1/2/15

Los sin techo- Οι άνευ στέγης

ΤΗΣ ΑΝΤΙΓΟΝΗΣ ΚΑΤΣΑΔΗΜΑ

Los sin techo

Quisiéramos alcanzar aquellas manzanas entre el cielo y la calle
pero una mirada encarnada hacia los otros hizo que los álamos
nos silbasen: Lo íntimo es la calle…
Volvimos así a la época de las búsquedas planetarias
en que las nubes al azar se despejaban la propia pregunta
¿Quién es esta mirada insistente?, como el placer
de la derrota y de Baudelaire se iba por la calle al igual que
para mis adentros.
Yo soy nosotros y nosotros somos yo,
no hay que ir muy lejos para husmear a los malditos
que no lograron éxitos all inclusive” con piscinas privadas;
nada más que mirarnos así por nuevos que siguen andando
y pasando por álamos y tertulias llegando lejos al aire libre.
Quisiéramos aquellas manzanas en medio del horizonte vacío
como si fueran el arte y René Magritte por encima del todo
pero es que aquí estamos los sin techo o los con calle
andando y silbando y pasando por la pregunta íntima 
para cada uno de nosotros: ¿Quién es esta mirada?
Me quedaré con el cuerpo lleno de música, de Rubén Darío,
soñando con la Sinfonía en gris mayor mientras el camino
por la calle del poeta en Palma de Mallorca alimente el sueño
teatr(e)al sobre lo concebido que dé a un ámbar nocturno;
a la luna menguante o sonriente, colchón de cada poeta
después de haber arrullado su silencio callejeando como si fuera Εl Οtro.   

Οι άνευ στέγης 

Θα θέλαμε να φτάσουμε εκείνα τα μήλα μεταξύ ουρανού και δρόμου
αλλά μια άλικη ματιά προς τους άλλους έκανε τις λεύκες
να μας σφυρίζουν: Το οικείο είναι ο δρόμος...
Κι έτσι γυρίσαμε στην εποχή των πλανητικών αναζητήσεων
όπου απ' τα σύννεφα κατά τύχη ξάνοιγε η ίδια ερώτηση
"Ποιος είναι αυτή η επίμονη ματιά;", καθώς η χαρά
της ήττας και του Μπωντλαίρ πέρναγε απ’ το δρόμο όπως
κι απ’ τα κατάβαθά μου.
Εγώ είμαι εμείς κι εμείς είμαστε εγώ
Ας μην πάμε πολύ μακριά για να οσμιστούμε τους τρισκατάρατους
που δεν συνάντησαν επιτυχίες "όλα πληρωμένα" με ιδιωτικές πισίνες.
Ας κοιταχτούμε μόνο ως καινούργιοι που πάλι πηγαίνουν
και περνούν από λεύκες και συρροές φτάνοντας μακριά στ’ ανοιχτά.
Θα θέλαμε εκείνα τα μήλα στη μέση του άδειου ορίζοντα
σαν η τέχνη κι ο Ρενέ Μαγκρίτ να ήταν πάνω απ' όλα
αλλά είναι που εδώ είμαστε οι άνευ στέγης ή του δρόμου
πηγαίνοντας και σφυρίζοντας και περνώντας απ’ την οικεία ερώτηση
για τον καθέναν από εμάς: ποιος είναι αυτή η ματιά;
Θα μείνω με το σώμα ένσφαιρο μουσικής, του Ρουμπέν Νταρίο,
να ονειρεύομαι τη Συμφωνἰα σε μεἰζον γκρι ενώ η πορεία
απ’ το δρόμο του ποιητή στην Πάλμα της Μαγιόρκα τρέφει το "όναρ
τεατρε(ά)λ" πάνω στο συλληφθέν που βλέπει σ’ ένα ήλεκτρο νυχτίτη,
στη χασοφεγγαριά ή στο χαμογέλιο, στρώμα του κάθε ποιητή
άπαξ και νανούρισε τη σιωπή του δρομοκόπος σαν να ήταν Ο Άλλος.

 * Ποίημα που τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο στο διεθνή διαγωνισμό ποίησης του ιδρύματος Andrés Barbosa Vivas στη Μπογκοτά της Κολομβίας, και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό πολιτισμού Κολομβίας και Λατινικής Αμερικής Libros & Letras

Δεν υπάρχουν σχόλια: