Μοναχικός, μοναδικός, μεγάλος
ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ
My Landscape #1, 2014, Μελάνι σε χαρτί, 32 x 40,5 εκ. |
Με αφορμή την κυκλοφορία του τόμου: Κώστας Βάρναλης, Άπαντα τα ποιητικά, 1904-1975, εκδόσεις Κέδρος,
σελ. 544
Διονυσιακός και αριστερός, δημοτικιστής και αντιλαϊκιστής, σατιρικός
και φιλοσοφικός, νεωτερικός και κλασικός: ένας λαϊκός και ταυτόχρονα διανοούμενος
ποιητής, και επιπλέον διακεκριμένος αρθρογράφος και παροιμιώδης θυμόσοφος,
ρηξικέλευθος δάσκαλος (που διώχθηκε γιατί τόλμησε να διδάξει στο σχολείο
ολόκληρο τον σολωμικό «Ύμνον εις την ελευθερίαν») και θαρραλέος πολίτης (που υπέστη
διοικητικές ποινές και την εξορία). Ο Κώστας Βάρναλης, μια πολυσύνθετη
προσωπικότητα, με ένα επίσης πολύπλευρο πνευματικό και ποιητικό προφίλ,
αποτελεί μια μοναδική περίπτωση στα γράμματά μας.
Ως ποιητής, είναι μια μοναχική φιγούρα που διατρέχει τις δεκαετίες, πίσω
μας, δίπλα μας, μπροστά μας, μια μορφή οικεία και προσιτή, πολυδιαβασμένος και
πολυτραγουδισμένος, αλλά, ταυτόχρονα, απόμακρος, σχεδόν άγνωστος.
Οι «κοινωνιστές» εργάτες της δεκαετίας του 1920, που απάγγελλαν ποιήματά
του στις συγκεντρώσεις τους, τον διάβασαν ως λόγο/σύνθημα. Η επίσημη,
ζαχαριαδική αριστερά της δεκαετίας του 1930 ζύγισε την ποίησή του και βρήκε
«ελλιπή» την αριστεροσύνη του, ενώ την ίδια στιγμή οι αστοί της γενιάς του ’30
τον θεώρησαν (ορθώς...) πολύ αριστερό, και αντικομφορμιστή για τα γούστα τους,
κι έτσι προτίμησαν να τον παραχώσουν, συγκαταβατικά, στην «παράδοση», ώστε οι
ίδιοι να μονοπωλήσουν τη νεωτερικότητα. Χύνοντας βέβαια και μπόλικη χολή: «Από την εποχή των Σούτσων, δεν έχουν γραφεί
στην Ελλάδα πιο πεζοί, πιο άμουσοι, πιο φτωχοί, πιο αγοραίοι στίχοι. Δεν
πρόκειται βέβαια για ποίηση, μα δεν πρόκειται ούτε και για σοβαρή
δημοσιογραφία», αποφαίνεται ο Γ. Θεοτοκάς για «Το φως που καίει»…
Στη δεκαετία του 1940, όπου τόσοι και τόσοι τσαλαβουτούν και
αναβαπτίζονται στην περιρρέουσα αντιστασιακή ιδεολογία (ακόμα και ο
εθνοφυλετιστής Σικελιανός), ο Βάρναλης σιωπά: μια εξαιρετικά σημαίνουσα σιωπή, που
επισημαίνει τις εθνοκεντρικές εμμονές και τα συνακόλουθα αδιέξοδα της εν λόγω
ιδεολογίας.
Αμέσως μετά τον πόλεμο, ο Μανόλης Λαμπρίδης θα ψαύσει την αιτία της
συνεχιζόμενης απώθησης του Βάρναλη, την ίδια στιγμή που διαβάζεται από ένα
ευρύτερο κοινό αλλά και τιμάται, ως μεγάλος αλλά όμως «ακατάτακτος» ποιητής. Γιατί
πάντα κάτι «λείπει». Τι είναι αυτό; Ο Λαμπρίδης θα επισημάνει τη μεγαλοσύνη τού
Βάρναλη: παρ’ ότι αριστερός, αρνείται να κολακεύσει τον εξιδανικευόμενο, απ’
όλες τις πλευρές, «λαό»∙ αντίθετα, υποβάλλει στην πιο αυστηρή, άτεγκτη κριτική
τις ιδεοληψίες και τα στερεότυπά του, ακριβώς γιατί προσβλέπει, και θέλει να
συμβάλει, στη χειραφέτησή του, ώστε ο λαός, αντί για αντικείμενο των λογίων
φαντασιώσεων και χειραγωγούμενο πλήθος, να καταστεί υποκείμενο της ιστορίας. Και
ως προς αυτό ο Βάρναλης είναι μάλλον «απαισιόδοξος», φθάνοντας μάλιστα να
σχολιάσει ο ίδιος το ποίημά του «Οι μοιραίοι»: «Όλ’ η πολιτική ιστορία του τόπου βασίζεται στο μεσσιανισμό, που είναι
μια συγκεκριμένη μορφή της μοιρολατρίας τού λαού. Αν όλοι σχεδόν οι πολιτικοί
της Ελλάδας δε ντρέπονται να παρουσιάζονται σα ‘σωτήρες’, αυτό οφείλεται στο
ότι πολύς λαός περιμένει ‘σωτήρες’ (το ‘θάμα’)». Είναι μια περίοδος όπου η
λαϊκότητα και η έκφραση της αυθεντικής «λαϊκής ψυχής» διεκδικείται ένθεν και
ένθεν του πολιτικού φάσματος, μέσω του Θεόφιλου, του Μακρυγιάννη, του
δημοτικισμού. Ο Βάρναλης δεν έχει ανάγκη από διαπιστευτήρια λαϊκότητας, ούτε
επαναστατικότητας∙ μάλιστα, ως γνήσιος εστέτ, έχει επιλέξει για γλώσσα της
ποίησής του μια ακραία, γκροτέσκα δημοτική, δίπλα στην εξίσου ιδιότυπη «μικτή»
του Καβάφη, και όχι π.χ. τη «φιλική» προς τον αναγνώστη, κατασκευασμένη
δημοτική της «αισιόδοξης» γενιάς του ’30. Αυτή η στάση του, η αποστασιοποίησή
του από το κοινό αίσθημα, τον φέρνει πιο κοντά στον αυτόχειρα της Πρέβεζας,
όπως άλλωστε θα το δηλώσει προς το τέλος της ζωής του: «ζηλεύω το θάρρος σου Καρυωτάκη».
Την περίοδο της δικτατορίας, με την «επιστροφή στις ρίζες» αλλά και
στις πηγές της λαϊκότητας, οι πολυπληθείς, ανήσυχοι νέοι της εποχής θα τον
τραγουδήσουν βέβαια «μες στην υπόγεια την ταβέρνα», αλλά σύντομα θα προτιμήσουν
την «Ρωμιοσύνη» και εν τέλει το «Άξιον Εστί». Η ποίηση του Βάρναλη δεν είναι
συμβατή με τον εθνικολαϊκισμό που θεριεύει∙ αντίθετα, συνιστά την πιο
προωθημένη κριτική του.
Το τελευταίο επεισόδιο αυτού του δράματος θα παιχθεί τον Δεκέμβρη του
1974, πάνω απ’ τον ανοιχτό τάφο του, όπου νεολαίοι των δύο κύριων ρευμάτων της
αριστεράς θα διεκδικήσουν, με τις γροθιές τους, την οικειοποίηση του ποιητή:
μια θέση στον τάφο του για την κομματική τους εφημερίδα… Έτσι, εν αγνοία τους, καταθέτουν
το πιο ακριβό στεφάνι στον Βάρναλη: την αύρα της εφηβικής σωματικότητάς τους, αλλά
και μια πρώτη, ακούσια επισήμανση του μπαχτινικού «καρναβαλικού στοιχείου», που
χαρακτηρίζει την ποίησή του, όπως αργότερα θα επισημάνει ο Γιάννης Δάλλας. Μάλλον
ο Βάρναλης θα πρέπει να χαμογελούσε, μακαρίως, όπως τους έβλεπε από το φέρετρό
του…
Τα χρόνια πέρασαν, η Μεταπολίτευση εξάντλησε την ορμή της, ο Βάρναλης
«θάμπωσε», γι’ ακόμη μία φορά. Με την είσοδο του 21ου αιώνα, μια
επίσημη Βαλκανική ποιητική ανθολογία, φτιαγμένη από έγκυρους, και «με τον τρόπο
τους» αριστερούς, λογίους και φιλολόγους, δεν θα τον περιλάβει στους κορυφαίους
νεοέλληνες ποιητές. Άλλες ήταν οι αξιώσεις της συγκυρίας.
***
Ο Βάρναλης ξεκινά ως λυρικός ποιητής, ως εστέτ στη θεματολογία του και
τη στιχοποιία του. Αλλά έτσι ακριβώς φθάνει στην αριστερά. Όπως άλλωστε, απ’
τον ίδιο δρόμο, και ο Ναπολέων Λαπαθιώτης. Γιατί στις πρώτες δεκαετίες του 20ού
αιώνα ο αισθητισμός περιέγραφε μια εξόχως πολιτική στάση: την άρνηση να
ενταχθεί κανείς στο εθνικό αφήγημα του βενιζελισμού και στο συνακόλουθο του παλαμισμού.
Πρόκειται βέβαια για μια διαδικασία γεμάτη υπερβάσεις αλλά και αντιφάσεις, αφού
η μετάβαση από τον ακμαίο νεορομαντισμό σε μια επαναστατική αντίληψη, γειωμένη
στην αναιμική αστική πραγματικότητα, συνεπάγεται την εσωτερίκευση αυτής της
μετάβασης στον ποιητικό λόγο, με τρόπο ιδρυτικό: «την ερημιά βαρέθηκα κι η πόλη δε μας θέλει».
Όμως η εικόνα και η βίωση του κόσμου που θα μας προσφέρει η ώριμη ποίησή
του είναι ουσιωδώς νεωτερική. Γιατί οι ποιητικοί του τρόποι υπερβαίνουν κατά
πολύ το απλουστευτικό εύσημο του «ελεύθερου στίχου», ελευθερώνοντας τις μορφές
και καταργώντας τα στεγανά των λογοτεχνικών ειδών. Ακόμα και στο δοκίμιό του,
«Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική», θα εισαγάγει μέσα στη ροή του δοκιμιακού λόγου,
με πάσα φυσικότητα, ένα ακραιφνές διήγημα – αυτός, ο «παραδοσιακός»...
Γραμμένο στη μορφή ενός σχεδόν θεατρικού συνθέματος, όπου συναιρούνται
ο ποιητικός και ο πεζός λόγος (όπως έδειξε ο Δάλλας), «Το φως που καίει» (1922),
περνά τη νεοελληνική ποίηση οριστικά στην αστική εποχή, δηλαδή στις αντιθέσεις
και τα διλήμματά της, αφήνοντας οριστικά πίσω το κοσμοείδωλο του Παλαμά και τη
Μεγάλη Ιδέα, αλλά και την παραδοσιακή ποίηση.
***
Για όλους αυτούς τους λόγους ο Βάρναλης είναι κλασικός. Αλλά όχι με
τον τρόπο που το εννοούν συνήθως οι λογοτέχνες και οι φιλόλογοι, δηλαδή όχι με καθεστωτικούς
όρους. Χαρακτηριστικό τού πνευματικού του προφίλ και το ακόλουθο, θρυλούμενο στιγμιότυπο.
Όταν το 1946 ο Σωτήρης Σκίπης εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, κάποιος
μετέφερε την είδηση στον (βαρήκοο) Βάρναλη:
-«Τον Σκίπη τον κάνανε ακαδημαϊκό»
-«Τι τον κάνανε;»
-«Ακαδημαϊκό»
-«Καλά του κάνανε!»
Ποιος θυμάται τον Σκίπη σήμερα, και τόσους άλλους αύριο; Ο Βάρναλης
όμως είναι, και πάντα θα είναι, παρών. Γιατί είναι όντως ποιητής. Όσο κι αν
απωθείται, πάλι θα επανέρχεται στο προσκήνιο. Αυτό σημαίνει άλλωστε κλασικός. Γι’
αυτό υπερβαίνει τις κοντόθωρες κατατάξεις τού καθ’ ημάς συντηρητικού
μοντερνισμού και λειτουργεί ως σύγχρονός μας. Γι’ αυτό το έργο του ευτύχησε να
έχει τους αξιότερους φιλολογικούς επιμελητές, όπως π.χ. τον νεώτερο Βασίλη
Αλεξίου, αλλά και να αποτελεί ποιητική αφετηρία και έρεισμα για τις πιο
προωθημένες ποιητικές φωνές της εποχής μας, όπως π.χ. αυτή του Ηλία Λάγιου.
Υπάρχει άλλο κριτήριο;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου