ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΜΑΥΡΕΛΟΥ
Απόστολος Ντελάκος, Re-chinoiserie, 2010, εφυαλωμένος πηλός, διαστάσεις μεταβλητές |
Γ. Μ. ΒΙΖΥΗΝΟΣ, Στους δρόμους της
λογιοσύνης. Κείμενα γνώσης, θεωρίας και κριτικής, επιμ. Π. Μουλλάς, επιλ.
Β. Αποστολίδου – Μ. Μικέ, εκδόσεις Μ.Ι.Ε.Τ.,
σελ. 796
ΛΑΜΠΡΟΣ ΒΑΡΕΛΑΣ, Μετά
θάρρους ανησυχίαν εμπνέοντος. Η κριτική πρόσληψη του Γ. Μ. Βιζυηνού (1873-1896),
εκδόσεις University Studio Press,
Θεσσαλονίκη, σελ. 477
Σχετικά πρόσφατα
κυκλοφόρησε το τελευταίο έργο που προετοίμαζε και δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει ο
Παναγιώτης Μουλλάς και αφορά στο έργο
του Βιζυηνού, με τον οποίο ως γνωστόν ασχολήθηκε αρκετά κατά τη διάρκεια της
ζωής του. Πρόκειται για μία μελέτη (εισαγωγική), που θα την ακολουθούσε μια
συγκεντρωτική έκδοση των επιστημονικών και κριτικών μελετών του, ώστε ο
αναγνώστης να καταλάβει καλύτερα το λογοτεχνικό έργο, αλλά και να συμπληρώσει
το πάνθεον της επιστημονικής βιβλιογραφίας του 19ου αιώνα. Από τη
συγκέντρωση του έργου ο ίδιος ο εκλιπών εξαιρεί τις μελέτες Το παιδικό παιχνίδι και Η φιλοσοφία του καλού παρά Πλωτίνω, επειδή,
όπως παρατηρεί, είχαν κυκλοφορήσει αυτοτελώς σε σχολιασμένες εκδόσεις (σ. 10).
Η εν λόγω έκδοση μας
παραδίδει συγκεντρωμένα έργα του Βιζυηνού, που ήταν περισσότερο ή λιγότερο
δυσπρόσιτα ή και άγνωστα στους περισσότερους μελετητές, ενώ το κείμενο της
εισαγωγής που έμεινε ανολοκλήρωτο συμπληρώνεται από τα επιλεγόμενα των Βενετίας
Αποστολίδου και Μαίρης Μικέ. Παράλληλα, παρατίθενται στο τέλος οι σημειώσεις
που είχε κρατήσει ο Μουλλάς για τα άρθρα σε χειρόγραφα σημειώματα και τετράδιά
του. Το όνειρό του να παρουσιάσει το μη λογοτεχνικό έργο του Βιζυηνού
δημοσιεύεται χάρη στην εξαιρετική προσπάθεια των συναδέλφων του και συμβάλλει
έτσι αξιοπρόσεκτα στην προβολή αυτού του έργου για το οποίο είχαμε μια
αποσπασματική εικόνα από τη βιβλιογραφία. Ο λόγος για τον οποίο είχε
διοργανωθεί το συνέδριο για το «Εύρος του έργου του Γ. Βιζυηνού» στην Κομοτηνή
το 2009 ήταν ο ίδιος, αλλά έμενε ζητούμενη η δημοσιοποίηση των έργων σε μια
χρηστική έκδοση, όπως αυτή που εν τέλει είδε το φως της δημοσιότητας. Ο Π.
Μουλλάς δεν είχε κατορθώσει τότε να συμμετάσχει λόγω προβλημάτων υγείας, αλλά
είχε δηλώσει σε επικοινωνία μας ότι αν ερχόταν θα είχε παρουσιάσει μέρος της
δουλειάς αυτής.
Με την εισαγωγή του
φαίνεται να είχε σκοπό περισσότερο να κατευθύνει την έρευνα προς αυτό το κομμάτι
του έργου του, το οποίο αγγίζει τομείς διαφορετικούς από τη φιλολογία, όπως η
φιλοσοφία, η ψυχολογία και η παιδαγωγική. Όπως ο ίδιος δηλώνει, είναι «οφειλή»
μας «να συλλάβουμε τη σύνολη πνευματική του παρουσία» (σ. 15), αλλά παράλληλα
επισημαίνει: «αισθάνομαι αναρμόδιος να διατυπώσω προσωπικές απόψεις, σχόλια ή
κρίσεις» για τα κείμενα που ονομάζει «γυμνασιακά βοηθήματα» (σ. 10), δηλαδή τις
Ψυχολογικές μελέτες επί του καλού, τα
Στοιχεία λογικής και τα Στοιχεία ψυχολογίας. Παρόλο που μάλλον
δεν είχε σκοπό να τα υποβαθμίσει, θα λέγαμε ότι η ονοματοθεσία της κατηγορίας
αυτής κάπως αδικεί τα έργα, αφού ο αναγνώστης ίσως τα κατατάσσει σε
απλουστευμένα και εκλαϊκευμένα (και ίσως όχι τόσο πρωτότυπα) εγχειρίδια
διδασκαλίας. Ειδικά το πρώτο έργο, το οποίο τυχαίνει να ξέρω καλύτερα από τα
άλλα δύο, έχει μια ποιότητα που ξεφεύγει πολύ από την απλή παράθεση της βιβλιογραφίας.[1]
Ο Μουλλάς, πάντα εύστοχος και καλός γνώστης του έργου του Βιζυηνού και
του 19ου αιώνα γενικότερα, θα δώσει ένα κείμενο (έστω και
ανολοκλήρωτο) πολύ μεστό, παρ’ όλες τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε τα τελευταία
χρόνια της ζωής του. Εντάσσει ενσυνείδητα το έργο αυτό στο όλο εγχείρημά του να
προβληθεί η σύνολη εικόνα και της ιστορίας της κριτικής και της λογοτεχνικής
παραγωγής του 19ου αιώνα, επιφυλάσσοντας για τον Βιζυηνό τον τίτλο
μίας από τις δύο σημαντικότερες μορφές κριτικών πλάι στον Ροΐδη. Το ζεύγος αυτό
το αντιστοιχίζει στο δίπολο ιδεαλισμός–θετικισμός, συσχέτιση η οποία βέβαια δεν
είναι τόσο απλή ούτε απόλυτη, αλλά σχηματική όπως και ο ίδιος αφήνει να
εννοηθεί. Εξάλλου, χρειάζεται πολύ περισσότερη μελέτη του ανά χείρας βιζυηνικού
έργου για να καταλήξουμε σε ασφαλέστερα συμπεράσματα και μάλιστα από ειδικούς
στους επί μέρους κλάδους του πνεύματος, όπως δηλώνει και ο Μουλλάς. Κάτι
ανάλογο ισχύει και για τον φαινομενικά καθαρό ταινικό θετικισμό του Ροΐδη, τον
οποίο πρέπει να δούμε προσεκτικότερα.[2]
Ο πολύ ενδιαφέρων όμως εντοπισμός του ζεύγους αυτού των λογίων είναι κάτι
τολμηρό για τα δεδομένα της νεοελληνικής φιλολογίας, αφού θέτει επί της ουσίας
το ζήτημα της κριτικής και θεωρητικής παραγωγής του 19ου αιώνα, το
οποίο δεν έχει προσεχθεί όσο θα έπρεπε. Ειδικό βάρος έχει και η έμφαση που
δίνει ο Μουλλάς στη σημασία του Λεξικού
Μπαρτ Χιρστ, κάτι που είχε ήδη επισημάνει με άρθρο του το 2008 στο
περιοδικό Κονδυλοφόρος.
Στα επιλεγόμενα
συνοψίζεται η συμβολή του Π. Μουλλά στην ανάγνωση του βιζυηνικού έργου και γίνονται
εικασίες για το πώς θα συνεχιζόταν η ανολοκλήρωτη εισαγωγή με βάση τις
σημειώσεις του αείμνηστου φιλολόγου. Εκεί ορθά επαναλαμβάνεται και τονίζεται η
κεντρική θέση που έχουν στη νεοελληνική κριτική ο Βιζυηνός και ο Ροΐδης, όπως
και στο έργο του Π. Μουλλά.
Η ανά χείρας ανθολογία είναι
σε γόνιμο διάλογο με την πολύ πρόσφατη του Λ. Βαρελά (την οποία θα σχολιάσουμε
στη συνέχεια). Τα δύο έργα συμπληρώνουν την εικόνα που έχουμε για τη ζωή και το
έργο του Θρακιώτη συγγραφέα. Εξάλλου, οι δύο μελετητές, ο ένας παλαιότερος και
ο άλλος νεότερος, βρίσκονταν ήδη σε καρποφόρο διάλογο, γεγονός που συμβάλλει (με
εργαλείο την επιστημοσύνη τους και την επάρκειά τους) στην πληρέστερη
παρουσίαση της ζωής και του έργου του Βιζυηνού, η εικόνα των οποίων, μετά και
τις δύο αυτές εκδόσεις, έχει διαφωτιστεί σε πολύ μεγάλο βαθμό.
***
Η δημοσίευση του τόμου του Λάμπρου Βαρελά, λίγους μήνες μετά τον
προαναφερθέντα του Πάνου Μουλλά, αποτελεί σημαντική συμβολή στη βιβλιογραφία
για τον Βιζυηνό και ταυτόχρονα έργο υποδομής για τους μελλοντικούς ερευνητές
που ασχολούνται με τη ζωή και το έργο του. Η «Εισαγωγή», εξάλλου, είναι μια εκτεταμένη
ιστορική φιλολογική μελέτη, υπόδειγμα ακρίβειας και συνέπειας στην έρευνα αυτού
του τύπου, ενώ ταυτόχρονα αναδεικνύει και την επίπονη προσπάθεια που κατέβαλε ο
ερευνητής. Ο όγκος του υλικού, που με ακρίβεια και σαφήνεια παρουσιάζεται εκεί
και κατόπιν ανθολογείται, μας επιτρέπει να έχουμε μια όσο το δυνατό πιο
ολοκληρωμένη εικόνα των απόψεων που διατυπώθηκαν για τον άνθρωπο Βιζυηνό και το
έργο του. Ακόμα πιο σημαντικά είναι δύο στοιχεία της προσπάθειας αυτής. Πρώτον,
το ότι παρουσιάζεται η υποδοχή του και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες και όχι μόνο
στην Ελλάδα ή σε κάποια από τις χώρες αυτές, αναδεικνύοντας με χρονολογική
σειρά γνωστές και άγνωστες κριτικές ή μεταφράσεις σε αρκετές χώρες. Δεύτερον,
ταυτίζονται πολλά ανυπόγραφα κριτικά κείμενα, παρουσιάζονται άγνωστα κείμενα
και λαμβάνεται υπόψη και σχολιάζεται σχεδόν όλη η βιβλιογραφία για τον
συγγραφέα. Όλα αυτά παρουσιάζονται με χρονολογική σειρά και τοποθετούνται στο
ιστορικό τους πλαίσιο, όπως ταιριάζει σε μια τέτοιου είδους εργασία, για να έχουμε
μια ολοκληρωμένη εικόνα για τα συμφραζόμενα της «υποδοχής» του έργου και της
ζωής του. Είναι φανερό ότι ο μελετητής ανέτρεξε σε τεράστιο όγκο εντύπων
(ελληνικών και ξένων), είτε σε μορφή αυτόνομων τόμων ή σε μορφή δημοσίευσης
στον περιοδικό και ημερήσιο τύπο ως την ημέρα του θανάτου του συγγραφέα. Παρόλο
που ομολογεί ότι «είναι βέβαιο πως θα υπάρχουν και άλλα», ο όγκος του υλικού
που παρουσιάζεται είναι αξιοθαύμαστος, δεδομένου ότι επιχειρείται από έναν
μελετητή και όχι από ομάδα. Ακόμα όμως και αν εντοπίσουμε άλλα κείμενα, κατά
πάσα πιθανότητα δεν θα αλλάξει η εικόνα της πληρέστατης παρουσίασης που
επιχειρεί ο Λ. Βαρελάς και το επιτυγχάνει με συνέπεια, σαφήνεια και
μεθοδολογική ακρίβεια. Βέβαια, το ζητούμενο είναι πια να γίνει ανάλογη δουλειά
για ό,τι έπεται, δηλαδή από την ημέρα του θανάτου του και έπειτα.
Η εκτενής «Εισαγωγή» προσφέρει μια λεπτομερέστατη περιγραφή της πορείας
της ζωής του Βιζυηνού και παράλληλα της εικόνας που είχαν οι σύγχρονοί του για
τον ίδιο και έργο του, το οποίο ο μελετητής προσπαθεί να συνδέσει με τα
γεγονότα που σημάδεψαν την ομολογουμένως πολυτάραχη ζωή του. Η ιστορική αυτή
εργοβιογραφία συμπληρώνει όσα σημεία είχαν αφήσει αδιευκρίνιστα ή κενά οι
ερευνητές και διορθώνει πολλά από τα λάθη που είχαν γίνει σε σχέση με τη ζωή
και την κριτική αποτίμηση του έργου του. Δεν πρόκειται, ωστόσο, για θεωρητική
προσέγγιση επί του θέματος της πρόσληψης, δηλαδή μεθοδολογικά κατευθυνόμενη
προς θεωρίες πρόσληψης, όπως του Jauss ή του Iser, αλλά για μια ιστορικοφιλολογική μελέτη, συνεπέστατη
και αρτιότατη. Και όλο αυτό το εγχείρημα γίνεται πολύ χρησιμότερο επειδή μας
περιγράφει ταυτόχρονα και όλο το φάσμα της κριτικής δραστηριότητας στην Ελλάδα,
όχι μόνο σε σχέση με τον Βιζυηνό, αλλά και τις γενικότερες τάσεις, ομάδες,
αντεγκλήσεις, ιδεολογίες κλπ. Είναι εμφανές ότι ο Λ. Βαρελάς γνωρίζει πολύ καλά
την εποχή, όπως άλλωστε έχει δείξει και με προηγούμενες μελέτες και άρθρα του
για τον 19ο αιώνα.
Η εισαγωγική μελέτη ξεκινάει από τις πρώτες αποτιμήσεις του έργου του που
κατατέθηκε στους βουτσιναίους ποιητικούς διαγωνισμούς, με τις πρώτες αρνητικές
κριτικές οι οποίες ξεκινούν το 1874 με τη βράβευση του Κόδρου και διαρκούν μέχρι το 1877, όσο δηλαδή ο Βιζυηνός συνεχίζει
και από τη Γερμανία να στέλνει ποιητικά έργα του στον διαγωνισμό. Παρόλο που
δεν υπάρχει κάποιος σαφής διαχωρισμός από τον συγγραφέα της μελέτης, είναι
εμφανές από την όλη εικόνα που μας δίνεται για τη στάση απέναντι στον Βιζυηνό
και το έργο του ότι έχουμε δύο βασικές τομές ως προς την στάση που τήρησαν
απέναντι στο Βιζυηνό και το έργο του οι κριτικοί: το 1882, όταν ο συγγραφέας
επιχειρεί για πρώτη φορά μετά τις σπουδές του στην Ευρώπη να εγκατασταθεί στην
Αθήνα, και το 1884, οπότε έρχεται για μόνιμη εγκατάσταση. Ανάλογο, αν και όχι
ίδιο, διαχωρισμό εντοπίζουμε και στην προαναφερθείσα μελέτη του Μουλλά. Κατά
τον Βαρελά, ο Βιζυηνός επιστρέφει το 1884 με «περγαμηνές» τις κριτικές που
έλαβε στο εξωτερικό, οι οποίες θα συμβάλουν αρκετά στη βαθμιαία διαμόρφωση ενός
θετικού κλίματος για τον συγγραφέα. Φυσικά, η αποτυχία του να μπει στο
Πανεπιστήμιο ως διδάσκων, παρά τη διατριβή του επί υφηγεσία, και η γενικότερη
ταλαιπωρία του στον επαγγελματικό και τον οικονομικό τομέα, συμβάλλουν στη
διαμόρφωση του έργου του, κατά τον μελετητή.[3]
Ο Βαρελάς επιχειρεί δηλαδή τη σύνδεση των βιογραφικών στοιχείων με τη
διαμόρφωση του έργου, όπως κάνει και ο Μουλλάς, κάτι που είναι συχνά ενδιαφέρον,
γιατί με αδιαμφισβήτητο τρόπο επισημαίνει τα στοιχεία αυτά, αν και θα μπορούσε
ίσως να συνδυαστεί και με τους παράγοντες που διαμόρφωσαν το έργο εκτός των ψυχολογικών
ή των απολύτως εξωκειμενικών.
Η ανθολογία των κριτικών κειμένων,
σημειωμάτων και επιστολών από κριτικούς, αποτελεί ένα απαραίτητο εργαλείο στα
χέρια των ερευνητών, αφού συγκεντρώνει κείμενα από διάφορα έντυπα και εκδόσεις,
ενίοτε δυσεύρετα τα οποία παρατίθενται όλα πλήρη και αυτούσια. Παράλληλα, ο
μελετητής ταυτίζει ανώνυμα και ψευδώνυμα κείμενα, συμπληρώνοντας τον υπάρχοντα
κατάλογο ψευδωνύμων του Κ. Ντελόπουλου και την προσωπογραφία των Ελλήνων
κριτικών εν γένει. Τέλος, στο «Επίμετρο» δημοσιεύονται δύο άγνωστα πεζά και ένα
λανθάνον ποίημα του Βιζυηνού, τα οποία απουσίαζαν από τις ως τώρα γνωστές
εκδόσεις των έργων του αλλά και από την τελευταία ανθολόγηση του έργου του
εκτός ποιημάτων και διηγημάτων, την οποία άφησε ο Μουλλάς.
Καταλήγοντας, θα λέγαμε ότι η ανά χείρας ανθολογία κριτικών κειμένων για
τον Βιζυηνό και η εκτενής εισαγωγική μελέτη μας προσφέρουν μια ξεκάθαρη
εικόνα για την περίοδο της συγγραφικής
δράσης του συγγραφέα και πολύ υλικό για τους μελετητές, εκτός από την εικόνα
που ανασυνθέτει ο ερευνητής. Η μεγάλη αυτή συμβολή στη μελέτη του έργου του
Θρακιώτη συγγραφέα έρχεται λίγο καιρό μετά την έκδοση προαναφερθείσας ανθολογίας
του Π. Μουλλά. Επομένως, θα λέγαμε ότι οι δύο αυτοί τόμοι κλείνουν έναν κύκλο
στη γενικότερη προσέγγιση του έργου του στις αρχές του 21ου αιώνα.
Πολλές όμως ερμηνευτικές μελέτες απομένουν να γίνουν για το έργο του Βιζυηνού,
ώστε να αναδειχθεί και η σημασία του μη λογοτεχνικού έργου του, ενώ πολλά
μπορούν να γίνουν και στον τομέα της υποδοχής του έργου του κατά τον 20ό αιώνα.
Ο Νίκος Μαυρέλος διδάσκει Νεοελληνική φιλολογία στο Δημοκρίτειο
Πανεπιστήμιο Θράκης
[1] Βλ. σχετικά Νίκος Μαυρέλος, «Ψυχολογικαί μελέται επί του καλού του Γ. Βιζυηνού: Η ‘‘παιδιά’’ και
η ‘‘φυσική τάσις προς μίμησιν’’ ως παράγοντες διαμόρφωσης της ‘‘καλολογικής
διαθέσεως’’ και του έργου τέχνης», στο: Ν, Μαυρέλος (επιμ.), Το εύρος του έργου του Γ. Βιζυηνού.
Παλαιότερες αναγνώσεις και νέες προσεγγίσεις. Εις μνήμην Κυριακής Μαμώνη,
Σοκόλης, Αθήνα 2012, 237-254.
[2] Για το φιλοσοφικό υπόβαθρο του έργου του Ροΐδη και το
πόσο «ταινικός» ή «θετικιστής» είναι βλ. το τρίτο κεφάλαιο στον τόμο: Νίκος
Μαυρέλος, Το ψηλαφητό παλίμψηστο της
ροϊδικής γραφής. Ζητήματα λογοτεχνικής και πολιτισμικής θεωρίας,
Σοκόλη-Κουλεδάκης, Αθήνα 2008, σσ. 93-156.
[3]
Σε αυτό το σημείο διαφοροποιείται από τον Μουλλά,
ο οποίος δεν θεωρεί ότι η αντιπαράθεση Βιζυηνού Ευαγγελίδη είναι επιστημονική ή
ιδεολογική.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου