1/2/15

Αναφορά στον Σπύρο Ασδραχά

Η έννοια της «παράδοσης» και η μέριμνα της διάρκειας: Μ' αφορμή τους κλέφτες του Βάλτου και τη μικρή ιστορία του Χρήστου Μιλιόνη



ΤΩΝ ΝΙΚΟΥ ΘΕΟΤΟΚΑ & ΝΙΚΟΥ ΚΟΤΑΡΙΔΗ

Από τα πρώτα ήδη κείμενα του Σπύρου Ασδραχά που γνωρίζουμε, εκείνα που δημοσιεύτηκαν από το 1955 ως το 1964, έχει διαμορφωθεί μια ιδιάζουσα σύλληψη του χρόνου που, μέσα στον χρόνο, θα βρει, όπως το λέει ο ίδιος, την απαιτούμενη συνειδητοποίησή της με τη βοήθεια, κυρίως, των εννοιολογήσεων του Φερνάν Μπρωντέλ για τις διαπλεκόμενες, ποιοτικά ασυνεχείς διάρκειες, οι οποίες ιστορικοποιούν το συνεχές του χρόνου που βιώνουν οι άνθρωποι. Είναι αυτό που, λίγο πάνω από τρεις δεκαετίες τώρα, χαρακτήρισε ο Λέανδρος Βρανούσης ως ιδιαίτερους «τρόπους προσπέλασης και ανατομίας» των πηγών, που «δεν είμαστε πάντοτε προετοιμασμένοι να παρακολουθήσουμε».
Μιλώντας γι' αυτήν την ιδιάζουσα σύλληψη του χρόνου, χρειάζεται μια υπόμνηση: Στα πρώτα κείμενα του Ασδραχά περιλαμβάνεται και το αδημοσίευτο εκείνη την εποχή άρθρο με τον τίτλο “Μερικές σημειώσεις για τα τεκμήρια της εθνικής Αντίστασης” (1962), που προοριζόταν για την Επιθεώρηση Τέχνης. Στο κείμενο αυτό, που δεν δημοσιεύτηκε τελικά παρά το 1975 στο π. ΑΝΤΙ και περιλήφθηκε στο βιβλίο Ζητήματα Ιστορίας, μνημονεύονται οι «ομάδες που είχαν την αρχή τους σε φαινόμενα πρωτόγονης επανάστασης» και που, καθώς εντάχθηκαν στον ΕΛΑΣ, απομονώθηκαν από το αρχικό τους κλίμα. Οι κλαρίτες, δηλαδή. Σήμερα ξέρουμε, βέβαια, ότι στις αρχές της δεκαετίας του '60, αυτή η προβληματική δεν θα μπορούσε ακόμα να χωρέσει στα γλωσσάρια ή τις τυπολογήσεις της Αριστεράς και, άρα, δεν έβρισκε θέση ούτε και στα πιο προωθημένα έντυπά της.

Στα θέματα αυτά είναι σαφής η αναφορά στους “αρχαϊκούς εξεγερμένους” του Έρικ Χόμπσμπομ. Πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι στις εννοιολογήσεις του Ασδραχά οι “πρωτόγονοι της εξέγερσης” δεν εντάσσονται σε κανενός είδους γενεαλογία των νεοτερικών επαναστάσεων ή του σοσιαλισμού. Έχει συμβεί, όμως, για να το πούμε με τα δικά του λόγια, «να μεταμοσχευθεί σε μια κοινωνική επανάσταση σύγχρονου τύπου, η οποία σέρνει μαζί της όλους τους μεγάλης διάρκειας πόθους που συνιστούν την “ιδεoλογία”, το όνειρο της πρωτόγονης επανάστασης». Τα σχετικά παραδείγματα, από τους ληστές και τους πειρατές σ' Ανατολή και Δύση μέχρι τους χιλιαστές επαναστάτες ή τους εξεγερμένους κριστέρος στις Ευρώπες και τις Αμερικές, έχουν σφραγίσει τις ασύμμετρα παράλληλες ιστορίες εξάπλωσης της κυριαρχίας του δυτικού κόσμου, του εμπορίου ή του καπιταλισμού.
Η έννοια, λοιπόν, της πρωτόγονης επανάστασης δεν εξαντλείται για τον Ασδραχά σε συμβαντολογικούς εμπειρισμούς. Ο κόσμος των όπλων, με τις οικονομίες του και τις ανοικονόμητες εξάρσεις της βίας και της συναλλαγής, αναφέρεται σε σχέσεις ανάμεσα σε σχέσεις, σε σχηματισμούς κοινωνικών, οικονομικών και διανοητικών δομών που συνυπάρχουν, αλληλοκαθορίζονται και συνδιαμορφώνονται αστάθμητα μέσα από τη δυναμική του μετασχηματισμού ή την εντροπία, παράγοντας τους παράλληλους χρόνους και τους διαφορετικούς ρυθμούς των ιστορικών κοινωνιών, οικονομιών και πολιτισμών.

***

Από τα πολλά που φέρνει το καινούριο βιβλίο του Σπύρου Ασδραχά, θα περιοριστούμε σε λίγα σχόλια που αφορούν τους παραδοσιακούς ενόπλους στο σύστημα της οθωμανικής κατάκτησης, εστιασμένα μάλιστα στις γραφές του, τούτες και κάποιες παλιότερες, για τους κλέφτες του Βάλτου και τη μικρή ιστορία του Χρήστου Μιλιόνη.
“Κάτου στου Βάλτου τα χωριά”, οι κλέφτες, “ούλοι ντυμένοι στο φλωρί, κάθουνται και τρων και πίνουν και την Άρτα φοβερίζουν”. Γράφουν, λοιπόν, στους Χριστιανούς αρχόντους, στον πρόκριτο Κομπότη και στον δεσπότη της Άρτας, και τους λένε:
Συλλογιστήτε τα καλά,
Γιατί σάς καίμε τα χωριά·
Γλήγορα τ' αρματωλήκι,
Γιατ' ερχόμαστε σα λύκοι·
Οι λύκοι που καίνε τα χωριά, απαιτώντας να τα φυλάνε από τους λύκους. Τούτα τα ζεύγη των παραδόξων αποτυπώνουν τις συμπληρωματικότητες ανάμεσα στην πρωτόγονη επανάσταση και τους μηχανισμούς καταστολής ή ενσωμάτωσης της ένοπλης βίας που δεν ανήκει στην κεντρική εξουσία. Οι λύκοι που επιδεικνύουν τα φλουριά, ως σύμβολα ισχύος ή που τα συσσωρεύουν για τις κακές μέρες που μπορεί να έρθουν, οι κλέφτες που, ως αρματολοί, επενδύουν τον πλούτο από τα επαγγέλματα των όπλων, της βίας και του πολέμου σε κοπάδια, σε ζευγάρια (σε τρακτέρ, δηλαδή, του καιρού εκείνου) ή σε ανθρώπινα δίκτυα που αναπαράγουν την τοπική και περιφερειακή τους αυθεντία. Πέρα από τις χρονικές συνδηλώσεις των μαρτυρουμένων, οι πληροφορίες διασταυρώνονται με το αρχείο. Από το τραγούδι του Χρήστου Μιλιόνη,
Κύριέ μου τί να γίνηκεν ο Χρήστος ο Μηλιώνης,
Μας είπανε πέρα πέρασε κ' εμπήκε μες στην Άρτα,
Κ' επήρε σκλάβο τον καντή, επήρε και τσ' αγάδες.
περνούμε στις εκθέσεις των βενετικών αρχών της Πρέβεζας της Λευκάδας και της  Κέρκυρας. Και οι πληροφορίες ανασύρουν άλλες πληροφορίες, ώσπου, μετά την πάλη με τον άγγελο, την κατανόηση και την αποκρυπτογράφηση της μαρτυρίας, η μικρή ιστορία του Χρήστου Μιλιόνη αναδεικνύεται σε “υπόδειγμα”, σε «μια διανοητική κατασκευή, δηλαδή, που είναι δυνατόν να συμπυκνώνει φαινόμενα τα οποία βρίσκονται έξω από το πεδίο παρατήρησης το οποίο καθορίζεται από τη διαθεσιμότητα των πηγών». Πάλι με τα λόγια του τιμώμενου συγγραφέα και δασκάλου μας, «στις αποσπασματικές καταγραφές της Ιστορίας, δηλαδή του ιστορικού χρόνου, των συμβάντων, των στάσεων, των νοοτροπιών μπορούμε να ανιχνεύσουμε ενοποιητικά νήματα τα οποία, ακόμα και αν δεν μας οδηγούν σε μια επαρκή συμβαντολογική Ιστορία, μας οδηγούν σε μια εννοιολογία της Ιστορίας».
Ας θυμίσουμε τη διαρκή εμμονή του Ασδραχά να μιλάει και να επιχειρηματολογεί «δια του τεκμηρίου» κι ας γυρίσουμε στο τραγούδι που αναφέρθηκε. Κλέφτες στον Βάλτο. Κάποια από τα συμφραζόμενα του τραγουδιού, υπονοούνται ή παραλείπονται ως αυτονόητα για τους συγκαιρινούς τους ακροατές. Αυτές οι πληροφορίες που λανθάνουν μπερδεύουν τα μηνύματα που εμείς προσλαμβάνουμε. Κι η ευκολότερη λύση είναι να μπαλώσουμε τα κενά με τις δικές μας βεβαιότητες. Να γεννήσουμε, όπως θα έλεγε χαμογελώντας ο Κάρολος Μαρξ, τους παλιούς ανθρώπους, τους προγόνους μας, δίνοντάς τους μορφές που να μας είναι οικείες και να μας μοιάζουν.
Ο στοχασμός που αναπτύσσει ο Ασδραχάς πάνω στη φύση αυτού του τύπου των τεκμηρίων αξιοποιεί μια μακρά ιστοριογραφική παράδοση με πλούσιο υλικό και πλούσιες επεξεργασίες. Ανασυστήνει και ανασυγκροτεί σε άλλου τύπου ερμηνευτική προοπτική θραύσματα μαρτυριών της ηρωικής πράξης, θραύσματα μοτίβων που κινητοποιούν τη δράση και ορίζουν ακολουθίες γεγονότων, θραύσματα εκφραστικών τύπων μη χρονολογήσιμων, χωρίς σαφήνεια ως προς τον γεωγραφικό τους επιμερισμό.
Με άλλα λόγια πρόκειται για δύσκολο τεκμήριο της ιστοριογραφίας που παραπέμπει στη διακειμενικότητα των τραγουδιών, στις συσχετίσεις των σημαινόντων, στις νοητικές δομές, τις αλλαγές και την αδράνεια των εκφραστικών τύπων.
Είναι ρητή και σαφής η αναφορά στην εξουσία και τους φορείς της,  που καλούνται να δώσουν το αρματολίκι, να δεχτούν, δηλαδή, το προσκύνημα των «λύκων», του Χρήστου Μιλιόνη εν προκειμένω και της ομάδας του.
Γλήγορα τ' αρματωλήκι,
Γιατ' ερχόμαστε σα λύκοι·
και, συμπληρωματικά προς αυτό, ακούμε δίχως να δημιουργείται η αίσθηση του παραδόξου:
Όσο 'ν' ο Χρήστος ζωντανός,
Τούρκο δεν προσκυνάει.
Στο πολιτισμικό σύμπαν στο οποίο ανήκουν τα τραγούδια όλα αυτά είναι αναγνώσιμα, όλα τακτοποιούνται λογικά μέσω της αυτονόητης σύνδεσης με τα αναφερόμενα. Όσα έχουν χαθεί και όσα, εν μέρει, διασώζει και ανασυστήνει δια των τεκμηρίων η ιστορική έρευνα.
Αναφερθήκαμε, με αφορμή τα Ιστορικότροπα σημειώματα, που καλωσορίζουμε σήμερα, στους κλέφτες και τους αρματολούς, όχι στα απεικάσματα των ιδεολογιών, αλλά στους λερωμένους ή τους χρυσοστόλιστους ενόπλους και στους κόσμους στους οποίους ανήκουν, εντός των οποίων συγκροτούν μια ιδιαίτερη κοινωνική ταυτότητα και ορίζουν τους δικούς τους νόμους: Πρόκειται για μια ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα, με ιδιαίτερους ρόλους στο θεσμικό οικοδόμημα και την κοινωνική οργάνωση. Η κυριαρχική τους ικανότητα μετασχηματίζεται σε οικονομική δύναμη. Κι έτσι έχουμε τον «φρόνιμο αιμοβόρο» του Κασομούλη, όχι ως συμφυρμό ιδιοτήτων διαφορετικών ανθρώπων που έδρασαν υπό διαφορετικές περιστάσεις. Η ερμηνευτική και η γραφή του Ασδραχά ιχνογραφούν ένα υπόδειγμα, όπου δεν καθρεφτίζεται κανένα συγκεκριμένο πρόσωπο αλλά που, χωρίς αυτό, κανένα συγκεκριμένο πρόσωπο δεν είναι αναγνωρίσιμο.
Ο κλέφτης και αρματολός, είναι συμπληρωματικές εκδοχές μιας ορισμένης κοινωνικής στρατηγικής που είναι προσανατολισμένη προς την ενσωμάτωση στους κυριαρχικούς μηχανισμούς. Οι πρακτικές, δηλαδή, ή οι απειλές της λεηλασίας, των φόνων και των καταστροφών ενεργούνται εν όψει της ενσωμάτωσης στους μηχανισμούς αποτροπής τους. Οι πληροφορίες που διασώζονται είναι σχετικά λίγες αλλά κυρίως αποσπασματικές, για να μας δώσουν πλήρη βιογραφικά ή πυκνές περιγραφές των κλέφτικων δραστηριοτήτων. Αλλά αυτό έχει να κάνει, όχι ακριβώς με τη σπανιότητα των αναφορών, αλλά με τη φύση των μαρτυριών: Συνήθως μιλάνε οι άλλοι για λογαριασμό τους και δεν μιλάνε για αυτούς παρά τη στιγμή της συνάντησής τους σε μια στιγμή ανισορροπίας με τους μηχανισμούς καταδίωξης.
Οι μαρτυρίες που αναφέρονται στους ενόπλους υπακούουν σε διαφορετικούς συντακτικούς κώδικες (αξιωματούχοι, ιεροδικεία, αλληλογραφία, δημοτικά τραγούδια, υπομνήσεις κλπ), σε διαφορετικού δηλαδή τύπου αποδόσεις ταυτοτήτων ή αφηγήσεις περιστατικών. Κυρίως όμως προέρχονται από διαφορετικά κοινωνικά περιβάλλοντα, με διαφορετικές και εν προκειμένω ανταγωνιστικές προσλήψεις και αξιοδοτήσεις των ενόπλων.
Όλα αυτά παραπέμπουν σε κάποια από τα μυριόλεκτα, όπως θα το έλεγε και ο Ασδραχάς, μιας ιστοριογραφικής παράδοσης, των Annales και της Nouvelle Histoire, στην οποία ανήκει ο ίδιος και την οποία καλλιεργεί, όχι ως εκπρόσωπος ή θεματοφύλακας, αλλά δια του υποδείγματος.
Από τα σεμινάρια του Παρισιού ήδη, αρκετές πια δεκαετίες πίσω, μάθαμε ότι η ιστοριογραφία Ασδραχά δεν αναφέρεται σε αφη­ρημένες καθαρές κατηγορίες αλλά σε βρωτούς ανθρώπους με σάρκα και οστά, σε κοινωνίες που μεταβάλλονται αναζητώντας την ισορρο­πία, σε αέναα διαμορφούμενες σχέσεις εξουσίας και υποταγής. Στις γραφές του αποδίδεται ένα σύνθεμα, όπως το λέει ο ίδιος, «δομών και συγκυριών, μια βαθμιδωτή χρονικότητα». Πιο ειδικά, και με δε­δομένη την απίθανη για εμάς τους νεότερους ευρύτητα των εμπνεύ­σεών της, η ιστοριογραφία Ασδραχά επικεντρώνεται στις αντιφάσεις του συστήματος της οθωμανικής κατάκτησης, αναφέρεται σε πραγ­ματικότητες και σε διάρκειες των μηχανισμών ισορροπίας, ανιχνεύει τις συγκυρίες των ρωγμών και των τομών που έφεραν τις κοινωνίες στα κατώφλια ή στους κόσμους της νεοτερικότητας.
Από τα μαθήματα και τις κουβέντες μαζί του μαθαίνουμε ακόμη, λίγο-λίγο, πως στα τεκμήρια, στους τρόπους τους και στις λέξεις που τα απαρτίζουν, φυλακίζονται μαζί μια φευγαλέα οπτική του κόσμου και οι διάρκειες των καταναγκασμών που την προσδιορίζουν. Τα ση­μεία, λοιπόν, δεν μεταβιβάζουν ούτε διασώζουν απλά πληροφο­ρίες. Περικλείουν και μια μεταβαλλόμενη οπτική ενός μεταβαλλόμενου κόσμου αλλά και δυσκίνητους δομικούς προσδιορισμούς. Το ιστορι­κό σημαινόμενο, λοιπόν (για να θυμούμαστε και τον Κάρολο Μαρξ), αντιμετωπίζεται ως «σύνθεση πολλαπλών καθορισμών, άρα, ως ενότητα της ποικιλίας». Δεν ξέρουμε πώς ακούγεται, αλλά εμείς εί­χαμε την τύχη να γνωρίσουμε τον Μιχαήλ Μπαχτίν και τον Βλαντιμίρ Προπ και τον Ααρόν Γκούρεβιτς στην παρέα του Ασδραχά, στο Καφέ ντε λα Σομπόν.

[Προδημοσίευση από το καινούριο τεύχος του περιοδικού Τα ιστορικά, που κυκλοφορεί τις επόμενες μέρες]

Ο Νίκος Θεοτοκάς και ο Νίκος Κοταρίδης είναι ιστορικοί

1 σχόλιο:

L'Enfant de la Haute Mer είπε...

κάτω-κάτω:
στο Καφέ ντε λα Σορμπόν.