22/2/15

Μια πρώτη «ανάγνωση» προγραμματικών δηλώσεων

ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΝΟΥΤΣΟΥ

Ένα από τα «άμεσα» μέτρα που θα λάβει η παρούσα κυβέρνηση, σύμφωνα με τις αγορεύσεις του πρωθυπουργού και του υπουργού παιδείας, ως προς την τριτοβάθμια εκπαίδευση, είναι η κατάργηση του «Συμβουλίου» των Α.Ε.Ι. Τούτο θα αποτελέσει όντως μια ορθή απόφαση, ιδίως αν η αναζωογονημένη σύγκλητος αποκτήσει ξανά τις αρμοδιότητες που απώλεσε από το «Συμβούλιο» και δευτερευόντως από τον πρύτανη. Γιατί, από την έναρξη της σχετικής «διαβούλευσης» και την ψήφιση των νόμων 4009/2011 και 4076/2012 έως σήμερα, συνάγεται ευκρινώς, ζυγίζοντας κανείς τόσο τις περιπτώσεις «συνεννόησης» του «Συμβουλίου» με την οικεία πρυτανεία και τη σύγκλητο όσο και εκείνες της κραυγαλέας «αντίθεσής» τους, ότι υπήρξε κατά την εκδίπλωσή του ένας θεσμός περιττός έως ανασχετικός. Σε κάθε περίπτωση αποτελεί αυτοαναλώσιμη φενάκη να διατυμπανίζεται με φόρα ότι είχαμε μπροστά μας ή πάνω μας τον «ακρογωνιαίο λίθο του εκσυγχρονισμού του θεσμικού πλαισίου των ΑΕΙ» (Θ. Φορτσάκης· Η Καθημερινή, 15.2.2015), όταν μάλιστα ένα από τα «εξωτερικά» μέλη έχει τη δυνατότητα να συμπεράνει ότι επρόκειτο «για ρόλο προβληματικό», δηλαδή «χωρίς εναργές αντικείμενο και ξεκάθαρες δικαιοδοσίες» (Αλ. Νεχαμάς· Η Καθημερινή, 15.2.2015).
Προφανώς κατά τη σύλληψή του υπήρξε η έγκαιρη προειδοποίηση (βλ. για παράδειγμα άρθρα μου στην Αυγή, 2.1.2011 και 24.7.2011): πώς ακριβώς επιχειρείται να αναδιαταχθεί η «διοίκηση» των Πανεπιστημίων που με τη νέα δισυπόστατη μορφή της θα πρέπει να «απολαμβάνει της εμπιστοσύνης της ακαδημαϊκής κοινότητας, των κοινωνικών και οικονομικών φορέων και της πολιτείας»; Μόνο που, παρά την παρενθετική μνεία της οικείας «συνταγματικής επι­ταγής», η πρόθεση είναι σαφής: η «ταυτόχρονη δημιουργία ισχυρών και αποτελεσματικών αντίβαρων». Πού όμως; Σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου που κατά το ισχύον  Σύνταγμα είναι «πλήρως αυτοδιοικούμενα». Δηλαδή, κατά την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας (αρ. 32/1990 ή 3313/1994) η «αρχή της αυτοδιοικήσεως» έχει ως «περιεχόμενο την εξουσία των ιδρυμάτων αυτών να αποφασίζουν με δικά τους όργανα στις δικές τους υποθέσεις», «χωρίς καμιά κρατική ανάμειξη» που θα μετέτρεπε τον «έλεγχο νομιμότητας» σε «έλεγχο σκοπιμότητας».
Μαζί με την κατάργηση του «Συμβουλίου» (έστω: «Δεν θα παύσομεν άνωθεν κανέναν»· Η Αυγή, 15.2.2015) θα μπορούσε να ζητηθεί ό,τι προβλέπει η κείμενη νομοθεσία. Δηλαδή, να συνταχθεί η «κάθε δύο έτη έκθεση για τα πεπραγμένα του» και η οποία «δημοσιοποιείται με κάθε πρόσφορο μέσο». Ίσως έτσι θα καταστεί αντιληπτό αν πράγματι είχαν αναληφθεί «πρωτοβουλίες για τη σύνδεση του ιδρύματος με την κοινωνία και την οικονομία, καθώς και η συμβολή του στην ανάπτυξη της χώρας». Πολύ περισσότερο, αν υπήρξε η «χάραξη στρατηγικής για την ανάπτυξη του ιδρύματος σε τοπικό, εθνικό, ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο»… Ίσως αυτού του είδους η ρητορική να μετριασθεί καίρια, αν έχει καταγραφεί ορθά δήλωση του υπουργού (Η Καθημερινή, 11.2. 2015), σε τυχόν «επιστροφή» των «Συμβουλίων» απλώς με «συμβουλευτικές αρμοδιότητες» και όχι ως οργάνων «διαμεσολάβησης» ή «υποκατάστασης» και «προεπιλογής» (που βαφτίζεται «εξορθολογισμένη εκλογή»· Η Καθημερινή, 15.2.2015) όσων αφορούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου «πλήρως αυτοδιοικούμενα». Σε κάθε περίπτωση θα αρκεί να συνειδητοποιείται πώς επιτελούνται οι όροι παραγωγής και διάχυσης του μορφωτικού-ερευνητικού κεφαλαίου, ιδίως αν ολοκληρώνεται τεκμηριωμένα ένα κείμενο για το παρόν και το μέλλον του πανεπιστημιακού θεσμού. Ευκολότερα πάντως θα παράγονται εκείνα τα αντισώματα, τα οποία δεν ωθούν την όποια «αριστεία» (“eccellentia”) στη σκιά της που εμφανίζεται ως “eccentrico”, σε ό,τι δηλαδή παρ’ ημίν αντιμετωπίζεται ως «ψώνιο»… Αφήνω στην άκρη την αρχική νομοθετική πρόβλεψη (Ν. 4009/2011, άρθρο 8, §. 5α) για την εκλογή «εξωτερικών» μελών με προσόν τη «διάκρισή» τους στην «πολιτική» ζωή σε «εθνικό ή σε διεθνές επίπεδο» και έρχομαι να ρωτήσω αν μια «ξαναδουλεμένη» διδακτορική διατριβή μπορεί να εξασφαλίζει «ευρεία αναγνώριση στην επιστήμη», ακόμη κι αν έχει κυοφορηθεί στους κόλπους «Γενικού Τμήματος»…
Προφανώς θα δοθεί η ευκαιρία να συζητηθούν ξανά ό,τι ο ίδιος ο υπουργός παιδείας (Αρ. Μπαλτάς, «Τα Πανεπιστήμιά μας», Ο Πολίτης δεκαπενθήμερος, τχ. 17, 26.1.1996, 16-18) κατονόμασε ως «συγκροτητικά» ζητήματα του ελληνικού πανεπιστημίου. Υπάρχουν ήδη τα «ερεθίσματα» για να προλάβω την ανάξεση δυο τέτοιων ζητημάτων. Το πρώτο αφορά την αξίωση του Εθνικού Οργανισμού Πιστοποίησης Προσόντων και Επαγγελματικού Προσανατολισμού να οριοθετήσουν τα Τμήματα, έως τις 20 Φεβρουαρίου, τη «συνάφεια» των προγραμμάτων σπουδών με την «αγορά εργασίας», μέσω του «εθνικού πλαισίου προσόντων». Να θυμίσω τι σημειώνεται στο μόλις προαναφερθέν κείμενο του υπουργού για την αποστολή των πανεπιστημίων («πρέπει, πρώτα και κύρια, να μορφώνουν»); Παρά τις πρόσφατες μεταβολές που η οικεία νομοθεσία υπέστη, εξακολουθεί να εκτιμάται ως στόχος της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης η συμβολή στη «διαμόρφωση υπεύθυνων πολιτών, ικανών να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις όλων των πεδίων των ανθρώπινων δραστηριοτήτων με επιστημονική, επαγγελματική και πολιτιστική επάρκεια και υπευθυνότητα και με σεβασμό στις αξίες της δικαιοσύνης, της ελευθερίας, της δημοκρατίας και της κοινωνικής αλληλεγγύης»…
Τι γνωρίζουν οι «πιστοποιητές», αν κρίνω από τη σύνθεση της «Αρχής», για την «αγορά εργασίας»; Ή, ακόμη, γενικότερα, πώς ψαύ­ουν και πώς «μετρούν» τις «ανάγκες της κοινωνίας»; Επιπλέον, έχουν ασχοληθεί με ό,τι αφειδώς παρελαύνει στα κείμενά τους ως «κοινωνία της γνώσης»; Οι ερωτήσεις αυτές αφορούν ειδικότερα αυτόν που κατά προτεραιότητα, στην ηγεσία της «Αρχής», αναλαμβάνει τα της Φιλοσοφικής Σχολής και γενικότερα τα των κοινωνικών/ανθρωπιστικών επιστημών, ιδίως αν είναι καθηγητής τεχνολογικών ιδρυμάτων ή έστω κάποιος Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης. 
Το δεύτερο «ερέθισμα» προέρχεται από την ενδεχόμενη αξιοποίηση των «μεταρρυθμίσεων» που θα μπορούσε να υποδείξει ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης. Αδυνατώ πάντως να πιστέψω ότι σύντομα θα διευθύνουν ινστιτούτα εκπαιδευτικής πολιτικής όσοι, μόλις πρόσφατα, μετείχαν σε «ομάδα σχεδιασμού» για «καλύτερες επιδόσεις και επιτυχείς μεταρρυθμίσεις στην εκπαίδευση»…
Κλείνοντας, συγκρατώ από το ίδιο κείμενο τη διαπίστωση ότι το «δημόσιο» πανεπιστήμιο έχει «εμπλακεί με το ιδιωτικό» με «τρόπους ήδη ιδιαίτερα πολύπλοκους». Πολύ περισσότερο σήμερα πια, έτσι ώστε «αρκετοί» από τους θιασώτες του «δημόσιου» πανεπιστημίου να αγωνίζονται να μην υπάρξει «οποιαδήποτε αλλαγή του υπάρχοντος καθεστώτος». Δηλαδή, να μη θιγούν «πλείστα όσα οικονομικά και κοινωνικά», τουτέστιν «ιδιαζόντως και απεχθώς ιδιωτικά, συμφέροντα». Πράγματι, εδώ και χρόνια υπογραμμίζεται ότι μπορούμε πια να θεματοποιούμε βάσιμα την «παθολογία» της πανεπιστημιακής έρευνας που εδραιώνει φαινόμενα επιτήδειων «ερευνοδίαιτων», ειδικευμένων σε «αναπτυξιακά», «επιμορφωτικά» και «ερευνητικά» προγράμματα που λειτουργούν όσο ακριβώς διαρκούν και αναλώνονται. Ιδίως μετά την ψήφιση του Ν. 2530/1997 για την «υπηρεσιακή κατάσταση» του ΔΕΠ που νομιμοποίησε για πρώτη φορά την «ιδιωτικοποίησή» τους μέσω πρακτικών ετεροαπασχόλησης, σχεδόν έχουν μετατραπεί πλείστοι όσοι/ες πανεπιστημιακοί δάσκαλοι σε managers ανεύρεσης και διαχείρισης «προγραμμάτων». Για να δούμε τι θα ξημερώσει, έστω και μέσα από τη «Διαύγεια» και κυρίως μετά την κατάργηση (Ν. 4009/2011, άρθρο 58) του Νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου για τη «διαχείριση της περιουσίας και των κονδυλίων έρευνας» των ΑΕΙ. Όσο για τα «δίδακτρα», στο ίδιο πλαίσιο προβληματισμού, των μεταπτυχιακών σπουδών, πώς διαχωρίζεται η extra αμοιβή των διδασκόντων/ουσών από τα έξοδα των «εργαστηρίων» (με ή χωρίς εισαγωγικά· βλ. Το Βήμα, 15.2.2015) και τις «λειτουργικές» δαπάνες;

Ο Παναγιώτης Νούτσος διδάσκει Κοινωνική και Πολιτική Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων

Crude Carrier Creak, 2015, ψηφιακή εκτύπωση σε υφασμάτινη σημαία, 208x208εκ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: