22/2/15

Η ποιητική του περιγράμματος

ΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑΣ ΛΕΔΑΚΗ

Meandros, 2015, απόσπασμα video
ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΡΣΗ, Μια Μέρα, Εκδοτική Αθηνών, σελ. 48

Η Μαρία Κούρση στο τελευταίο της βιβλίο, Μια Μέρα, εκκινεί από την πρακτική του Dziga Vertov και την αφηγηματική λογική του Kino-Eye και του Kino-Pravda που αναδύθηκαν στην επαναστατική Ρωσία. Η οργανική καταγραφή της κάμερας-ματιού και τα αντικείμενα των πρώιμων κινηματογραφικών πρωτοποριών ανακεφαλαιώθηκαν από τους θεωρητικούς του auteur σινεμά, André Bazin και Alexandre Astruc, με αφορμή την παραγωγή του γαλλικού cinema verité και της nouvelle vague. Το 1948 ο Astruc εισήγαγε τον όρο κάμερα-στυλό σε ένα άρθρο που άνοιξε με μια φράση του Orson Welles: «Εκείνο το οποίο με ενδιαφέρει στο σινεμά είναι η αφαίρεση». Είναι το ίδιο που απασχολεί μονίμως και την Κούρση. Με το νέο της βιβλίο φθάνει από την αφαίρεση στην έλλειψη ακολουθώντας μια επαγωγική διαδικασία που συνεχώς μειώνει το σώμα του κειμένου. Η σημαίνουσα αφαίρεση του μοντάζ, επομένως η μόνιμη αντήχηση της πληροφορίας που κόβεται και καθιστά ορατή τη θέση της έλλειψης, παράγει εδώ τη νοηματική διαστρωμάτωση. Το περίγραμμα φέγγει σαν στεφάνι γύρω από εκείνο που αφαιρείται και το ποιητικό πλέγμα σχηματίζεται από τους στίχους που απομένουν ως ίχνος, περιμετρικά από εκείνους που έχουν αποσπασθεί. Η συγκεκριμένη γεωμετρία λειτουργεί ως αντιστοιχία του μπαρτικού punctum ή της λακανικής κηλίδας στην οθόνη. Ξεκινώντας από Τα Ψηλά δέντρα της γαλλικής επαρχίας (2009) όπου συναντούμε μια ποιητική του μνημονικού ίχνους, φθάνουμε με το Μια Μέρα σε μια αμιγή εκδοχή, μια αποκρυσταλλωμένη μορφή που εγκαθιστά πια αυτό που θα αναγνωρίζαμε ως ποιητική του περιγράμματος. Η τοπολογία των περιγραμμάτων που ορίζει την ποιητική της συντάσσεται μέσα από την αφαίρεση, ενώ το ποίημα ολοκληρώνεται μόνο όταν φτάσει σε αυτή τη σχηματική διάταξη. Τότε η γλώσσα έχει υποστασιοποιηθεί και ο λόγος έχει βρει τη ζητούμενη ακρίβεια.

Από το Πιστό αντίγραφο με μαλλιά (1987) μέχρι το Μια μέρα διανύεται μια απόσταση ελαχιστοποίησης των συλλαβών. Το ακραιφνές μοντάζ των λέξεων οδηγεί σε απέριττες εικόνες· η ποιητική σύνθεση δεν πασχίζει να φθάσει σε συμπεράσματα, να συνοψίσει το νόημα. Η απομόνωση και η έλλειψη οριοθετούν μια χειρονομία ορθοεπή και παρούσα. Η τακτοποίηση των λέξεων σε φράσεις είναι αποσπασματική. Μια εικόνα –ένα θραύσμα– απλώνεται όσο χρειαστεί, για να γίνει πυκνή πτύχωση, αναπόσπαστο μέρος του ποιητικού αναπτύγματος που συνιστά τον κορμό της εξιστόρησης. Ο Sergei Eisenstein έγραφε το 1929 ότι η λήψη είναι ένα κύτταρο του μοντάζ. Ότι το μοντάζ δεν είναι σύνδεση, είναι πρόσκρουση. Είναι η σύγκρουση ανάμεσα σε δύο μέρη, τα οποία θα πρέπει να φανταστούμε σαν τούβλα, όχι σαν αλυσίδα. Τις νύχτες, καμιά φορά συναντιόταν με τον Vsevolod Pudovkin και συζητούσαν ζητήματα αρχής: το μοντάζ, θα έλεγε σε μια από τις συναντήσεις τους ο Eisenstein, είναι σαν μια πρόσκρουση κατά την οποία δύο διαφορετικοί παράγοντες διαμορφώνουν ένα νόημα. Όπως επισημαίνει ο Alain Badiou στο Handbook of Ιnaesthetics, «Το φιλμ λειτουργεί μέσα από εκείνο που αποσύρει από το ορατό. Η εικόνα πρώτα αποκόβεται από το ορατό. Η κίνηση κατακρατείται, αναβάλλεται, αναδιπλώνεται, συλλαμβάνεται. Η αποκοπή είναι πιο ουσιώδης από την παρουσία – όχι μόνο διαμέσου της επίδρασης του μοντάζ, αλλά ήδη, από την αρχή, τόσο από το καδράρισμα όσο και από την ελεγχόμενη εκκαθάριση του ορατού». Έτσι και ο στίχος, είναι το αποτέλεσμα της αποκοπής μάλλον παρά της σύνθεσης. Το περίγραμμα γύρω από μια συσκοτιστική επιφάνεια, γύρω από ένα punctum που μας καθηλώνει αναπόδραστα· τόσο που δεν μπορούμε πια να ατενίσουμε με νηφαλιότητα την υπόλοιπη εικόνα και εκείνα τα στοιχεία που περιβάλλουν το σημείο του καθοριστικού ενδιαφέροντός μας. Αντίστοιχα και οι στίχοι στην ποιητική της Κούρση, είναι τα τούβλα μιας σχεδιαγραμματικής μορφής. Στα Ψηλά δέντρα της γαλλικής επαρχίας δοκιμάζει την αντιγραμματική σύνθεση του στίχου. Οι λέξεις παρατάσσονται ασύνταχτα, σε συρροή, δίχως στίξη και γραμμική δομή. Μια υφολογία που παραπέμπει ίσως στον Τάκη Σινόπουλο. Την ίδια στιγμή πραγματοποιεί μια δοκιμή πάνω στην ποιητική της μεθύστερης αντιληπτικότητας. Η φόρμα είναι κλιμακωτή και εκδιπλώνεται σε ημι-αυτόνομα μέρη. Η διαδικασία της αναμνημόνευσης κάποτε την οδηγεί σε μια καθησυχαστική έκλαμψη, μια ελάχιστη ποιητική δομή:
Αυτά μου έλεγε όσο ζούσε.

Τα βρήκα θαμμένα κάτω
Από τα ψηλά δέντρα
της γαλλικής επαρχίας.

Και τα θυμήθηκα.
Κι ύστερα, προς το τέλος του βιβλίου, προχωρεί σε ένα έκδηλο σχήμα, καταδεικνύοντας τα αναφερόμενά της. Επιστρέφει στις μέρες του Μάη του ‘68, για να ανασυστήσει μια εικόνα που της είχε εν τω μεταξύ διαφύγει. Σαν σε σχάση, διαπιστώνει:
Η μουσική του Σηκουάνα βγαίνει μέσα
από τα μύχια του μυαλού.

Ξέχασα εκεί ένα σωρό χρόνια
Θα μου έπεσαν καθώς βάδιζα βιαστικά.
Όλα αυτά, σε μια απόπειρα επανερμηνείας της συνθήκης που καθόρισε το πλαίσιο της μετανεωτερικότας, που διεμβόλισε το συλλογικό παρόν και εντυπώθηκε στην προσωπική της ιστορία. Εκεί, βυθίζεται σε μια καλειδοσκοπική μνημοτεχνική δομή με σκοπό να ανασύρει την εικόνα. Για να το επιτύχει θα στήσει το σκηνικό ενός πανοραμίκ. Αφού αποτυπώσει με κινηματογραφική λογική την πόλη, θα στρέψει την κάμερα-γραφίδα στην οικεία της νεαρή γεωγραφία. Η μηχανική της περικοπής, θα επανεξάγει στον κόσμο, με ευρυγώνια απλετότητα και ελλειπτικότητα, μέσα σε ολιγόστιχα συμπυκνώματα, την ενικοποίηση του δημόσιου –με τη μορφή μιας σύντομης και φευγαλέας συνομιλίας που θα κάναμε γυρνώντας κατάκοποι το βράδυ στο σπίτι, ύστερα από μια μεγάλη, θορυβώδη μέρα. Πρόκειται ουσιαστικά για μια ιστορία που δε δύναται να ειπωθεί. Υποβάλει ωστόσο επίμονα το αίτημά της στην γραφέα και εκείνη την ακολουθεί. Η περιπλάνηση διαρκεί μία μέρα.
(Μονόλογος)
ΡΡ:00
Το τραγούδι που τελειώνει
είναι ο θρήνος μιας ιστορίας
Έγιναν όλα ήταν λίγα
Λυπάμαι για όλα τα λίγα
Και η αφηγηματική λειτουργία της αναληπτικότητας, με τον πρόλογο να ανακτάται στο τέλος, αμέσως πριν το επίμετρο, αποκαλύπτει στον αναγνώστη την αρχιτεκτονική δομή του βιβλίου. Μιλά εξωστρεφώς για τις προθέσεις του συγγραφικού υποκειμένου. Η δομή της αφήγησης είναι ασυνεχής και εδράζεται σε μια παράδοξη χρονικότητα, η οποία εκκινεί από έναν επίλογο για να μεταβεί σε έναν μονόλογο και να καταλήξει σε έναν τεκτονικό πρόλογο, δηλωτικό του γενικού αφηγηματικού πλαισίου, καταστατικό της προγνωστικότητας του μέλλοντος. Προ-γνωστική εν τέλει (ανατέλλει με έναν επίλογο και δύει με έναν πρόλογο) η ίδια η δομή της «Μιας μέρας» που συνιστά τον σημασιοδοτικό πυρήνα του έργου:
(Πρόλογος)
ΥΥ:00
Άκουσα μετά ότι δεν κοίταξε
πίσω του
Λες και ξεκαρφώθηκε σαν να
ξεβαλσαμώθηκε βγήκε
στο πριν
το παρόν δεν φτουράει
Ήξερα με μελλοντική βεβαιότητα
Ότι δεν θα μάθω πλέον τίποτα
άλλο γι’ αυτόν
Το τέλος παραμένει αινιγματικό. Η πλοκή περνά από την ακίδα της συγγραφικής μηχανής, του στυλό-κάμερα που δρα ως μετεξέλιξη της βερτοφικής κάμερας-μάτι. Ο γραφίτης διατρέχει την επιφάνεια μέχρι που στομώνει:
ΩΩ:00
Σβήνει ο ήχος της μεγάλης φωτιάς
Αφήνει φως καίει τα χαμένα
Αλλοιώνει της ζεστασιάς
τις λεπτομέρειες
Ολοσχερώς τίποτα δεν αποδεικνύεται
Χάνεται
Ακόμα και τότε όμως, επανεκκινεί· όπως οι ψηφιακοί τίτλοι αυτών των ποιημάτων. Η ένδειξη μηδενίζει και η ποιητική πορεία παραδίνεται εκ νέου σε αύξουσα αρίθμηση ή σε αναμονή:
00:00
Ένα δέντρο μου υποσχέθηκε
Θα με πάρει από εδώ
Θα ξεχρεώσει τα χρόνια μου
 μέχρι την τελευταία στιγμή
Ένα δέντρο μια μέρα
θα με πάρει από εδώ
Θα έχει παντού
Ήλιους φαναράκια
να μη φοβάμαι
Ακριβή μου μέρα
ας αργείς
Το ποιητικό περίγραμμα είναι –αναπόφευκτα– ορθοεπές, περιορισμένο στα αναγκαία στοιχεία, εκείνα που θα μας επιτρέψουν να ανασυστήσουμε μια πιστή ή πειστική εικόνα. Η εικόνα δημιουργεί ένα κενό στίγμα, μένει ως κηλίδα. Σε κάποιες στιγμές, η ρηματική επανάληψη και η απεύθυνση σε δεύτερο ενικό –σε κάποιο διαφεύγον πρόσωπο– αντηχεί τον Τσέλαν. Το ποιητικό ύφος της Κούρση αποκαλύπτει την αβυσσαλέα, χωρική, διάσταση της έλλειψης. Η απώλεια που δε γίνεται ποτέ αποδεκτή, η απώλεια που τελικά γίνεται μόνιμη συντροφιά, μεταπλάθεται σε μελαγχολική ιδιοσυγκρασία. Στον Τσέλαν αρθρώνεται ως σχάση, ως όριο της μνημονικής διαδικασίας, ως οδύνη που παραμένει πάντοτε απροσπέλαστη. Την Κούρση, ωστόσο, δεν την απασχολεί το όριο της μνήμης. Η περιπλάνησή της μοιάζει με την στροβιλώδη πορεία ενός οδηγού, σε νυχτερινή βάρδια, που προσφέρει μια βόλτα άνευ αντιτίμου στην μαγική πόλη.

Η Ευαγγελία Λεδάκη είναι κοινωνική ανθρωπολόγος και επιμελήτρια εκθέσεων

Δεν υπάρχουν σχόλια: