ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΕΡΤΙΚΑ
Αφιέρωμα στη δολοφονία του συνδικαλιστή Pierre Overney, 1973, ακρυλικό σε μουσαμά, 81 x 100 εκ., Ιδιωτική συλλογή |
SIMONE WEIL, Ανάγκη για ρίζες. Μια διακήρυξη καθηκόντων απέναντι στον άνθρωπο και στην κοινωνία, πρόλογος: T. S. Eliot, μτφρ.: Μαρία Μαλαφέκα, εκδόσεις Κέδρος, σελ. 304
Η ψυχοσύνθεση
των ανθρώπων μιας εποχής φανερώνεται τόσο στα πρόσωπα τα οποία ξεχωρίζουν μα
και στην αποτίμησή τους, σύμφωνα με την κλίμακα των αξιών της. Έτσι, η Σούζαν
Σόνταγκ ξεκινούσε το 1963 μια γλαφυρή παρουσίαση του έργου και της
προσωπικότητας της Σιμόν Βέιλ γράφοντας: «Οι ήρωες της κουλτούρας του
φιλελεύθερου αστικού πολιτισμού μας είναι αντι-φιλελεύθεροι και αντι-αστοί». Γεγονός
είναι ότι ο σύντομος βίος της Βέιλ (1909-1943) έγινε θέμα σειράς βιογραφιών,
που ξεπερνούν τις τριάντα, μα και πληθώρας δημοσιευμάτων. Ένα σύντομο πέρασμα
μέσα απ’ αυτά τα δημοσιεύματα δείχνει και τις μετατοπίσεις στη δεσπόζουσα νοοτροπία, φθάνοντας ίσαμε τη
ριζική αντιστροφή της αξιολογικής κλίμακας. «Είναι το μόνο σπουδαίο πνεύμα της
εποχής μας» έγραφε ο Αλμπέρ Καμύ, για να έλθουμε στα πιο πρόσφατα δημοσιεύματα
και βιογραφίες όπου η Βέιλ εμφανίζεται σαν καρικατούρα ανορεξικής διανοούμενης.
Η
αντισυμβατικότητα της συμπεριφοράς μιας φιλάσθενης ύπαρξης, η παθιασμένη
στράτευση στο πλευρό των χαμένων μέχρι την αυτοθυσία διέγειραν τη φαντασία των
συγχρόνων της και σήμερα δεν παύουν να προκαλούν τα ωφελιμιστικά και ηδονιστικά
πρότυπα υγιεινής. Ό,τι χαρακτηρίζει τη Βέιλ είναι η αρρώστια, η «ασθένεια για θάνατο» της υπαρξιακής απόγνωσης για
την ανθρώπινη μοίρα και την αναδεικνύει σε υπόδειγμα που αντιστρατεύεται τη σωματική
ρωμαλεότητα της ναζιστικής και της μαζικής κουλτούρας. Το όνομα για την τάξη
της ψυχής, λέει ο Πλάτωνας, είναι δικαιοσύνη και νόμος, κι αυτή η τάξη χύνεται
σε επιχειρήματα, γίνεται ψυχολογία, σχηματοποιείται σε μύθο, σε θεολογία και
θεωρία. Αυτή η τάξη της δικαιοσύνης και του νόμου δημιουργεί την ψυχική
ρωμαλεότητα που με την Βέιλ ανατρέπει την πλατωνική ταυτότητα υγείας πνεύματος
και σώματος, μια και οφείλει να καλουπωθεί μέσα σ’ ένα ασθενικό σώμα.
Θυμηδία γεννά
στο μεταμοντέρνο άτομο, κι ο επαγγελματίας πολιτικός ανακαλύπτει έναν χρήσιμο
ηλίθιο σε μια ισχνή διανοούμενη που
τρέφεται λιτά μέχρι τον θάνατό της επειδή η πλειονότητα δεν έχει τα αναγκαία,
ενώ παράλληλα μεταφράζει Ρακίνα στα αρχαία ελληνικά σαν πνευματική άσκηση. Καθηγήτρια
σε γαλλικό λύκειο και συγχρόνως πολιτική ακτιβίστρια, θα ταξιδέψει στη Γερμανία
για ν’ αγωνιστεί στο πλευρό των Γερμανών κομμουνιστών και μετά τη συντριβή τους
θα δώσει μάχη για να τους διασώσει. Την ίδια περίοδο ασκεί κριτική στην ΕΣΣΔ
σαν ένα καθεστώς κρατικού καπιταλισμού, ενώ διαβλέπει στις ΗΠΑ μια δικτατορία
των τεχνικών. «Κάθε ανθρώπινη ομάδα», γράφει, «που ασκεί εξουσία δεν έχει σαν
στόχο την ευτυχία των υπεξούσιων αλλά την αύξηση της ισχύος της. Αυτό είναι
ζήτημα ζωής ή θανάτου για κάθε εξουσία». Στην ανάλυσή της για τη σοβιετική
γραφειοκρατία ως καταπιεστικού θεσμού και την αντιμετώπιση του προλεταριάτου
σαν μια πρώτη ύλη για τα εκσυγχρονιστικά σχέδια της πρωτοπορίας, θα απαντήσει ο
Τρότσκυ, ο οποίος παρ’ ότι δέχεται πως η γραφειοκρατία διαφθείρει, την
κατηγορεί για την αστική αδημονία της, «αναζωογονημένη από μια φθηνή εξύψωση
του ρωσικού προλεταριάτου». «Θα πάρει πολλά χρόνια» γράφει ο Τρότσκυ, «για ν’
απελευθερωθεί αυτή και το είδος της από τις πιο αντιδραστικές μικροαστικές
προκαταλήψεις». Δυο μήνες αργότερα, τον Νοέμβρη του 1933, η Βέιλ θα φιλοξενήσει
τον Τρότσκυ στο πατρικό της σπίτι όπου ακολουθεί μια επεισοδιακή νύκτα διαμάχης,
επικεντρωμένη στην καταστολή της
κομμούνας της Κροστάνδης.
Το 1934 η Βέιλ εγκαταλείπει
τη διδασκαλία για να εργαστεί έναν χρόνο σ’ εργοστάσιο της Ρενώ και να ζήσει
μαζί με τους εργάτες. Με τον ισπανικό εμφύλιο ταξιδεύει στην Ισπανία και στρατεύεται
στην αναρχική ταξιαρχία Ντουρρούτι, για
να μεταστραφεί στη συνέχεια σ’ έναν αναρχο-χριστιανικό γνωστικισμό. Στην
Αγγλία, όπου στρατευμένη στη γαλλική αντίσταση προετοιμαζόταν να μεταβεί στη
Γαλλία, θα προσβληθεί από φυματίωση και θ’ αποβιώσει τον Αύγουστο του ’43, σε
ηλικία 34 ετών.
Η
ανάγκη για ρίζες είναι το τελευταίο σύγγραμμά της το
οποίο ολοκλήρωσε τη χρονιά του θανάτου της. Μολονότι έχει ως βασικό θέμα τον
γαλλικό πατριωτισμό και το μέλλον της Γαλλίας, η Βέιλ το συνδέει ευθύς εξ αρχής
με το οικουμενικό ζήτημα της ανθρώπινης μοίρας. Στη σκέψη της η ανθρώπινη μοίρα
σημαίνει τον σεβασμό των ατόμων ως ανθρώπινων όντων, και αυτό προϋποθέτει ότι
οι άνθρωποι είναι αυτοσκοπός. Για την ακρίβεια, είναι ο τελικός σκοπός χωρίς
τον οποίο όλες οι αξίες είναι αδικαιολόγητες.
Η Βέιλ για να
θεμελιώσει την έποψή της για τον σεβασμό της ανθρώπινης μοίρας, θέτει ως
αφετηρία μια κριτική της φιλελεύθερης θεωρίας των δικαιωμάτων. Ο άνθρωπος ως
υποκείμενο έχει καθήκοντα και ηθικές υποχρεώσεις. Τα δικαιώματα είναι
συγκυριακά και συνδέονται με ιστορικές θεσμίσεις που παρέρχονται, ενώ τα
καθήκοντα προς τους συνανθρώπους είναι η αιώνια μοίρα μας. Αιώνιο καθήκον και
υποχρέωση είναι ο σεβασμός των ανθρώπων, κι αυτός πραγματώνεται με την
ικανοποίηση όχι μόνον των υλικών αναγκών μεμονωμένων ατόμων, αλλά και των
πνευματικών αναγκών, στις οποίες ριζώνει η ταυτότητα των ανθρώπινων
συλλογικοτήτων. Πατριωτισμός για την Βέιλ είναι ο σεβασμός των ανθρώπινων
συλλογικοτήτων, που εάν καταστραφούν δεν αντικαθίστανται. Ριζική ανάγκη για τον
άνθρωπο είναι το ρίζωμά του σ’ έναν πολιτισμό, κι αυτό καθορίζει τόσο τη σχέση
του με τον τόπο όσο και με τον χρόνο. Χωρίς ρίζες, οι ξεριζωμένοι από τον
πολιτισμό τους άνθρωποι είναι έρμαια των δεσποτικών εξουσιών.
Η Βέιλ δεν
εξετάζει τον πατριωτισμό ως μία αναλλοίωτη, υπεριστορική πολιτική έννοια, αλλά
εξηγεί τις αλλαγές της μορφής και του περιεχομένου του με βάση τις κοινωνικές
σχέσεις και συγκρούσεις. Πρόκειται για μια γενεαλογία του πατριωτισμού, ο
οποίος άλλοτε γίνεται σημαία της αριστεράς κι άλλοτε της δεξιάς, με σημείο
τομής τον 18ο αιώνα: Το 1789 επιτελείται μια ρήξη με το παρελθόν κι
ο πατριωτισμός συνδέεται με το παρόν και το μέλλον που συμβολίζεται από την
ιδέα του κυρίαρχου έθνους. Το κυρίαρχο έθνος είναι η πολιτική έννοια που
αντικαθιστά τον βασιλιά ως σύμβολο του παρελθόντος και συνάμα του κράτους.
Προσήλωση στη γαλλική επανάσταση και πατριωτισμός γίνονται πολιτική της
αριστεράς. Ο πατριωτισμός αλλάζει στρατόπεδο, από την αριστερά στη δεξιά, όταν συνταυτίζεται
με το γαλλικό κράτος και αποστασιοποιείται από τη γαλλική επανάσταση, μ’ αποκορύφωμα
το 1871 και τη σφαγή των κομμουνάρων από έναν λαϊκό στρατό.
Η σχέση του
γαλλικού κράτους με την κοινωνία
αποτελεί τον βασικό κορμό της ερμηνείας της για τη στάση των Γάλλων στον πόλεμο
και για την κυβέρνηση του Βισύ. Εκκινώντας από την ειδωλολατρία του κράτους ήδη
από τον Ρισελιέ, από το βίαιο ξερίζωμα των τοπικών κοινοτήτων για τη συγκρότησή
του, την απέχθεια του συνόλου των τάξεων προς μια ψυχρή, απρόσωπη κι εχθρική
θέσμιση, προχωρεί ίσαμε την εμφάνιση των χαρισματικών ηγετών ως υπεραναπλήρωση της
ικανοποίησης των ριζικών αναγκών. Οι αυτοκρατορικές βλέψεις της Γαλλίας στο
όνομα μιας ψευδο-οικουμενικότητας, προϋπέθεταν το ξερίζωμα των Γάλλων από την
πολιτιστική ταυτότητα που δημιούργησε η επανάσταση∙ συνεπάγονταν τη συμμετοχή
τού συνόλου των τάξεων στο ξερίζωμα άλλων πολιτισμών. «Ξεριζώνει», γράφει,
«αυτός που είναι ξεριζωμένος. Αυτός που έχει ρίζες δεν ξεριζώνει».
Η Βέιλ διέθετε
μία ξεχωριστή ευαισθησία και παιδεία που της επέτρεψε να δει με διαύγεια την
ασθένεια της εποχής –το ξερίζωμα στο όνομα του εκσυγχρονισμού της κοινωνίας- κρυμμένη
κάτω από ρητορικές είτε της επανάστασης είτε της αντεπανάστασης. Αντιτάχθηκε
στο κυρίαρχο ιστορικό ρεύμα της κατασκευής μαζικοδημοκρατικών κοινωνιών, όπως
γίνεται φανερό από την κριτική της στην τρίτη γαλλική δημοκρατία. Σε μια εποχή
εκκοσμικευμένων ιδεολογιών πρόταξε σαν θεραπεία μια πολιτική θεολογία που
εδράζεται στην αισθητική τάξη, σε αντίθεση με τη μηχανική τέτοια, και (όπως
κάθε πολιτική θεολογία) επιδιώκει να ξεπεράσει μια θεμελιώδη αντίφαση της
ανθρώπινης κατάστασης: τη σχέση του πεπερασμένου ( της πατρίδας) με το άπειρο το
οποίο εξυψώνει τον άνθρωπο στην υπερβατικότητα μιας πανανθρώπινης υποχρέωσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου