11/4/15

Εποχή και τόπος σ’ ένα νησί του Ιονίου

ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΗΡΑ

Χωρίς τίτλο,  2014, ξυλοχρώματα σε χαρτόνι,  71 x 71 εκ. 


ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΛΑΦΑΤΗΣ, Από το λυκόφως στο λυκαυγές, 1944-1959. Κοινωνική ωρίμανση και πολιτική στράτευση. Πρόλογος: Σ. Ι. Ασδραχάς. Εικόνες: Γιάννης Ψυχοπαίδης, εκδόσεις Θεμέλιο, σελ. 192

Από τον τίτλο ακόμα αυτού του βιβλίου του ιστορικού της οικονομίας, Θανάση Καλαφάτη (γ. το 1941 στο Σπανοχώρι Λευκάδας, από όπου καταγόταν και ο καλός πεζογράφος Γεράσιμος Γρηγόρης, 1907-1985), προβάλλει κυριαρχικά η εποχή, δηλαδή ο γενικός, συλλογικός ορίζοντας πάνω στις ζωές και στις τύχες των ανθρώπων. Πρόκειται για μια δέσμη εξήντα τεσσάρων πολύ σύντομων αφηγήσεων-«στιγμιότυπα» τα ονομάζει ο ίδιος-συνήθως των 5-6 το πολύ σελίδων η καθεμιά, που το βασικό τους χαρακτηριστικό είναι ότι ξεκινούν από μια προσωπική ανάμνηση του συγγραφέα, κατά κύριο λόγο από τον γενέθλιο τόπο του, τη Λευκάδα. Όμως, η ιδιοτυπία τους βρίσκεται στο ότι ξεφεύγουν από τον συνήθη τύπο των ενθυμήσεων, των αναστατικών μιας άλλης χρονικής στιγμής και πλησιάζουν στον τύπο των λαϊκών εξιστορήσεων στις οποίες είναι συχνότατη η ενότητα του χρόνου. Ενθυμήσεις λοιπόν συνδεδεμένες με τους όρους και τις συνθήκες ζωής της σχετικά μικρής κοινωνίας της νησιωτικής πόλης, στο διάστημα 1944-1959, αλλά που σχεδόν πάντοτε έχουν ως κατακλείδα τους ένα συμπέρασμα, ένα «ηθικό δίδαγμα», μια νουθεσία που ενίοτε είναι νουθεσία εις εαυτόν, κατακλείδα εκπορευόμενη από τη θητεία του συγγραφέα στη ζωή και στην εποχή, καθώς συνδέει τους παρελθόντες με τον τωρινό χρόνο, με όσα δηλαδή έμαθε, έπαθε και βίωσε, αν και όχι μόνο στα χρόνια 44-59 μα και σε μεταγενέστερες περιόδους.
Χονδρικά και μόνο αυτή η συναγωγή μικρο-μαρτυριών οι οποίες είναι «άτακτες», αφού δεν ακολουθούν μια χρονική σειρά αλλά ανασύρονται από ένα έναυσμα τωρινό, από ένα «δόλωμα» που ο συγγραφέας το ρίχνει στο πλέγμα των αναμνήσεών του, είναι αναδρομική. Το έναυσμα του Καλαφάτη εξακοντίζεται από την εποχή του λυκόφωτος, του τωρινού «απόβραδου» μιας ζωής που έχει ήδη έχει διανύσει το μεγαλύτερο μέρος της, και κατευθύνεται προς τα πίσω χρόνια, του λυκαυγούς, της «χαραυγής», τότε που όλα άρχισαν. Ωστόσο, δεν είναι δύσκολο να δούμε πως στην ουσία έχουμε εδώ μια σύνθετη μορφή μαρτυρίας που αντλεί μεν δεδομένα από την παιδική, τη νεανική και την εφηβική ζωή του συγγραφέα, αλλά τα επεξεργάζεται από εκεί και πέρα γνωσιακά, περνώντας τα δηλαδή από τη βάσανο των ώριμων αντιλήψεών του για τον κόσμο, αντιλήψεων διαπλασμένων από την μαθητεία του στην πολιτική δράση και από την παιδεία του στην κοινωνικά προσανατολισμένη σύγχρονη σκέψη. Υπάρχει δηλαδή, όπως στο καθένα από τα στιγμιότυπα έτσι και σε όλο το βιβλίο ένα συνεχές πίσω-μπρος, μια κίνηση που φέρνει τα αλλοτινά στα τρέχοντα, δημιουργώντας τη συναρμογή των διαφορετικών κατά καιρούς προσώπων και καταστάσεων που έφτιαξαν μαζί όλα και όλες τον συγγραφέα.

***

Συναρμογή πάντως που αποφεύγει τις ασάφειες και που επειδή είναι χρεωμένη με μια αποστολή από τον Καλαφάτη, να δώσει ένα παράδειγμα ήθους και πολιτικής ηθικής στον αναγνώστη, επιλέγει τη διαύγεια της οριζόντιας λογικής από την υποβολή της κάθετης ψυχικής κατάστασης. Δεν είναι μόνο το ότι ο συγγραφέας προτιμά στις περισσότερες μικρο-μαρτυρίες του να δώσει χώρο στο εμείς αντί του εγώ, είναι και το ότι σε γενικές γραμμές οι αφηγήσεις του ακολουθούν μια ορισμένη υλιστική-ρεαλιστική μέθοδο ανάλυσης και σύνθεσης. Προέχει η τεκμηρίωση, η προσπάθεια της ακρίβειας, ούτως ώστε οι ιστορίες να πείθουν για την αληθοφάνειά τους. Ιστορίες που δεν αφήνονται στην επικράτεια της δημιουργικής φαντασίας, και για τούτο νομίζω ότι έχει δίκιο ο Σπύρος Ασδραχάς στον πρόλογό του, όταν λέει ότι περισσότερο από τη λογοτεχνική τους αξία, «θα συνιστούσα εκείνη [την αξία] που τις καθιστά μια ιδιότυπη μορφή ιστοριογραφίας» (σ. 10). Η ανασκευή με τη μορφή της αφήγησης του γεγονότος ή του βιώματος της νεανικής ηλικίας δεν είναι απλώς το αποτέλεσμα της νοσταλγίας του συγγραφέα για όσα έζησε στα αμέσως μετακατοχικά και εμφυλιοπολεμικά, πρώιμα χρόνια του, αλλά και η προβολή της σημερινής ανάγκης του να βρει την ενοποιό αρχή που συνδέει το τότε με το τώρα ή, αλλιώς, τις διάφορες όψεις του εαυτού του που δεν είναι ακριβώς οι ίδιες στις διάφορες χρονικές στιγμές του πρότερού του βίου. Οι μικροαφηγήσεις όλες μαζί συνθέτουν την εντός τόπου αναπαράσταση μιας ορισμένης χρονικής περιόδου, η οποία, όπως είπαμε, μπορεί να επεκταθεί ως σήμερα, αλλά δεν είναι ασφαλώς αφημένες στους αυτοματισμούς της μνήμης ή στους ελεύθερους συνειρμούς. Είναι ελεγχόμενες, δεν βγαίνουν εύκολα από το πλαίσιο που ορίζει ο τίτλος τους («Αισθηματικές ιστορίες», «Ο σεισμός του 1948», «Ο αργαλειός και οι ιστορίες της γιαγιάς», «Πιστοποιητικά απορίας, πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων» κλπ), και με μια έννοια είναι «στρατευμένες» στην υπόθεση την οποία υπηρετούν, καθώς το μνημονικό υλικό, η αφήγηση, απλώνεται και γεμίζει τον «χώρο» προς τον οποίο την κατευθύνει μεθοδικά ο συγγραφικός νους. Ο ίδιος άλλωστε ο Καλαφάτης στη μικρή εισαγωγή του παραδέχεται κάτι τέτοιο χωρίς περιστροφές: «Γνωρίζω καλά ότι αυτά τα στιγμιότυπα καθώς αναπηδούν από μέσα μου δεν είναι άφιλτρα ή δεν έχουν αποδοθεί όλα σωστά ή απεικονίζουν την πραγματικότητα χωρίς να είναι αγκυρωμένα σε σταθερό χωρόχρονο. Ίσως να μην έχει τόση σημασία [...] να αφήνω τις μνήμες μου με τα κενά τους. Δίνω μερικές προεκτάσεις των γεγονότων με σκοπό να καταλάβω καλύτερα τον εαυτό μου και την εποχή μου» (σ. 12). Τι προεκτάσεις; Προεκτάσεις που θέλουν να δείξουν ότι για τον συγγραφέα ο ορίζοντας παρέμεινε σταθερός, παρά τις προσωπικές περιπέτειες, τις διώξεις, τους εγκλεισμούς, τις αλλαγές στρατηγικής της ελληνικής αριστεράς, τη μεγάλη, σαρωτική ανατροπή του ’89 κλπ. Κάνοντας μια αναδρομή στα χρόνια μετά το 1950, όταν στις μετεμφυλιακές συνθήκες η ανάγνωση μιας εφημερίδας, όπως Η Αυγή, ήταν προβληματική, και αφού αφηγείται μια σειρά συμβάντων που είναι συνδεδεμένα με τη δυσχερή της προώθηση, μνημονεύει τη μεταγενέστερη παραίνεση προς αυτόν από τον Λεωνίδα Κύρκο να διατρέξουν το 1962 μαζί με τον Κωστή Μοσκώφ τα Επτάνησα, προωθώντας την κυκλοφορία της εφημερίδας. Για να καταλήξει ως εξής: «Βέβαια, σήμερα οι καιροί έχουν αλλάξει, το φύλλο έχει άλλο χαρακτήρα, αλλά και τώρα χρειάζεται να έχει την υποστήριξη όλων μας» (σ. 63)

***

Όντως, αυτή η ελεύθερη και άτακτη αναδρομή του Καλαφάτη αγαπά να αγκυροβολεί στο μνημονικό της ταξίδι ιδίως στα πραγματολογικά στοιχεία. Στέκεται και λεπτολογεί, για παράδειγμα στην αναλυτική καταγραφή των εμπορευμάτων του καταστήματος ρουχισμού, χρωμάτων και σχολικών ειδών όπου εργάστηκε ως παιδί («Εργαζόμενος μαθητής δημοτικού και γυμνασίου», σ. 30-37). `Η βραδυπορεί όχι τυχαία στις ενθυμήσεις εκείνες όπου αναφέρεται στον τρόπο κατασκευής και κοστολόγησης των υποδημάτων, στην βιοτεχνική παραγωγή των οποίων συμμετείχε τόσο εκείνος όσο και ο οικογενειακός του περίγυρος, κατά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο, όταν, λόγω της ανεπάρκειας του οδικού δικτύου και εξ αυτού της δυσχέρειας πρόσβασης στα μεγάλα αστικά κέντρα, μπορούσε ακόμα να συντηρείται σε μεγάλο βαθμό η ανάλογη επαρχιακή-συντεχνιακή παραγωγή («Η απεργία», σ. 67-70). Έχει χαρακτηριστική σημασία, μολονότι ο σημερινός αφηγητής διαφέρει πολύ με ό,τι ήταν ο εαυτός ως μαθητής της πέμπτης δημοτικού, στις αρχές της δεκαετίας του ’50, ότι σχολιάζοντας σήμερα μια έκθεση που έγραψε τότε για τη νομαδική ζωή των Βλάχων, αναδεικνύει την πρώιμα ασκημένη ή και εξ ιδιοσυγκρασίας μεθοδική, πραγματολογική του ματιά: «Απέφυγα το λυρικό τόνο κι άφησα τα συναισθήματα να απορρέουν από τη λεπτομερή περιγραφή του σώματος σκεύους, του σώματος υποζυγίου, τις γκριμάτσες, το ροδαλό και νεαρό πρόσωπο που ρυτιδωνόταν απότομα, την απαντοχή για να φτάσει το ταξίδι στο τέρμα του» («Το πρώτο βραβείο που έγινε δεύτερο», σ. 46). Επιπλέον, να σημειώσω κάτι που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και αφορά στην ιδεολογική συγκρότηση του συγγραφέα: ότι όλες οι αφηγήσεις του από το Λυκόφως στο Λυκαυγές δεν προέρχονται από τα απολύτως δικά του μνημονικά κοιτάσματα, καθώς συμψηφίζονται εκεί και αναστατικές περιγραφές άλλων, όπως της μητέρας του ή ανθρώπων του ευρύτερου περιβάλλοντος, τις οποίες όμως ο συγγραφέας ενσωματώνει στον δικό του λόγο, δείχνοντας μ’ αυτό τον τρόπο την ομοτροπία βλέμματος, βιώματος και συναισθήματος, ή, διαφορετικά, τη διείσδυση του κοινού στον ατομικό λόγο. Ας πούμε, ενώ δεν ήταν λόγω της ηλικίας του ενεργά παρών αναφέρεται στα κατοχικά, ή διηγείται την τελευταία λαθραία επίσκεψη του πατέρα του στη Λευκάδα, οπωσδήποτε ένα περιστατικό θρυλούμενο που το άκουσε από αλλού και το έκανε δικό του ΄ ή, με παρρησία που δείχνει την ιδεολογική του ανεξιθρησκεία, μνημονεύει δυο στιγμιότυπα του 48 ή του 49 όπου τόσο η κρατική αστυνομία όσο και η παράνομη οργάνωση του ΚΚΕ επισκέφθηκαν διαδοχικά την μητέρα του, ζητώντας της να τους παραδώσει τον μικρό Καλαφάτη και τ’ αδέλφια του, καθώς τότε οι δυο πολιτικά αντίπαλες παρατάξεις οργάνωναν η κάθε μια το δικό της παιδομάζωμα!

***

Από μια πλευρά, ο χωρίς παρωπίδες αναγνώστης αυτού του βιβλίου θα πρέπει να εκπλαγεί, μαθαίνοντας ότι ο πατέρας του συγγραφέα, τσαγκάρης το επάγγελμα, υπήρξε -υποθέτω το 1944 -ένα από τα θύματα της ΟΠΛΑ, μέσα στο μεγάλο κύμα των εκκαθαρίσεων που έκανε το ΚΚΕ εναντίον των τροτσκιστών και των αρχειομαρξιστών, πολλοί από τους οποίους άλλωστε ήταν τσαγκάρηδες: πιθανόν για ιστορικούς/συντεχνιακούς λόγους, όπως έγραφε και στις αναμνήσεις του ο Γιάννης Μανούσακας. Παραταύτα, ο αδίκως εκτελεσμένος πατέρας μοιάζει να μην επηρέασε, όπως θα περίμενε κανείς, την κατοπινή ιδεολογική συγκρότηση του Θανάση Καλαφάτη και, από όσο φαίνεται και της οικογένειάς του, καθώς η ένταξή του, στην αρχή σε τοπικά νεανικά, παράνομα φιλοαριστερά σχήματα και αργότερα οργανικά στη νεολαία της ΕΔΑ, δείχνει ότι πρέπει να υπήρχε στην Λευκάδα ένας κοινωνικός και ιστορικός προκαθορισμός που επηρέαζε τον σχηματισμό των νεανικών συνειδήσεων. Η συλλογική οραματική προσδοκία του δίκαιου για την εργασία που ήταν ριζωμένη ως παράδοση από τη δεκαετία του 1920, μπορούμε να πούμε ότι εδώ επισκίασε και απώθησε την προσωπική πικρία, πράγμα που σημαίνει ότι σ’ αυτή τη μικρή, επαρχιακή νησιωτική κοινωνία οι νομοτέλειες ήταν ισχυρότερες από όσο σε άλλες περιοχές της Ελλάδας. Με την ευκαιρία, ας μην ξεχνάμε ότι η ταξική διαστρωμάτωση στα νησιά του Ιονίου και ο κάποιος αστικός μετασχηματισμός τους υπήρξαν πολύ πιο ευκρινείς, αφ’ ενός λόγω της συνεχούς επικοινωνίας τους με την Ιταλία και της από εκεί συνάφειας με τις πολιτικές ιδέες της Ευρώπης, και, αφ’ ετέρου, λόγω της παρουσίας της γαλλικής και κυρίως της αγγλικής διοίκησης. Αν και δεν επικεντρώνεται σ’ αυτό, ο συγγραφέας, σε σποραδικά σημεία των μικροαφηγήσεών του υπογραμμίζει τη διαφοροποίηση της κοινωνίας της Λευκάδας, ιδίως όταν λόγου χάριν αναφέρει, σε σχέση με τη φιλαρμονική της πόλης ότι «Ο Λίζας [ένας τσαγκάρης] ήταν και μουσικός στην τοπική φιλαρμονική, όπως και πολλοί άλλοι απλοί εργάτες. Τα μέλη της διοίκησης της φιλαρμονικής όμως ήταν δυο ως τρεις σκάλες κοινωνικά παραπάνω τους και αυτοί οι απλοί άνθρωποι ένιωθαν υποταγμένοι αλλά και περήφανοι που συνεργάζονταν και μιλούσαν συχνά με τους γόνους των ξεπεσμένων αριστοκρατικών οικογενειών που έλεγχαν την διοίκηση» (σ. 36). Ή, όταν μας πληροφορεί ότι τη σχολική ζωή και οργάνωση την επηρέαζε η κοινωνική διαστρωμάτωση που αντιστοιχούσε στην χωροταξία της πόλης. Έτσι, αφού η κάθε τάξη στο δημοτικό χωριζόταν σε δυο τμήματα: «Η κατάταξη γινόταν με αλφαβητικά κριτήρια αλλά και με κοινωνικά. Συνήθως τα παιδιά που έμεναν στο νότιο μέρος της πόλης που προσεγγίζει την εξοχή και τα χωριά, εγγράφονταν στο πρώτο τμήμα της τάξης, ενώ στο δεύτερο τμήμα εγγράφονταν κυρίως τα παιδιά που έμεναν στο βόρειο μέρος της πόλης, στο οποίο έμεναν κυρίως οικογένειες με υψηλότερη κοινωνική και οικονομική επιφάνεια» (σ.64).

***

Ανέφερα προηγουμένως ότι οι γλαφυρές στην πλειονότητά τους μικρο-ιστορίες του Από το Λυκόφως στο Λυκαυγές βρίσκονται πλησιέστερα στο είδος της λαϊκής ή λαϊκότροπης αφήγησης, καθώς είναι συνειδητά αποφλοιωμένες, γλωσσικά ή εννοιολογικά, από κάθε χροιά λογιοσύνης και θεωρητικής αφαίρεσης. Και επιπλέον εξιστορούν από τα κάτω, εστιάζοντας στη βάση των σχέσεων και όχι στο ιδεολογικό εποικοδόμημα, όπως κατά τεκμήριο συμβαίνει στους σύγχρονους επιπολάζοντες «μετα-ιστορικούς». Γι’ αυτό και η έγνοια του συγγραφέα αν «έχουν αποδοθεί όλα σωστά ή [αν] απεικονίζουν την πραγματικότητα» (σ.12), έγνοια που ασφαλώς και δεν θα είχε νόημα αν οι ιστορίες, ανεξάρτητα από την αξιοσύνη τους ή όχι, ήταν γραμμένες με λογοτεχνική πρόθεση, αν δηλαδή παρενέβαινε σ’ αυτές η συστατική δύναμη της αναδημιουργικής φαντασίας. Κατά τη γνώμη μου ο εστιασμός του Καλαφάτη στη βάση των σχέσεων είναι ο λόγος της έγνοιας του για την τεκμηρίωση και την πιστότητα, και όχι η επιδίωξη καταγραφής του «αστικού φολκλόρ» που προτείνει στον πρόλογό του ο Ασδραχάς (σ. 9), αναφερόμενος στη λεπτομερή περιγραφή των παιδικών παιχνιδιών και των άλλων νεανικών δράσεων. Χαρακτηριστική ως προς αυτό είναι η αξιοσημείωτη παρατήρηση του συγγραφέα ότι οι καραγκιοζοπαίχτες που έρχονταν σε περιοδεία στη Λευκάδα του ’40 και του ’50, προερχόμενοι από την Πάτρα, όπου η παράδοση του θεάτρου σκιών είναι ως γνωστόν μεγάλη, ακολουθούσαν τη διαδικασία συλλογής, φόρτωσης και αποστολής της σταφίδας, σε όλο το μήκος και πλάτος της βόρειας και βορειοδυτικής Πελοποννήσου και μετά, μέσω Μεσολογγίου, στη Ναύπακτο, στο Αγρίνιο, στη Λευκάδα κ.α. (βλ.«Το μαρτύριο του Κατσαντώνη», σ. 38-40). Το άλλο δομικό στοιχείο του βιβλίου που νομίζω ότι κι αυτό έχει να κάνει με το είδος της λαϊκότροπης αφήγησης, είναι ότι πρόκειται για μια δέσμη «στιγμιοτύπων» ή μικρο-αφηγήσεων που απευθύνονται κατά κύριο λόγο σε όσους ζουν στη Λευκάδα ή σε όσους έζησαν εκεί για ένα μεγάλο διάστημα και χρειάζονται μια παρακίνηση ώστε να αφυπνισθεί η μνήμη και να ανακτηθεί η άλλοτε οικεία αίσθηση της πόλης και των ανθρώπων της. Αυτό το νόημα πρέπει να έχει η ζήτηση της τοπογραφικής ακρίβειας σε συνδυασμό με το χρονικό πλαίσιο, από τον Θανάση Καλαφάτη: η μνημόνευση ονομάτων εμπόρων, πολιτικών, εκπαιδευτικών, σαλών και άλλων λαϊκών τύπων, ενίοτε με τα παρώνυμά τους, αλλά και οδών, πλατειών, συνοικιών και τοποθεσιών, για να ανασυσταθεί ο τόπος και η εποχή.

Δεν υπάρχουν σχόλια: