ΤΟΥ
ΧΡΗΣΤΟΥ ΧΑΤΖΗΙΩΣΗΦ
Stanislas- Henri- Benoît Darondeau, Ελληνίδες σε σκλαβοπάζαρο, ελαιογραφία σε μουσαμά 100 x 130 εκ. |
Στις αρχές του
καλοκαιριού του έτους 1826 ό,τι απέμενε από την επαναστατημένη Ελλάδα ζούσε
μέσα στον κίνδυνο και στην αβεβαιότητα. Το Μεσολόγγι, το προπύργιο της Δυτικής
Στερεάς Ελλάδας, είχε πέσει στα χέρια του στρατού του Σουλτάνου και των
δυνάμεων του Ιμπραήμ πασά της Αιγύπτου, την Πελοπόννησο τη δήωναν τα
αποσπάσματα των Αιγυπτίων και οι νέες κοπέλες και τα παιδιά που αιχμαλωτίζονταν
φορτώνονταν στα πλοία για να μεταφερθούν στα σκλαβοπάζαρα της Αλεξάνδρειας, της
Κωνσταντινούπολης και άλλων κέντρων της Αιγύπτου και της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας. Την ίδια στιγμή στο Ναύπλιο τα υπολείμματα της φρουράς του
Μεσολογγίου με τα γυναικόπαιδα που είχαν ξεφύγει από τον κλοιό των πολιορκητών
ζητιάνευαν στους δρόμους της πόλης, με την απειλή μιας εχθρικής επίθεσης να
πλανάται πάνω από αυτήν.
Μπροστά στην αδυναμία
του κυβερνητικού μηχανισμού δύο διανοούμενοι προσπάθησαν να βγάλουν την πόλη
και την Επανάσταση από την κρίση. [Ο ένας ήταν] ο Νικόλαος Σκούφος, ένας νέος
άνδρας, Σμυρνιός την καταγωγή, που είχε φθάσει πριν από έναν χρόνο στην
επαναστατημένη Ελλάδα έπειτα από μια μακρά περιπλάνηση στην Ευρώπη, πριν και
μετά την άδοξη συμμετοχή του στην επαναστατική απόπειρα του Αλέξανδρου Υψηλάντη
στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, το 1821. Ο Σκούφος πρόσφερε τον εαυτό του προς
πώληση. Το ποσό που θα συγκεντρωνόταν το κατέθετε για τη μισθοδοσία της φρουράς
του Μεσολογγίου.
Θα ήθελα να
αντιμετωπίσω την πρόταση του Σκούφου όχι σαν ένα άνευ πραγματικού περιεχομένου
ρητορικό πυροτέχνημα ενός φιλόδοξου νέου που είχε διαμορφωθεί πνευματικά στην
Ευρώπη της ρομαντικής εποχής, αλλά ως τον δείκτη συγκεκριμένων πραγματικοτήτων
σε κεντρικές κοινωνικές σχέσεις και τις νομικές τους ρυθμίσεις. Οι Ευρωπαίοι διπλωμάτες και στρατιωτικοί
και οι εθελοντές διαφόρων προελεύσεων, που είχαν την ευκαιρία να γνωρίζουν από
κοντά την επαναστατημένη Ελλάδα, διαπίστωναν συχνά και στηλίτευαν συμπεριφορές
των επαναστατών που απέκλιναν από τις αξιακές νόρμες των αστικών κοινωνιών της
εποχής τής παλινόρθωσης. Καθώς οι ευρωπαϊκές κοινωνίες ανήγαγαν την
καταγωγή του αξιακού τους συστήματος στην κλασική αρχαιότητα, οι Νεοέλληνες
κρίνονταν ανάξιοι των αρχαίων προγόνων τους. Η κριτική αυτή στάση πέρασε έκτοτε
και στο έργο των περισσότερων ξένων ιστορικών της νεότερης Ελλάδας που
πραγματεύθηκαν την περίοδο της Επανάστασης. Η ανάλυση που ακολουθεί εδώ θέλει
να διαφοροποιείται από αυτή την πολιτική και ιστοριογραφική παράδοση, καθώς δεν
αποδέχεται ότι οι εν λόγω "προβληματικές" συμπεριφορές των
επαναστατών αποτελούσαν εκδήλωση ενός ηθικού ελλείμματος, αλλά ούτε θεωρεί ότι
υπάρχει μια σαφής διχοτομία ανάμεσα στην παραδοσιακή ελληνική κοινωνία και στη
νεωτερική ευρωπαϊκή. Τις όποιες διαφορές και ομοιότητες ανάμεσα στις δύο
κοινωνίες δεν τις μετρά στη βία εναντίον των ενόπλων και των αμάχων του
αντίπαλου, αλλά στο εσωτερικό της επαναστατημένης κοινωνίας και στη στάση της
απέναντι στη βασική κοινωνική σχέση της μίσθωσης εργασίας. Η επιλογή αυτή
οφείλεται στο γεγονός ότι το ιδεολογικό
θεμέλιο των επαναστάσεων, από τα τέλη του 18ου αιώνα και μετά,
συμπεριλαμβανομένης και της ελληνικής του 1821, ήταν η βασική αρχή του φυσικού
δικαίου ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι και ελεύθεροι. Επειδή ακριβώς
θεωρούνταν ίσοι από τη φύση τους έπρεπε να είναι και ίσοι απέναντι στον νόμο. Η
ισονομία και η ελευθερία στη σφαίρα της οικονομίας είχαν ως συνέπεια ότι
κανένας δεν μπορούσε πλέον να εκμεταλλευθεί την εργατική δύναμη του άλλου παρά
μόνο ύστερα από ελεύθερη συμφωνία μαζί του και αντί μισθού.
Η πρόταση του Σκούφου
να πουληθεί ως δούλος ερχόταν λοιπόν σε αντίθεση με τις αρχές δικαίου που
φιλοδοξούσε να καθιερώσει η ελληνική επανάσταση. Το Προσωρινό Πολίτευμα της
Ελλάδος, όπως επικυρώθηκε από την Εθνοσυνέλευση του Άστρους τον Απρίλιο του
1823, όριζε στο κεφάλαιο περί πολιτικών δικαιωμάτων των Ελλήνων, άρθρα γ' και
δ' ότι: "Όλοι οι Έλληνες εισίν ίσοι
ενώπιον των νόμων, άνευ τινός εξαιρέσεως" και επιπλέον "όσοι έξωθεν ελθόντες κατοικήσωσιν, ή
παροικήσωσιν εις την επικράτειαν της Ελλάδος, εισίν ίσοι με τους Έλληνες
ενώπιον των Νόμων".
Εφαρμόζοντας τις
αρχές της ισότητας και της ελευθερίας των ατόμων, το άρθρο θ' του Προσωρινού
Πολιτεύματος ορίζει ότι: "Εις την
ελληνικήν επικράτειαν ούτε πωλείται, ούτε αγοράζεται άνθρωπος αργυρώνητος δε
παντός γένους, και πάσης θρησκείας, άμα πατήσας το ελληνικόν έδαφος, είναι
ελεύθερος, και από τον δεσπότην αυτού ακαταζήτητος".
Η διάταξη αυτή
φαίνεται ότι δεν υπήρχε στο πρώτο Σύνταγμα της Επιδαύρου του 1822, αλλά
προστέθηκε από τη Β' Εθνοσυνέλευση. Αυτό έγινε σε μια εποχή κατά την οποία οι
πολεμικές επιχειρήσεις είχαν ως συνέπεια και από τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα
πολλοί να στερούνται την ελευθερία τους. Για τους Οθωμανούς και τους Αιγυπτίους
επικούρους τους, το νομικό ζήτημα ήταν απλό. Το ισλαμικό Δίκαιο θεωρούσε νόμιμη
λεία τους μη μουσουλμάνους αιχμαλώτους που μετατρέπονταν σε δούλους. Είναι
χαρακτηριστικό ότι στα οθωμανικά έγγραφα η λέξη esir, η οποία stricto sensu
σημαίνει τον "συλληφθέντα", τον "αιχμάλωτο", δηλώνει
συνηθέστατα τον δούλο. Esir είναι λοιπόν συνώνυμο με τις λέξεις kul, kole, abd
και φαίνεται δύσκολο να αποδοθεί στον καθένα από αυτούς τους όρους ένα
ιδιαίτερο τεχνικό νόημα, τουλάχιστον στην καθημερινή τους χρήση. Οι ελεύθεροι
υπήκοοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θεωρητικά δεν επιτρεπόταν να μετατραπούν
σε δούλους, αλλά η νομική αυτή προστασία εξέλιπε για εκείνους τους υπηκόους του
Σουλτάνου που εξεγείρονταν εναντίον της νόμιμης εξουσίας. Από τη στιγμή όμως
που ελεύθεροι μετατρέπονταν σε δούλους, δηλαδή σε πράγματα, και γίνονταν
αντικείμενο αγοραπωλησίας, υπήρχε πάντοτε η δυνατότητα χειραφέτησής τους μέσω
εξαγοράς ή καταβολής λύτρων. Τα λύτρα και η δυνατότητα ανέξοδης εκμετάλλευσης
της εργατικής δύναμης του δούλου αποτελούσαν μάλιστα κίνητρα για την παράνομη
υποδούλωση των αδύναμων μελών των τοπικών κοινοτήτων από τους ντόπιους
οικονομικά και πολιτικά ισχυρούς.
Επρόκειτο για
νομικούς κανόνες και πρακτικές που είχαν κρατήσει επί αιώνες, και των οποίων η
κατάργηση αποδείχθηκε πολύ δύσκολη. Στην
Οθωμανική Αυτοκρατορία, παρά τις διεθνείς πιέσεις κατά τη διάρκεια του 19ου
αιώνα, η πλήρης κατάργηση της δουλείας δεν κατοχυρώθηκε νομικά πριν από το 1909.
Αλλά και στο ελληνικό στρατόπεδο η ισχύς των σχετικών με τη δουλεία πρακτικών
δεν έπαυσε αυτόματα με την κήρυξη της Επανάστασης και την εισαγωγή νεωτερικών
νομικών θεσμών. Αντίθετα, η πρακτική της υποδούλωσης και της απελευθέρωσης αντί
λύτρων γνώρισε τότε τη συνήθη έξαρση που συνόδευε τις εξωτερικές και εσωτερικές
πολεμικές εμπλοκές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Έτσι, την άνοιξη του 1821 οι
ριζοσπάστες επαναστάτες της Ύδρας, γύρω από τον Αντώνιο Οικονόμου, δεν προβληματίστηκαν
όταν "επροκήρυξαν ότι όσοι εκ των
πλοιάρχων παρακούσουν θα πιασθούν και θα γίνονται λεία (πρέζα), οι δε ναύται
των τοιούτων πλοίων δούλοι διά να δουλεύουν εις τις ντάπιαις της Ύδρας".
Οι Υδραίοι επαναστάτες εφάρμοζαν στην περίπτωση αυτήν την πάγια τακτική των
Οθωμανών να τιμωρούν τους "ρέμπελους" κάνοντάς τους δούλους.
Κατά
την Ελληνική Επανάσταση υπήρχαν ελάχιστες πιθανότητες να χαριστεί από τους
εμπολέμους η ζωή στον αντίπαλο που αντιστεκόταν με τα όπλα. Αιχμάλωτοι
πιάνονταν μόνο οι άμαχοι και τα γυναικόπαιδα των αντιπάλων, και αυτοί
καθίσταντο δούλοι. Οι οικείοι των επαναστατών που γλύτωναν από τη σφαγή όδευαν
προς τα σκλαβοπάζαρα των οθωμανικών πόλεων. Οι Έλληνες ήταν πιο εκλεκτικοί με τους Τούρκους
αιχμαλώτους τους, καθώς πιθανότητες να διατηρήσουν τη ζωή τους είχαν μόνο οι
Οθωμανοί αξιωματούχοι και οι οικείοι τους -"τα χαρέμια τους", όπως
συχνά αναφέρονταν-, γιατί αυτοί θα μπορούσαν να πληρώσουν τα λύτρα, στην
καταβολή των οποίων ήλπιζαν οι ηγέτες των επαναστατών. Στις εκκλήσεις των
αιχμαλώτων Τούρκων πασάδων του Ναυπλίου προς την Εθνοσυνέλευση και τον
αρχιστράτηγο Θεόδωρο Κολοκοτρώνη έχουμε ένα χαρακτηριστικό για την εποχή μείγμα
νεωτερικών αρχών και οθωμανικών πρακτικών:
"...εις άνδρα υπέρ της ελευθερίας θυσιαζόμενον, ημπορεί με κάθε πεποίθησιν
να παρρησιασθεί τινάς και να ζητήσει ακατακρίτως την ελευθερίαν του [...] και
προσφέρωμεν λύτρα υπέρ της ζωής και της ελευθερίας μας δεκαπέντε χιλιάδας
γρόσια...".
Παρόμοιες
συμπεριφορές δεν περιορίζονταν στα ανώτερα κλιμάκια των επαναστατών, αμφίσημες
στάσεις διαπιστώνονται και σε απλούς πολίτες. Οι Χιώτες, μαζί με τους Μεσολογγίτες και τους Πελοποννήσιους,
αποτέλεσαν το κύριο σώμα των Ελλήνων αιχμαλώτων που οδηγήθηκαν στα
σκλαβοπάζαρα. Η τύχη τους συγκίνησε ιδιαίτερα την κοινή γνώμη της Ευρώπης,
και μετά τη Ναυμαχία του Ναβαρίνου οι Ευρωπαίοι βασιλείς και οι κυβερνήσεις
τους, κάτω από την πίεση της φιλελληνικής προπαγάνδας και της κοινής γνώμης των
χωρών τους, κατέβαλαν προσπάθειες για να εξαγοράσουν αυτούς τους αιχμαλώτους.
Οι ανθρωπιστικές αυτές προσπάθειες εστιάστηκαν στην Αίγυπτο, καθώς ο Ιμπραήμ
πασάς έστελνε εκεί τα γυναικόπαιδα που αιχμαλώτιζε στις επιδρομές του ανά την
Πελοπόννησο. Οι ευρωπαϊκές δυνάμεις τον εξανάγκασαν να παραιτηθεί από τη
μεταφορά στην Αίγυπτο, και προσπάθησαν να απελευθερώσουν αυτούς που είχαν ήδη
πουληθεί ως δούλοι.
Οι μουσουλμάνοι που
κατείχαν Έλληνες δούλους ήταν στη συντριπτική τους πλειονότητα Τούρκοι και
Αλβανοί αξιωματούχοι του Μωχάμετ Άλι που στελέχωναν τη διοίκηση και τον στρατό
της Αιγύπτου. Ελάχιστοι Άραβες ιδιώτες απέκτησαν τέτοιους δούλους. Σε αυτά τα
"τούρκικα" σπίτια οι δούλοι ασπάζονταν κατά κανόνα το Ισλάμ και
εντάσσονταν στα χαρέμια ή άρχιζαν την παραδοσιακή στην Αίγυπτο σταδιοδρομία των
Μαμελούκων. Το ίδιο υπολόγιζαν ότι θα συνέβαινε και με τα παιδιά που ήταν
τρόφιμοι στη στρατιωτική σχολή ή υπηρετούσαν στο Γενικό Επιτελείο και στο
ναυτικό ή, τέλος, εργάζονταν στις βιομηχανίες του Μωχάμετ Άλι.
Οι
απεσταλμένοι του βασιλιά της Γαλλίας υπολόγιζαν ότι οι Έλληνες του Καΐρου
κατείχαν περί τους 240 δούλους "γυναίκες
και παιδιά, που τους είχαν αγοράσει και τους μεταπωλούσαν συχνά ακόμη και σε
Τούρκους και Εβραίους, όταν είχαν ανάγκη από ρευστό ή απλώς επειδή αυτό το
ακατονόμαστο εμπόριο τους πρόσφερε σημαντικά κέρδη".
Για τους βιοτέχνες,
τα παιδιά και οι γυναίκες που αγόρασαν ήταν μια φθηνή και καλή εργατική δύναμη
που έλυνε το πρόβλημα της εργασίας στα εργαστήρια και στα σπίτια τους, το οποίο
είχε οξυνθεί με την ανάσχεση της μετανάστευσης από τις ελληνικές περιοχές στο
διάστημα της Επανάστασης. Εξάλλου στο οθωμανικό αξιακό σύστημα στο οποίο ήταν
εθισμένοι δεν υπήρχε μεγάλη διαφορά ανάμεσα στη δουλική και στην ελεύθερη
μισθωτή εργασία, πολύ περισσότερο που χρησιμοποιούσαν την ίδια λέξη για να
χαρακτηρίσουν τους φορείς και των δύο: δούλος. Οι ίδιοι οι δούλοι, όταν
βρέθηκαν μπροστά στη δυνατότητα να αποκτήσουν την ελευθερία τους και να
επιστρέψουν στις πατρίδες τους, δεν την εκμεταλλεύθηκαν.
Οι δυσκολίες που
συνάντησε η γαλλική ανθρωπιστική αποστολή οφείλονταν λοιπόν στη διαφορά φάσης
ανάμεσα στη δυτικοευρωπαϊκή γαλλική κοινωνία και στη νεοελληνική που αναδυόταν
μέσα από την οθωμανική. Στον πυρήνα της διαφοράς τους βρισκόταν η διαφορετική
αντίληψη για τη φύση της μισθωτής εργασίας. Η ιστορία της επαναστατημένης Ελλάδας βρίθει περιπτώσεων στις οποίες
πολλοί, αν και ζούσαν κάτω από το υπό διαμόρφωση νέο αστικό καθεστώς,
συμπεριφέρονταν σύμφωνα με τις αξιακές νόρμες του οθωμανικού συστήματος.
Αυτό μπορούμε να το διαπιστώσουμε και σε περιστάσεις με ιδιαίτερο συμβολικό
βάρος, όπως ήταν η απελευθέρωση των σκλάβων της Χίου, των οποίων το δράμα είχε
τόσο συγκινήσει την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη. Πλούσιοι Έλληνες έμποροι που ζούσαν
στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και Ευρωπαίοι φιλάνθρωποι συχνά εξαγόραζαν στα
σκλαβοπάζαρα Χιώτες σκλάβους και τους φυγάδευαν έξω από την οθωμανική
επικράτεια. Δεν ήταν όμως καθόλου σίγουρο ότι όταν οι απελεύθεροι έφθαναν στις
περιοχές που ήλεγχαν οι επαναστάτες θα απολάμβαναν αυτόματα την ελευθερία τους.
Οι Χιώτες αυτοί
ξέφυγαν και δεν σκλαβώθηκαν, αλλά επιζούσαν κάνοντας βαριές δουλειές με πολύ
χαμηλή αμοιβή. Οι συνθήκες μέσα στις οποίες ζούσαν δεν τους επέτρεπαν να
διαπραγματευθούν αποτελεσματικά την εκχώρηση της εργατικής τους δύναμης. Στην
περίπτωσή τους η ελευθερία στην αγορά εργασίας ήταν πλασματική. Την κατάσταση
αυτή οι ίδιοι τη βίωναν ως μειωτική και μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι με
αυτόν τον τρόπο την αντιμετώπιζε και η υπόλοιπη κοινωνία. Τα παραδείγματα που
αναφέραμε συγκλίνουν στο ότι δούλοι αποκαλούνταν αυτοί που βρίσκονταν στην
κατώτατη βαθμίδα της μισθωτής εργασίας, που χαρακτηριζόταν από πολύ χαμηλές
αμοιβές και περιορισμούς στην ελευθερία των κινήσεών τους.
Η πρόταση λοιπόν του
Σκούφου στις 8 Ιουνίου 1826 να πουληθεί ως δούλος μπορούσε να συγκινήσει τους
ακροατές του όχι μόνο γιατί γύρω τους σκλαβώνονταν και πωλούνταν ελεύθεροι
άνθρωποι και από τις δύο εμπόλεμες πλευρές, αλλά γιατί επιπλέον η δουλεία ως η
κατάσταση κατά την οποία η προσωπική ελευθερία κάποιου είχε αλλοτριωθεί υπέρ
ενός άλλου συγχεόταν στην αντίληψη των κατοίκων του Ναυπλίου με τη δουλειά, την
εξαρτημένη εργασία που πρόσφεραν ελεύθερα άτομα. Η αντίληψη της εξαρτημένης
εργασίας στην επαναστατημένη Ελλάδα ήταν ακόμη εγκιβωτισμένη στην κυρίαρχη
θεώρηση των εργασιακών σχέσεων στην οθωμανική κοινωνία, όπου προκειμένου για
κάποιον που συνήπτε σύμβαση εργασίας η έκφραση στα τουρκικά ήταν nefsini icare
etmek, που θα μπορούσε να αποδοθεί ως εκμίσθωσε τον εαυτό του, δηλαδή
αλλοτρίωσε την προσωπικότητά του.
Η
σύγχυση ανάμεσα στη δουλεία και στη δουλειά, που υφίστατο ακόμη στην περιφέρεια
της Ανατολικής Μεσογείου σε μια εποχή κατά την οποία η δουλεία είχε καταργηθεί
στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης, μπορεί να αποδοθεί σε μια διαφορά φάσης στην
εξέλιξη των αντίστοιχων κοινωνιών. Εντούτοις, θα ήταν λάθος να κατασκευάσουμε
ένα απόλυτα διχοτομικό σχήμα ανάμεσα στη ρωμαίικη παράδοση και στην ευρωπαϊκή
νεωτερικότητα και να αγνοήσουμε ότι προκαταλήψεις εις βάρος του κόσμου της
μισθωτής εργασίας διατηρούνταν στις πιο ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες της
Ευρώπης. Οι
αρνητικές αυτές αντιλήψεις δεν λάνθαναν απλώς στις νοοτροπίες που ρύθμιζαν τις
προσωπικές σχέσεις στις καθημερινές συναλλαγές, αλλά είχαν και πρακτικές
νομικές συνέπειες. Στην Αγγλία, τη χώρα της οποίας οι θεσμοί αποτελούσαν το
πρότυπο για τους φιλελεύθερους όλης της Ευρώπης, το 1834 θεσπίστηκε ο λεγόμενος
"νέος νόμος για τους πτωχούς", που διατηρούσε μορφές καταναγκαστικής
εργασίας μαζί με περιορισμούς της προσωπικής ελευθερίας στην κοινωνική ζωή για
τους ικανούς προς εργασία φτωχούς. Εξάλλου, δεν είμαι βέβαιος αν η απαγόρευση
της απεργίας των εργατών που προέβλεπαν οι ποινικοί κώδικες στις προηγμένες
οικονομικά και ισχυρές πολιτικά χώρες της Ευρώπης στην περίοδο της
παλινόρθωσης, κατά την οποία υιοθέτησε και ο ελληνικός ποινικός κώδικας του
1833, μπορεί να αποδοθεί μόνο, ή κατά κύριο λόγο, στις προγονικές
προκαταλήψεις. Με την ανάπτυξη του καπιταλισμού και τη μετατροπή σε εμπόρευμα
της εργασίας ενός συνεχώς μεγαλύτερου αριθμού ανθρώπων στην Ευρώπη, οι παλαιές
προκαταλήψεις μεταφράστηκαν στη γλώσσα των σύγχρονων ταξικών ανταγωνισμών. Όσοι
ασκούσαν εξαρτημένη εργασία έξω από το κορπορατιστικό πλαίσιο των συντεχνιών
στερούνταν πολιτικών δικαιωμάτων, γιατί θεωρούνταν ότι εκχωρούσαν τον ίδιο τον
εαυτό τους.
Στην
ανεξάρτητη Ελλάδα ήταν γνωστές οι θεωρίες καθώς και οι φόβοι των ευρωπαϊκών
αστικών κοινωνιών, αλλά ο περιορισμός του εκλογικού δικαιώματος των
"υπηρετών" που επιχειρήθηκε το 1844 δεν επικράτησε. Η πλατιά
κινητοποίηση των υπαλλήλων κοινωνικών κατηγοριών στην επαναστατική περίοδο και
η εξισωτική ιδεολογία που προήλθε από αυτήν, σε συνδυασμό με την απουσία
ισχυρών κατασταλτικών μηχανισμών, είχαν ως αποτέλεσμα η καθολική ψηφοφορία των
ενηλίκων ανδρών να καθιερωθεί στην Ελλάδα ντε φάκτο και ντε γιούρε νωρίτερα από
τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, ανατρέποντας στο σημείο τη φορά της σχέσης παράδοσης
και νεωτερικότητας, ανάμεσα στην Ελλάδα και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Η πολιτική πραγματικότητα της
καθολικής ψηφοφορίας των ανδρών συνέβαλε στον ριζικό εννοιολογικό διαχωρισμό
της μισθωτής εργασίας από τη δουλεία. Ακόμη και στην περίπτωση των οικόσιτων
εργαζομένων, τα νέα πολιτικά ήθη επέβαλαν τη δημόσια χρήση του όρου υπηρέτης ως
πολιτικά ορθότερου του όρου δούλος.
Σήμερα, ακριβώς αυτές
οι σύγχρονες ταξικές αντιθέσεις, σε φάσεις ανοιχτής σύγκρουσης ανάμεσα στους
μισθωτούς από τη μια μεριά και στους ιδιοκτήτες των μέσων εργασίας τους και το
κράτος από την άλλη, φέρνουν στην επιφάνεια του δημόσιου λόγου όλων των πλευρών
χαρακτηρισμούς και εκφράσεις γύρω από τη μισθωτή εργασία που ειδάλλως
λαθροβιούν στην ιδιωτική σφαίρα και που παραπέμπουν στις εποχές που η μισθωτή
εργασία συγχεόταν με τη δουλεία. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος ότι σε αυτές
τις περιπτώσεις το σχετικό με τη μισθωτή εργασία παραδοσιακό αξιακό σύστημα
επιβιώνει ακόμη κάτω από τις σύγχρονες αξιολογήσεις, αν οι εργασιακές σχέσεις
δεν είχαν υποστεί σήμερα τόσο μεγάλες μεταβολές, κυρίως με την επιμήκυνση του
χρόνου εργασίας και τον περιορισμό των δικαιωμάτων των μισθωτών, ώστε
καταστάσεις παλαιότερων εποχών δεν μπορούν πλέον να θεωρούνται παρωχημένες
γιατί αναδεικνύονται στην πράξη ως η ουσία αυτών των βασικών κοινωνικών
σχέσεων.
[Συντομευμένη
εκδοχή του κειμένου, από τον τόμο Τα Βαλκάνια: εκσυγχρονισμός, ταυτότητες,
ιδέες, συλλογή κειμένων προς τιμήν της καθηγήτριας Νάντιας Ντάνοβα]
Ο Χρήστος Χατζηιωσήφ
είναι ιστορικός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου