ΤΟΠΟΙ
ΣΚΗΝΗΣ
Terrain 1 & Terrain 2, γύψος και μεταλλική βάση |
ΤΗΣ
ΕΥΗΣ ΠΡΟΥΣΑΛΗ
«Μήπως
… αρχίζουμε να αποκτούμε κάποιο … νόημα;»
Μπέκετ,
Το τέλος του παιχνιδιού
Στο
μπεκετικό τοπίο, κυριαρχούν οι λέξεις και οι φράσεις. Ο λέξεις και οι φράσεις
προσδιορίζουν πράξεις, οι οποίες, όμως, ελάχιστες φορές εκπληρώνονται ή
υλοποιούνται. Στο μπεκετικό τοπίο οι λέξεις έχουν τον δικό τους άυλο κόσμο,
εκείνον της απλής εκφώνησής τους, ο οποίος δεν δεσμεύει τα υποκείμενα για
κανενός είδους επιτέλεση της σημασίας τους. Έτσι, οι λέξεις αυτοαναιρούνται,
ακυρώνουν την ίδια την αναφορά τους, αρνούνται το κατηγόρημά τους. Λέξεις και
φράσεις διαρρηγνύουν την αρχική δηλωτική σύνδεση σημαίνοντος και σημαινομένου.
Η λέξη «φεύγω» δεν σηματοδοτεί καμία κίνηση καθώς το υποκείμενο που την εκφέρει
ακινητεί. Η λέξη «πάμε» δεν επιφέρει καμιά μεταβολή. Η λέξη «αλλαγή» απλώς
επιβεβαιώνει τη στασιμότητα των καταστάσεων. Η λέξη «πότε» δεν ακολουθείται από
κανέναν χρονικό προσδιορισμό. Η λέξη «βλέπω» δεν εξασφαλίζει την όραση ούτε
κατακυρώνει την υπόσταση του ορώμενου κ.ο.κ. Λέξεις και φράσεις έρχονται σε
αντίθεση και σε αντιδιαστολή με τα λεκτικά τους σημεία καθώς δεν οδηγούν στις
σημαινόμενες πράξεις. Σ’ ένα τέτοιο μπεκετικό τοπίο ενδημεί και η πολιτική.
Στον Μπέκετ, η α-σημία αυτή θεμελιώνεται σ’ ένα ισχυρό φιλοσοφικό υπόβαθρο. Τι
συμβαίνει, όμως, με τον πολιτικό λόγο;
Στην πολιτική, οι λέξεις έχουν
απολέσει, για χρησιμοθηρικούς λόγους, τη δηλωτική τους σημασία. Τη δήλωση δηλαδή
της πιο απλής και κατανοητής σημασίας τους. Εκείνης που δηλώνει το «πώς έχουν
τα πράγματα», την αντιστοίχιση ενός
σημαίνοντος σε ένα σημαινόμενο. Στον
σύγχρονο κοινωνικο-πολιτικό λόγο η δηλωτική σημασία υπαναχωρεί προς όφελος της
συνδήλωσης, της υποδήλωσης αλλά και του συγκείμενου ή του περικείμενου μέσα στο
οποίο η λέξη αρθρώνεται. Μερικές φορές, μάλιστα, μέχρι του σημείου που να μην
διατηρεί τίποτα από την αρχική δηλωτική της σημείωση. Κι αυτό είναι
αναμενόμενο, ως ένα βαθμό, καθώς η πολιτισμική εξέλιξη επιφέρει σημασιολογικές
επιστρωματώσεις σε κάθε λέξη. Καθώς, «η ζωή του σημείου είναι η χρήση του» όπως
αποφαίνεται ο Βιττγκενστάιν, επισημαίνοντας ότι «οι λέξεις έχουν εκείνα τα
νοήματα που εμείς τους δίνουμε»[1].
Απόφανση που συμφωνεί με τη θεωρία του νομιναλισμού η οποία, διευρύνοντας τη
σκέψη του, πρεσβεύει ότι ο άνθρωπος ονοματίζοντας «κάνει τον κόσμο να υπάρχει».
Συνεπώς, η γλώσσα δεν είναι απλώς φορέας κάποιων εννοιών, αλλά δια μέσω αυτών
των εννοιών «κατασκευάζει» έναν συγκεκριμένο μοντέλο κόσμου. Πράγμα που
σημαίνει ότι σε ότι αφορά στο κοινωνικο-πολιτκό γίγνεσθαι τα υποκείμενα, και εν
προκειμένω τα πολιτικά υποκείμενα, είναι υπεύθυνα τόσο για το νόημα της
ανασημασιοδότησης των λέξεων, όσο και για την κοινωνική κατασκευή που προκύπτει
απ’ αυτήν. Ο πολιτικός λόγος καθίσταται έτσι, όχι απλώς ένας λόγος
πραγματιστικός αλλά ένας λόγος που «κατασκευάζει» κοινωνικές πραγματικότητες.
Κατά συνέπεια, οι μέχρι τώρα
πολιτικώς χειραγωγούμενες λέξεις, οι καταναλωτικώς χρησιμοποιούμενες πολιτικές
εκφράσεις, οι απαλλοτριωμένες σημασίες του πολιτικού λόγου, έχουν να επιδείξουν
το κοινωνικο-πολιτικό κατασκεύασμα μέσα στο οποίο διαβιούμε. Τουτέστιν, το
κοινωνικό μοντέλο ενός κόσμου απ’ τον οποίο απουσιάζει παντελώς το σημαινόμενο.
Όλα συμβαίνουν πάνω σε έναν σημειωτικό καμβά όπου οι λέξεις όχι απλώς ακυρώνουν
τη σημασία τους -όπως στον Μπέκετ- αλλά επιπροσθέτως «μιλούν» για «έναν» κόσμο,
ενώ υλοποιούν έναν «άλλον». Διότι, πώς αλλιώς μπορεί να εκληφθεί η
χρησιμοποίηση ίδιων λέξεων για να
περιγραφούν αντιδιαμετρικά τιθέμενες κοινωνικές πραγματικότητες; Η σύγχρονη πολιτική
αυτή μεταγλώσσα όχι απλώς εξουδετερώνει πλήρως τη νοηματοδότηση, με την
πολλαπλότητα των ερμηνειών της, αλλά επιτίθεται ασυνείδητα και στην ίδια τη δυνατότητα του ανθρώπου να νοηματοδοτεί
-αφού η απειρία νοηματοδότησης
ουσιαστικά σημαίνει καμία νοηματοδότηση.
Μ’ αυτόν τον τρόπο, επιτυγχάνεται η αποδόμηση του νοήματος του κοινωνικο-πολιτικού
λόγου -η οποία έστω κι αν συμφωνεί με τη φιλοσοφική σκέψη του τέλους του 20ού
αιώνα- επιφέρει σύγχυση, αβεβαιότητα και ασάφεια στην πολιτική σκηνή. Όμως, το
ζήτημα έχει κι άλλες προεκτάσεις.
Στο μπεκετικό τοπίο η ακύρωση της
λεκτικής σημείωσης ως νοηματοδοτικής ενέργειας εντάσσεται μέσα στην υπαρξιστική
φιλοσοφική θεώρηση του συγγραφέα για εγγενή απουσία νοήματος της ανθρώπινης
ύπαρξης. Σ’ ένα κόσμο χωρίς Θεό και σκοπό, τίποτα δεν υποχρεώνει τους ανθρώπους
να «υπηρετούν» τη σημασιοδότηση των λέξεων που οι ίδιοι κατασκεύασαν, γι’ αυτό
και οι λέξεις δεν ανταποκρίνονται στα δηλωτικά τους σημαινόμενα. Η γλώσσα στον
Μπέκετ δεν «σημαίνει», είναι απλώς μια διέξοδος, μια καταφυγή, ένας «τρόπος του
ζην» εν αναμονή. Στο μπεκετικό τοπίο, η λέξη δεν συνδέεται με την πράξη, γι’
αυτό μιλάμε για έναν κόσμο «παράλογο». Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει ένα πεδίο στο άχρονο και απαράλλαχτο
μπεκετικό τοπίο τού Περιμένοντας τον
Γκοντό, όπου όταν ο Πότζο καλεί σε «Βοήθεια», ο Βλαδίμηρος αναγνωρίζει την ανάγκη
για διασύνδεση της λέξης αυτής με την επικείμενη πράξη που αυτή υπονοεί:
«Αυτή η έκκληση για βοήθεια απευθύνεται
αναμφίβολα σε ολόκληρη την ανθρωπότητα! Τούτη τη στιγμή όμως, σε τούτη δω την
άκρη, η ανθρωπότητα ολόκληρη είμαστε εμείς. (…) Ας εκπροσωπήσουμε επάξια κι
εμείς μια φορά τη σιχαμένη τη φάρα εις την οποίαν μας έριξε η μαύρη μας μοίρα!
Το θέμα είναι τι κάνουμε εμείς εδώ, μάλιστα, ιδού η απορία.».
Στο
δυστοπικό μπεκετικό τοπίο, λοιπόν, δημιουργείται μία ρωγμή σκεπτικισμού, ένας
προβληματισμός, ως προς την απολυτότητα της ολοκληρωτικής άρνησης νοήματος της
ύπαρξης. Κάποιος καλεί σε
«βοήθεια» και οι παρευρισκόμενοι οφείλουν -κατά τον Μπέκετ- να δράσουν,
αποκωδικοποιώντας δηλωτικά τη λέξη και επανασυνδέοντάς τη με την πράξη. Η
ανατροπή αυτή της α-σημίας στο μπεκετικό τοπίο επισυμβαίνει στο πεδίο
του κοινωνικο-πολιτικού λόγου, στο οποίο επανέρχεται, και μάλιστα,
επιτακτικά η ανάγκη για διασύνδεση της λέξης με το σημαινόμενό της. Κατά συνέπεια, είναι το
κοινωνικο-πολιτικό πεδίο, ο τόπος όπου
διαφαίνεται η ανάγκη οι λέξεις να
υπηρετούν και, ει δυνατόν, να
πραγματώνουν τη σημασιοδότησή τους. Διότι, σύμφωνα με την μπεκετική
αντίληψη, ο άνθρωπος είναι εγκλωβισμένος στην «ανθρώπινη κατάσταση» την οποία είναι αδύνατον να υπερβεί ή να ανατρέψει.
Ωστόσο, αν υπάρχει περιθώριο να νοηματοδοτηθεί η ανθρώπινη ύπαρξη αυτό, ως
φαίνεται, διέρχεται -κατά τον Μπέκετ- μέσα από τον κοινωνικο-πολιτικό λόγο. Μέσα
από την κοινωνική επικοινωνία και αλληλεγγύη. Όπου η λέξη οφείλει να
αποκτά νόημα. Και δια μέσω αυτής και
ο πομπός της αλλά και ο δέκτης της.
Γι’ αυτό, η αποδόμηση του νοήματος του πολιτικού λόγου είναι καταστροφική
-όχι μόνο σε πραγματιστικό επίπεδο- καθώς μηδενίζει και την ελάχιστη δυνατότητα
να νοηματοδοτηθεί το ανθρώπινο ον. Συνεπώς, μόνον ένας κοινωνικο-πολιτικός
λόγος ο οποίος επανασυνδέει το σημαίνον με το σημαινόμενο στην πρωταρχική
δηλωτική τους σημασία -η οποία είναι κατά τον Χάιντεγκερ και η πιο ανόθευτη-
ίσως «κατασκευάσει» ένα κοινωνικό μοντέλο αντάξιο της νοηματοδότησης της
ανθρωπότητας. Μέχρι τότε, όπως είπε και ο Μπέκετ «Μόνο λέξεις έχουμε».
Η Εύη Προύσαλη είναι διδάκτωρ θεατρολογίας-κριτικός
θεάτρου
[1]Ludwig
Wittgenstein,Μπλε και Καφέ
Βιβλίο,
μτφρ. Κ. Κωβαίος, Καρδαμίτσα, Αθήνα, 1984,σ.29 και σ.57
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου