φιλελεύθερου πολίτη -με την κλασσική έννοια του όρου- που μέσα από τους ανοικτούς ορίζοντες που κατέκτησε, κόντρα πολλές φορές στην βασική εκπαιδευτική παιδεία που του δόθηκε -ως απόφοιτου του ιεροδιδασκαλείου Τριπόλεως- την ελάχιστη υποδομή του μονοταξίου Μαρασλείου Διδασκαλείου και την διετή Πανεπιστημιακή του Μετεκπαίδευση υπό την διεύθυνση ενός αντιφατικά συντηρητικού ως και αντιδραστικού καθηγητή του Εξαρχόπουλου, απέκτησε μια ευρύτερη γενική μόρφωση, μια εντυπωσιακή ευαισθησία για το γύρω του κοινωνικό γίγνεσθαι, στοιχεία τα οποία τον οδήγησαν σε «επαναστατικές» εκπαιδευτικές πρακτικές.

 «Είχα πάντοτε την γνώμη –γράφει και ξαναγράφει στις ‘Αναμνήσεις’ του– ότι το σχολείο είναι ένας κοινωνικός οργανισμός ταγμένος να εξυπηρετεί με το έργο του την κοινωνία, επηρεασμένος φυσικά από την εκάστοτε πραγματικότητα. Γι’ αυτό δεν πείθομαι ότι το σχολείο είναι αυτόνομο έξω από την σύγχρονη με την λειτουργία του πραγματικότητα με σκοπούς αγωγής δικούς του….(ότι ) Η διδακτική, γενική ή ειδική, έχει πνίξει τον σκοπό τής αγωγής και τα σχολεία όλων των βαθμίδων δεν κάνουν αγωγή των παιδιών αλλά ’μάθημα’, για να μάθουν τα παιδιά. Έτσι ταυτίζονταν ο σκοπός της αγωγής με την παροχή γνώσεων έστω και αν είναι άχρηστες, ουδέτερες σαν κίνητρα ζωής για το παιδί… Ως εκπαιδευτικός μέσα σε μια ποικιλία συστημάτων, επρόσεχα τους τρόπους εργασίας … να μην είναι βασικά αντίθετοι με τις απαιτήσεις της ψυχολογίας για την ανάπτυξη της προσωπικότητας των παιδιών και την αυτενέργεια»
 Αυτές τις βασικές παιδαγωγικές αντιλήψεις τις εμπλούτισε δημιουργικά η επαφή του στα χρόνια της πανεπιστημιακής του μετεκπαίδευσης (1924-26) η συμμετοχή του στις εκδηλώσεις της «Φοιτητικής Συντροφιάς» και του «Εκπαιδευτικού Ομίλου» και η στενή του σχέση με την ανεπανάληπτη τριάδα Γληνού, Δελμούζου και Τριανταφυλλίδη. Τον τελευταίο όχι μόνο τον είχε καθηγητή στη διετή του μετεκπαίδευση, αλλά ήταν και ο άνθρωπος ο ποίος είχε γίνει αφορμή ήδη από τα 1916 να οδηγηθεί στον Δημοτικισμό. Τότε ως πρωτοδιορισμένος δάσκαλος διάβασε ένα βιβλιαράκι του «Η Γλώσσα μας στα σχολεία της Μακεδονίας», γεγονός που λειτούργησε καταλυτικά, και από «Σαύλος μετατράπηκε σε Παύλος αταλάντευτος σε όλη τη ζωή … της ζωντανής λαλιάς της πραγματικής γλώσσας του ελληνισμού», γεγονός που του δημιούργησε αρκετά προβλήματα βέβαια στην καριέρα του. Ο σχολιασμός της παύσης του Γληνού στα 1925 από την δικτατορία του Πάγκαλου είναι ενδεικτικός αυτής της πίστης του: «Δεν ξέρω γιατί όλοι οι δικτάτορες στον τόπο μας, άσχετα με τις προσωπικές τους πεποιθήσεις, καταδιώκουν τον Δημοτικισμό. Ίσως γιατί όλοι τους φοβούνται την αλήθεια και ο Δημοτικισμός είναι ένα μέσο που οδηγεί στην αλήθεια»!
Η περίοδος της Μετεκπαίδευσής του, μετά την μικρασιατική καταστροφή και τις πολιτικές ταλαντεύσεις που την ακολούθησαν, όπως γράφει, δημιούργησε «έντονη και την επιθυμία μας για κάτι καλύτερο, για μια νέα δημιουργία… Θα έλεγα ότι ήταν εποχή ιδεαλισμού, νέων προσαρμογών μιας προοδευτικότητας… εζητούσαμε και να φύγουμε από την τυπική μορφή με τις υποχρεωτικής εργασίες και να ξανοιχτούμε σε ευρύτερους ορίζοντες που αγγίζουν και την κοινωνική μας τοποθέτηση. Τον Δάσκαλο δεν τον βλέπαμε πια σαν ένα απλό διδακτικό δημόσιο υπάλληλο αλλά σαν ένα δραστήριο μέλος της πολιτιστικής δραστηριότητας έτοιμο και ικανό να δημιουργήση , να σπάση προκαταλήψεις και να είναι όσο μπορεί πρωτοπόρος στους τομείς που είχε την δυνατότητα»
Διαβάζοντας τις Αναμνήσεις του διαπιστώνουμε ότι αυτός ο ιδεαλισμός προοδευτικότητας δεν τον εγκατέλειψε ποτέ μέχρι το τέλος της εκπαιδευτικής του αποστολής. Το διαπιστώσαμε και προσωπικά την δεκαετία του ’50 ως μαθητής του πρότυπου 70ου σχολείου Αθηνών, που εκείνος ως επιθεωρητής δημιούργησε, αλλά και από την φιλική συλλογικότητα των δασκάλων μας τόσο μεταξύ τους όσο και με τον επιθεωρητή τους, όπως και την δουλειά στο σπίτι της δασκάλας στο ίδιο σχολείο μητέρας μου. Και συγχωρέστε μου αυτή την προσωπική αναφορά.
Αυτή η αέναη αναζήτηση τον οδήγησε άλλωστε όχι σε μια τόσο συνήθη προσωποκεντρική αντίληψη της αποστολής του, παρά την πληθωρικότητα του χαρακτήρα του, τις αναμφισβήτητες ηγετικές του ικανότητες, την εντυπωσιακή ευγλωττία του, αλλά στην αναζήτηση κάθε είδους οργάνωσης και συμμετοχής σε συλλογικές εκφράσεις, με πρώτη εκείνη της Διδασκαλικής Ομοσπονδίας, αργότερα στη δημιουργία συλλογικής έκφρασης των επιθεωρητών, αλλά και φιλικών φυσιολατρικών μορφωτικών εκδρομών, γεγονός σπάνιο την εποχή εκείνη, όπως και στη δημιουργία από τότε αιρετών μαθητικών κοινοτήτων, συλλόγων γονέων, στη συνεργασία των οποίων έδινε ιδιαίτερο βάρος, αλλά και δημιουργίας συνεταιριστικών και πολιτιστικών οργανώσεων στους τόπους όπου βρέθηκε να εργάζεται. από την Πελοπόννησο, την Ήπειρο, την Θεσσαλία, την Μακεδονία την Αθήνα και την Ανατολική Θράκη.
Παράλληλα, στη διάρκεια της μετεκπαίδευσής του έμαθε Γερμανικά, πήρε συνέντευξη από παιδαγωγό καθηγητή της Κολωνίας, αρθρογραφούσε σε διδασκαλικά έντυπα, ενώ με μια αντίστοιχων αναζητήσεων παρέα διεύρυναν την πολιτιστική τους κουλτούρα, με παρακολούθηση θεατρικών παραστάσεων, συναυλιών, λαογραφικών μουσείων, αλλά και ομιλιών όπως τον εναρκτήριο Λόγο της καθηγεσίας του Νεοελληνιστή Νίκου Βέη, αλλά και του Κωστή Παλαμά για τον Ανατόλ Φράνς, τις διαλέξεις του Ψυχάρη και τα μαθήματα της Παιδαγωγικής Ακαδημίας που είχε ιδρύσει ο Γληνός, όπου εκτός από αυτόν δίδασκαν ανάμεσα σε άλλους και οι Βάρναλης και Δελμούζος.
Με αυτά τα εφόδια και αναζητήσεις επέστρεψε ως δάσκαλος στο χωριό του -την Ζούρτσα Αρκαδίας- όπου για να ξεπεράσει τις εκπαιδευτικές ανισότητες αγοριών κοριτσιών προχώρησε με την ανοχή του επιθεωρητή για πρώτη φορά στην Ελλάδα στη άτυπη συγχώνευση των ξεχωριστών σχολείων αρένων και θηλέων, στο πρώτο στη χώρα μικτό δημοτικό σχολείο, την οποία κατόρθωσε τελικά να νομιμοποιήσει. Επίσης, με βασικό όραμα την μαθητική αυτενέργεια -άλλο μόνιμο στοιχείο της παιδαγωγικής του αντίληψης- δημιούργησε συνθήκες ελευθερίας διατυπώσεως αποριών, ελευθερία έκφρασης στις εκθέσεις, ομάδες εργασίας των μαθητών ανά μάθημα, τακτές εβδομαδιαίες αυτοκριτικές συνεδριάσεις του συλλόγου των δασκάλων, εναλλαγές τους στις τάξεις, δημιουργία έστω και μικρής βιβλιοθήκης, με βιβλία πέρα των διδακτικών, για ελεύθερη ανάγνωση, προμήθεια εποπτικών μέσων και δημιουργία εργαστηρίων προμήθεια παιχνιδιών, ακόμη και ραπτομηχανής.
Παράλληλα, σε συνεργασία με συλλόγους άλλων σχολείων προχώρησε σε εκδρομές των παιδιών, με διανυκτέρευση σε σπίτια συμμαθητών τους, κοινά μαθήματα και σχολικές γιορτές. Τα ίδια τα παιδιά κλήθηκαν και δημιούργησαν μαθητικό συνεταιρισμό, κουρείο, φαρμακείο και μαθητικό ανθόκηπο. Και το κυριότερο, δημιούργησε μαθητικές κοινότητες με αιρετά συμβούλια ανά τάξη, που συγκροτούσαν με δική τους επιλογή το γενικό συμβούλιο των μαθητών του σχολείου, «Η μαθητική κοινότητα –γράφει– είχε πολλά καθήκοντα και ανταποκρίνονταν με επάρκεια. Όλος ο τομέας για τα διδακτικά έργα ήταν αρμοδιότητα της κοινότητας, που όπου χρειαζόταν ζητούσε την συνδρομή των δασκάλων, των γονέων και άλλων προσώπων. Και στα μαθήματα όμως βοηθούσε με ενίσχυση των αδυνάτων. Σκοπός μας ήταν να εμπνεύσουμε στα παιδιά αυτοπεποίθηση και υπευθυνότητα. Ελογοδοτούσαν οι ομάδες και τα συμβούλια στην εβδομαδιαία συνέλευση από την γ΄ τάξη ως την στ΄. Έλεγαν την γνώμη τους και οι δάσκαλοι».
Και αυτό το πρωτοποριακό, ακόμη και σήμερα έργο, δεν τέλειωνε εδώ, εμπλουτίστηκε με δυο ακόμη έμμονες ιδέες του, τα εκπαιδευτικά συνέδρια με οργανωτές τους ίδιους τους δασκάλους και την ίδρυση συλλόγων γονέων. Σε εκείνον που δημιούργησε στην πρώτη θητεία του είχε μάλιστα την έμπνευση να μπει ως έμβλημα στην σφραγίδα του ένας ήλιος που ανατέλλει και από κάτω να γράφει «φως εκ των κάτω» γεγονός που οδήγησε μέσα από καταγγελίες γονέων να κατηγορηθεί ως… κομμουνιστής ανάμεσα στις καταγγελίες που αποδείκνυαν και το ότι τον είδαν να αγοράζει… κρέας την Τετάρτη!
Η κατηγορία μετά από ανακρίσεις βέβαια κατέπεσε, όμως όπως του είπε αξιωματικός της Ασφάλειας «για τις υπηρεσίες τους και όταν οι κουμπότρυπες κρύβονται και κλείνουν, τα ίχνη τους μένουν και δεν εξαφανίζονται»! Και όπως σημειώνει «με την σκέψη αυτή τα 2/3 των Ελλήνων ήσαν κομμουνιστές ή ύποπτοι για αντεθνικά φρονήματα και αυτό το διαπίστωσα αργότερα ως επιθεωρητής…».
Παράλληλα, και ενώ είχε πλήρη επίγνωση ότι «η συλλογική δράση και ο συγκερασμός των ατομικών αντιθέσεων με το γενικό συμφέρον ήταν δύσκολα επιτεύγματα», προχώρησε στη δημιουργία προοδευτικού συλλόγου Νέων, και το κυριότερο κόντρα και σε προφανή συμφέροντα ενεργά στην ίδρυση και λειτουργία στο χωριό του Γεωργικού Πιστωτικού και Προμηθευτικού Συνεταιρισμού τον οποίο υπηρέτησε ως γραμματέας, αργότερα και ως Πρόεδρος, τον εκπροσώπησε μάλιστα στη Γενική Συνέλευση του ΑΣΟ στην Αθήνα όπου συμμετείχε και στο πρώτο Ανώτερο Συνεταιριστικό Συμβούλιο υπό την Προεδρία του Αλέξανδρου Σβώλου.
Αν σταθήκαμε λεπτομερειακά στα παραπάνω είναι γιατί αυτά αναδεικνύονται με μια επιμονή και συνέπεια σε όλη του την μετέπειτα πορεία, ως επιθεωρητή στην Παραμυθιά, τα Γιαννιτσά , την Λάρισα, την Αργολίδα την Αθήνα και γενικού επιθεωρητή στην Ανατολική Θράκη, ανεξάρτητα των ταραγμένων πολιτικών καταστάσεων μέχρι το 1961 που πήρε σύνταξη. Εμπλουτίζοντας και βαθαίνοντάς τες ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες, τις συνθήκες και τις εμπειρίες που είχε να αντιμετωπίσει, χωρίς να τις αλλοιώνει ούτε να τις υποτάσσει ποτέ στο λεγόμενο πολιτικό κόστος. Γεγονός που προφανώς πλήρωσε και με καθυστερήσεις προαγωγών και με μικροπειθαρχικές διώξεις.

 Παράλληλα ο τρόπος γραφής, σχεδόν προφορικός, άμεσος και εντυπωσιακά νηφάλιος, με μια τεράστια προσπάθεια να μην ξεχάσει κανέναν με τον οποίο συνεργάστηκε, τα θετικά μα και τα αρνητικά του, όπως και τα δικά του βέβαια, καθιστά το κείμενο ιδιαίτερα ενδιαφέρον και όχι μόνο για τους εκπαιδευτικούς. Ακριβώς και γι’ αυτό αξίζει να το διαβάσει κανείς, μια που καλύπτει ιστορικά μια τόσο έντονα τραυματική ιστορική μας περίοδο!

Δεν υπάρχουν σχόλια: