8/12/14

Τι απέγιναν οι διανοούμενοι;

Προδημοσίευση από το ομότιτλο βιβλίο του Έντσο Τραβέρσο, που κυκλοφορεί τις επόμενες μέρες από τις Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, σε μετάφραση του Νίκου Κούρκουλου


 ΤΟΥ ΕΝΤΣΟ ΤΡΑΒΕΡΣΟ

Η γέννηση των διανοούμενων χρονολογείται συνήθως με την Υπόθεση Ντρέιφους, λόγω της ηθικής και πολιτικής της διάστασης. Η Υπόθεση Ντρέιφους θέτει προς επανεξέταση τη Δημοκρατία, τη δικαιοσύνη, τα δικαιώματα του ανθρώπου, τον αντισημιτισμό: μπορούμε ασφαλώς να τη θεωρήσουμε, συμβολικά, ιδρυτική στιγμή. Μπορούμε επίσης, εννοείται, να αναζητήσουμε προδρόμους: οι «philosophes», οι άνθρωποι των γραμμάτων στο Διαφωτισμό, ήταν διανοούμενοι. Δείτε την υπεράσπιση του Καλάς από τον Βολτέρο, στο όνομα του αγώνα ενάντια στο φανατισμό και τη μισαλλοδοξία – ή την εκστρατεία του Τσέζαρε Μπεκαρία, στην Ιταλία, ενάντια στην ποινή του θανάτου – ή τη διαμάχη γύρω από τη χειραφέτηση των Εβραίων, με τον αβά Γκρεγκουάρ στο Παρίσι και τον Κρίστιαν Βίλχελμ φον Ντομ στο Βερολίνο – ή την ίδρυση εταιρειών ενάντια στο δουλεμπόριο σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι είναι ήδη διανοούμενοι. Όμως ο μετασχηματισμός του επιθέτου «διανοούμενος» σε ουσιαστικό συμβαίνει στα τέλη του 19ου αιώνα. Ο πρώτος που το χρησιμοποιεί με την τρέχουσα σημασία του είναι ασφαλώς ο Κλεμανσό, στις 23 Ιανουαρίου 1898, στην καθημερινή του εφημερίδα LAurore, μιλώντας για μια πρωτοβουλία υπέρ του λοχαγού Ντρέιφους. Ο Ζολά, ο συγγραφέας του «Κατηγορώ!», γίνεται το πρότυπο του διανοούμενου.

Η λέξη χρησιμοποιείται στη συνέχεια, με περιφρονητικό τρόπο, από τους αντιντρεϊφουσάριους της Action Française και κυρίως από τον Μορίς Μπαρές, που είχε ήδη προσεγγίσει το ζήτημα στο μυθιστόρημά του Οι ξεριζωμένοι (1897). Γι’ αυτούς, ο διανοούμενος είναι ο καθρέφτης της παρακμής, που στάθηκε μια από τις μεγάλες εμμονές της ευρωπαϊκής αντίδρασης στη στροφή προς τον 20ό αιώνα: ο διανοούμενος ζει μια ζωή καθαρά εγκεφαλική, ξεκομμένη από κάθε οργανικό δεσμό με τη φύση, μένει εγκλωβισμένος στον τεχνητό του κόσμο, φτιαγμένο από αφηρημένες αξίες, όπου τα πάντα ποσοτικοποιούνται και μετριούνται, τα πάντα γίνονται άσκημα, μηχανικά, αντιποιητικά. Ο διανοούμενος ενσαρκώνει μια ανώνυμη και απρόσωπη νεοτερικότητα, δεν έχει ρίζες και δεν εκπροσωπεί το πνεύμα ή τη νοοτροπία ενός έθνους. Είναι «κοσμοπολίτικο» πνεύμα, ανίκανο να κατανοήσει την κουλτούρα ενός λαού ριζωμένου σε ένα έδαφος. Ο διανοούμενος πολεμάει για αφηρημένες αρχές: τη δικαιοσύνη, την ισότητα, την ελευθερία, τα δικαιώματα του ανθρώπου – θέλει να δει την αλήθεια να θριαμβεύει, υπερασπίζει οικουμενικές αξίες.
Σύμφωνα με τον ιστορικό των ιδεών Νορμπέρτο Μπόμπιο, όλοι οι ορισμοί του διανοούμενου ταλαντεύονται ανάμεσα σε δύο πόλους: από τη μία η πλατωνική οπτική του σοφού που πρέπει να μπει στην πολιτική για να αναλάβει την εξουσία, ο «φιλόσοφος βασιλιάς» της ιδανικής πολιτείας – από την άλλη ο διανοούμενος σαν απλώς σύμβουλος, ο φιλόσοφος της αυλής που θέτει τη γνώση του στην υπηρεσία του ηγεμόνα, στην εποχή της πεφωτισμένης δεσποτείας. Αυτό το περιγραφικό σχήμα μού φαίνεται χρήσιμο. Η πρώτη αντίληψη καταργεί κάθε διαφορά ανάμεσα στο διανοούμενο και την εξουσία, ενώ η δεύτερη αποδίδει στο διανοούμενο έναν υποτακτικό ρόλο. Υπάρχει όμως και μια τρίτη: ο διανοούμενος σαν κριτικός της εξουσίας. Αυτή η παραλλαγή σημάδεψε την ιστορία του 20ού αιώνα. Ο σύμβουλος είναι πειθήνιος, ο «φιλόσοφος βασιλιάς» είναι τρομαχτικός κι επικίνδυνος. Η άποψη που θέλει το διανοούμενο σύμβουλο του ηγεμόνα απολαμβάνει μεγάλη εκτίμηση σήμερα. Σ’ αυτή τη θέση, ο διανοούμενος γίνεται «συνετός»: σήμερα τον ονομάζουν «εμπειρογνώμονα», έναν ειδικό που θέτει τις γνώσεις του στην υπηρεσία των υπουργικών συμβουλίων. Ο «πλατωνικός» διανοούμενος, από την άλλη, προκαλεί φόβο. Τροφοδότησε πάντα τον αντιδιανοουμενισμό, δηλαδή την τάση να αντιμετωπίζεται αρνητικά ο διανοούμενος σαν αρχιτέκτονας της τέλειας τάξης, υπερασπιστής μιας τεχνητής ιδέας της εξουσίας, που θα ήθελε να την επιβάλλει με τη βία... Σήμερα, είναι οι πολιτικές της λιτότητας εκείνες που έρχονται να μας υπενθυμίσουν αυτή την παραλλαγή της τέλειας τάξης...
Ο εμπειρογνώμονας δεν στρατεύεται σε αξίες, χρησιμοποιεί τις δεξιότητές του για να προσφέρει βοήθεια στην υφιστάμενη εξουσία, και παίζει διόλου αμελητέο ιδεολογικό ρόλο. Είναι η περίπτωση των νεοφιλελεύθερων οικονομολόγων, που ισχυρίζονται ότι ενσαρκώνουν μια αντικειμενική θέση, αξιολογικά ουδέτερη, ενώ στην πραγματικότητα υπερασπίζουν ταξικά συμφέροντα. Είναι επίσης η περίπτωση των μιντιακών φιλοσόφων και συγγραφέων, που περνάνε πρόθυμα από τον ένα «ηγεμόνα» στον άλλο, χωρίς διακρίσεις πολιτικού χρώματος.
Πρόκειται όμως εδώ για μια μεταμόρφωση του διανοούμενου που ξεπερνάει τις ιδιαίτερες περιπτώσεις. Συνδέεται με βαθιούς ιστορικούς μετασχηματισμούς. Αρκεί, για παράδειγμα, να δούμε πώς άλλαξε το πανεπιστήμιο μέσα σε τρεις δεκαετίες. Σήμερα, η γλώσσα της επιχείρησης γενικεύεται στο σύνολο της κοινωνίας κι εκείνοι που τη χρησιμοποιούν πιστεύουν ότι ο εκσυγχρονισμός συνίσταται στην αντικατάσταση των διανοούμενων από μάνατζερ. Η λειτουργία των πανεπιστημιακών δασκάλων είναι να κατασκευάζουν ειδικεύσεις και να καταρτίζουν τεχνικούς (κι αυτό ισχύει και στις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες), όχι να επεξεργάζονται μια κριτική σκέψη ή να εκπαιδεύουν τους νέους σε μια κριτική οπτική της κοινωνίας. Το πανεπιστήμιο παραμένει ασφαλώς τόπος παραγωγής γνώσεων και στοχασμού, όμως η έρευνα εξειδικεύεται και τεχνικοποιείται, ενώ εγκλείεται συχνά σε μια ερμητική γλώσσα που γίνεται ακατανόητη. Η μορφή του «εκπαιδευτή» διανοούμενου έχει εξαφανιστεί... Η Εγκυκλοπαίδεια, όπως θυμάστε, είχε δημιουργηθεί με το σκοπό να διαφωτίσει την αναδυόμενη κοινή γνώμη. Σε μια αμόρφωτη κοινωνία, μια μικρή μειονότητα πρόσφερε τις γνώσεις της ώστε να γίνουν κοινές. Σήμερα, οι συνθήκες διάδοσης της γνώσης δεν είναι πια οι ίδιες: η γνώση εξειδικεύεται και μαζικοποιείται ταυτόχρονα – ένα μόνο μεγάλο πανεπιστήμιο έχει περισσότερους φοιτητές από όσους είχαν όλα μαζί τα γαλλικά πανεπιστήμια τις παραμονές του Μεγάλου Πολέμου... Αυτό αλλάζει σημαντικά την κατάσταση.
Αν το πανεπιστήμιο, όντας διαπερατό στις περιβάλλουσες ιδεολογίες, παραμένει εντούτοις τόπος παραγωγής κριτικών γνώσεων, αυτό συμβαίνει σε πείσμα της λειτουργίας που του αποδίδεται. Κατά συνέπεια, το πανεπιστήμιο πρέπει σήμερα να αποδίδει λογαριασμό για τις δραστηριότητές του με όρους αποδοτικότητας, παραγωγικότητας, διαχείρισης. Πρέπει να εσωτερικεύει την επιχειρηματική αρχή της ανταγωνιστικότητας –ένας καθηγητής πρέπει να στρατολογεί φοιτητές όπως μια επιχείρηση κερδίζει «μερίδια της αγοράς»– η οποία αποτελεί τη νέα λογική του κόσμου. Με τη μαζικοποίηση των ανώτερων σπουδών, ο διανοούμενος είναι σήμερα, στις περισσότερες περιπτώσεις, πανεπιστημιακός καθηγητής ή ερευνητής, και όχι συγγραφέας ή δημοσιογράφος, όπως πριν ένα αιώνα, όμως δεν νιώθει πια «σπίτι του» στο πανεπιστήμιο, που έχει γίνει τόπος κατασκευής «εμπειρογνωμόνων»...
Σήμερα, τα κόμματα δεν έχουν ανάγκη ούτε από ενεργά μέλη ούτε από διανοούμενους, χρειάζονται κυρίως μάνατζερ επικοινωνίας. Ο Φρανσουά Κυσέ μελέτησε σωστά αυτή τη μεταλλαγή στην κατασκευή της κοινής γνώμης στο βιβλίο του Η δεκαετία: δείχνει κυρίως την ανάδυση των θινκ τανκ που αναλαμβάνουν να εξουδετερώσουν την κριτική σκέψη και να επεξεργαστούν στρατηγικές εξουσίας. Τα περιοδικά που είχαν διαμορφώσει τη διανοητική συζήτηση στη δεκαετία του 1970 εξαφανίζονται ή μεταμορφώνονται. Εμφανίζονται νέα περιοδικά, προσανατολισμένα προς το «ακραίο κέντρο», κάποτε με υψηλό πολιτιστικό επίπεδο, όπως το Le Débat, όμως πάντα μ’ ένα θλιβερό κομφορμισμό. Στο μεταξύ, τα κόμματα έγιναν μετα-ιδεολογικά: δεν έχουν πια σαφή κατευθυντήρια γραμμή, ούτε κοινωνική ταυτότητα. Αυτό ισχύει για όλες τις πλευρές της πολιτικής σκακιέρας, κυρίως όμως για τα αριστερά κόμματα που, όπως οι σοσιαλδημοκρατίες και τα κομμουνιστικά κόμματα, είχαν υπάρξει το πρότυπο του μαζικού πολιτικού κόμματος. Όλα τους γνώρισαν διασπάσεις, μεταμορφώσεις, ή ορισμένες φορές αυτοδιαλύθηκαν. Έγιναν «πολυσυλλεκτικά κόμματα», catch-all parties σύμφωνα με την έκφραση του αμερικάνου πολιτειολόγου Ότο Κιρχάιμερ. Αυτά τα κόμματα έχουν πολύ λιγότερα ενεργά μέλη από τους προδρόμους τους, δεν έχουν ανάγκη από δική τους εφημερίδα, εκφράζονται μέσω των ΜΜΕ και προσανατολίζουν τη γραμμή τους ανάλογα με τις διακυμάνσεις μιας κοινής γνώμης που μετριέται με σφυγμομετρήσεις, όπως και κάτω από την πίεση διάφορων λόμπι. Τα κόμματα αυτά δεν έχουν ανάγκη από διανοούμενους.

Δεν υπάρχουν σχόλια: