ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ
ΔΙΗΓΗΜΑ
. Ο Αλέξανδρος Δελμούζος και οι 80 χρυσόμυγες, video, 2014 |
ΤΗΣ ΕΥΓΕΝΙΑΣ
ΚΡΙΤΣΕΦΣΚΑΓΙΑ
Όταν ο Δήμαρχος του
Ντυνάν άνοιξε την πόρτα του σπιτιού
του και είδε στο κατώφλι τον νέο γερμανό Διοικητή τη πόλης, φον Λίμπνιτς, η
καρδιά του χτύπησε δυνατά και για μια στιγμή σταμάτησε. Πολλά ήταν τα
παραπτώματά του απέναντι στις Αρχές κατοχής, και για το καθένα από αυτά οι
Γερμανοί θα μπορούσαν να του πάρουν το κεφάλι. Ο φον Λίμπνιτς δεν έδειχνε
λιγότερο έκπληκτος: γούρλωσε τα μάτια του, όταν είδε τον Δήμαρχο.
-Θα
ήθελα να δω την φράου Ρόζα, είπε ο φον Λίμπνιτς, κάπως κομπιάζοντας, και μόλις
τότε ο Δήμαρχος πρόσεξε ότι ο Γερμανός ήρθε μόνος, με συνοδεία μόνο τον σοφέρ
του.
-Παρακαλώ,
ο Δήμαρχος παραμέρισε, και ο φον Λίμπνιτς μπήκε στο χωλ.
-Η
φράου Ρόζα είναι συγγενής σας;
-Μητέρα
μου, κύριε Διοικητά. Θέλετε την ίδια ή μπορώ να Σας εξυπηρετήσω εγώ; Ο Δήμαρχος
προσπάθησε να κρατήσει τον τόνο της φωνής του σταθερό, χωρίς επικίνδυνα και
ύποπτα σκαμπανεβάσματα.
-Θα
προτιμούσα την ίδια. Ο Γερμανός μιλούσε καθαρά τα γαλλικά, και μόνο το μακρύ
και απότομο «ρω», σαν το μαρσάρισμα μηχανής, πρόδιδε την καταγωγή του. Το πρώτο
και ανεξήγητο για τον Δήμαρχο ξάφνιασμα του Γερμανού στην πόρτα πέρασε, και το
πρόσωπό του δεν εξέφραζε πλέον τίποτα άλλο παρά μόνο ευγένεια.
-Θα
την φωνάξω... Θα πάρετε κάτι; Καφέ; Τσάι;
-Τέτοιες
μέρες θα προτιμούσα ένα ποτηράκι γαλλικό κονιάκ, εκτός αν... Ο Γερμανός έκανε
μια αόριστη κίνηση με το χέρι, ντυμένο με μαλακό δέρμα γαντιού...
-Παρακαλώ,
είναι μέρες γιορτής και σε κάθε σπίτι υπάρχει ένα μπουκαλάκι καλό κονιάκ. Μαρί!
Από
την πόρτα, που οδηγούσε μάλλον στην κουζίνα, βγήκε μια όμορφη νεαρή κοπέλα, που
προσπαθούσε να συγκρατήσει τον τρόμο, κρύβοντας τα χέρια κάτω από την ποδιά. Αγκιστρωμένος
στην φούστα της την ακολουθούσε ένα αγόρι τεσσάρων-πέντε χρονών: στο προσωπάκι
του διαγραφόταν μάλλον οργή παρά φόβος. Ο Δήμαρχος χλόμιασε και με προσποιητό
χαμόγελο έκανε τις συστάσεις:
-Ο
γιος μου Ανρί.
-Και,
ασφαλώς, η σύζυγός σας... Τα μάτια του Γερμανού άστραψαν, αλλά κατάφερε να
δαμάσει τη φλόγα τους.
-Η γυναίκα μου πέθανε
ένα χρόνο πριν... Η Μαρί με βοηθάει με το παιδί.
Οι κεραυνοί στα μάτια
του Διοικητή επέστρεψαν, και η Μαρί βιάστηκε να χωθεί πάλι στην κουζίνα.
-Θα μου επιτρέψετε... Ο
Δήμαρχος περίμενε να φέρει η Μαρί το μπουκάλι Courvoisier με δυο ποτήρια κι ένα πιατάκι με τυριά, και
κατευθύνθηκε στη σκάλα για να φέρει την μητέρα του, που εδώ κι ένα μήνα δεν
έβγαινε από το δωμάτιό της.
«Τι την θέλει;»,
συλλογιζόταν ο Δήμαρχος, ανεβαίνοντας βαριά-βαριά τα σκαλοπάτια: κάθε σκαλοπάτι
και μια καινούργια σκέψη. Το πατρικό επώνυμό της μητέρας του ήταν Ρόζενμπεργκ.
Ρόζα Ρόζενμπεργκ, και οι πολιτικοί του αντίπαλοι όλο και πιο δυνατά μιλούσαν
για την εβραϊκή καταγωγή της. Η μητέρα του δεν ήταν Εβραία, οι πρόγονοί της
ήρθαν από τη Γερμανία και εγκαταστάθηκαν στο Βέλγιο κάμποσους αιώνες πριν,
κληροδοτώντας τους απογόνους με ένα βαρύ επίθετο, που προκαλούσε υποψίες
ανάλογα με τις εποχές: στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο την υποψιάζονταν για
Γερμανίδα, στο Δεύτερο για Εβραία.
Αλλά δεν ήταν η μόνη
έννοια του Δημάρχου. Όταν, ένα μήνα πριν, στον εβραϊκό πληθυσμό της μικρής
πόλης –ήταν δεν ήταν καμιά πενηνταριά οικογένειες όλες κι όλες– επέβαλαν να
φοράνε το κίτρινο αστέρι, η μητέρα του έραψε μια πεντάλφα στο παλτό της και
βγήκε πρωί-πρωί στο μανάβικο. Ευτυχώς τον ειδοποίησε η γειτόνισσα, και ο
Δήμαρχος, όπως ήταν με παντόφλες και ρόμπα, έτρεξε να την περιμαζέψει.
«Είναι το αστέρι των
Χριστουγέννων;» ρώτησε τότε ο μικρός Ανρί τη γιαγιά του. «Είναι το αστέρι της
ντροπής», απάντησε η Ρόζα, και δεν ξαναβγήκε από το σπίτι ούτε για να πάει στο
διπλανό φούρνο. Ποιός ξέρει αν πρόλαβε κανείς να την δει;
Και μετά, αυτό το χριστουγεννιάτικο
δέντρο στην πλατεία της πόλης, και η φάτνη, με την εβραϊκή αγία οικογένεια... Μετά
από την εμφάνιση στους δρόμους του Ντυνάν των κίτρινων αστεριών, το Δημοτικό
Συμβούλιο της πόλης σκεφτόταν να μη στολιστεί καθόλου το καθιερωμένο
χριστουγεννιάτικο δέντρο, και προπαντός να μην τοποθετηθεί φάτνη: καλύτερα
χωρίς καθόλου δέντρο, παρά έλατο με τη σβάστικα στην κορυφή και την Κυρά-Χόλε
και τον Βοτάν, Δία της γερμανικής μυθολογίας, αντί για τους Μάγους και τον Άγιο
Νικόλαο. Όμως ο Δήμαρχος αποφάσισε να στολιστεί το δέντρο με τον παραδοσιακό
τρόπο. Ήταν καθαρά δική του απόφαση. Για χατίρι της μητέρας του και μόνο, που
τον απείλησε ότι θα φορέσει το κίτρινο αστέρι και θα βγει στο κέντρο της πόλης.
-Μαμά, κάποιος θέλει να
σε δει.
Η Ρόζα Ρόζενμπεργκ
έδειξε έκπληκτη. Σηκώθηκε βαριά από την πολυθρόνα και, χωρίς να ρωτήσει περί
τίνος πρόκειται, ακολούθησε τον γιο της. Στο τελευταίο σκαλοπάτι όμως
κοντοστάθηκε: στα δύο χρόνια της Κατοχής κανένας Γερμανός δεν πάτησε στο σπίτι
τους, και τώρα ένας ψηλός αξιωματικός με γυαλισμένες μπότες όχι μόνο στέκεται
στο σαλόνι της, αλλά πίνει και το κονιάκ τους!
Ο φον Λίμπνιτς πράγματι
στεκόταν δίπλα στο χριστουγεννιάτικο δέντρο και χάζευε τα χρυσά στολίδια: ήταν αργά
για κείνον να αποδεχτεί την νέα τάξη πραγμάτων και το παγανιστικό ύφος των
εορτών, που υπαγόρευε στους Γερμανούς η προπαγάνδα. Ευτυχώς, τα παιδιά του
μεγάλωσαν, και δεν υπήρχε ανάγκη να τα πείσει, ότι τα δώρα τους φέρνει η
αυστηρή άρια Φράου Χόλε.
-Ο κύριος; Η Ρόζα
Ρόζενμπεργκ συνέχισε να στέκει στο τελευταίο σκαλοπάτι, αρνούμενη να πατήσει το
παρκέ, βεβηλωμένο από τις γυαλιστερές γερμανικές μπότες.
Ο φον Λίμπνιτς γύρισε το
κεφάλι, και τότε συνέβη κάτι, που έκανε τον Δήμαρχο ν’ αλλάξει πέντε χρώματα. Η
μητέρα του ξαφνικά έκανε ένα βήμα μπροστά και ψιθύρισε:
-Βάλτερ;
Ο Γερμανός χαμογέλασε
πλατιά, πλησίασε την Ρόζα και της φίλησε το χέρι.
-Με θυμηθήκατε; είπε
σιγανά.
-Πώς να σε ξεχάσω; Η
Ρόζα έγνεψε στην λεπτή ουλή, που ξεκινούσε από το δεξί μάγουλο του προσώπου του
και, διασχίζοντας το λαιμό, χωνόταν κάτω από τον κολλαριστό γιακά της στολής
του.
-Η μητέρα σας μου έσωσε
τη ζωή το 1914, τέτοιες μέρες ακριβώς... Πίστευα, πως ήταν τα τελευταία μου
Χριστούγεννα. Αν δεν με έκρυβε τότε εδώ, στο σπίτι σας, οι Γάλλοι θα με
εκτελούσαν.
Η Ρόζα γύρισε στον
Δήμαρχο:
-Ήταν οι μέρες που πήραν
τον πατέρα σου, μαζί με όλους τους άνδρες της γειτονιάς.
Τώρα τον θυμήθηκε και ο
Δήμαρχος. Έναν κοκκαλιάρικο, κοκκινοτρίχη πιτσιρικά με την ματωμένη χλαίνη και το
σκισμένο από το θραύσμα της οβίδας πρόσωπο. Αυτός πολύ μικρότερος όταν άρχισε ο
πόλεμος, μόλις ξεκινούσε το Δημοτικό. Ήταν τα πρώτα Χριστούγεννα που στο γράμμα
στον Άγιο Νικόλαο δεν ζήτησε παιχνίδι, αλλά να επιστρέψει ο πατέρας του. Αντί
γι’ αυτόν, στο σπίτι τους εμφανίστηκε ο τραυματισμένος εχθρός, που η μάνα τον
έκρυβε για μήνες μέχρι να αναρρώσει.
-Με ποτίσατε και τότε Courvoisier... Θυμάστε; Ο Γερμανός έκατσε
στον καναπέ, ενώ η Ρόζα συνέχισε να στέκεται στη μέση του σαλονιού. Ποτό των
νικητών! Έτσι δεν μου έχετε πει; Το προτιμούσε ο Ναπολέων, σωστά;
-Καλά το θυμάσαι... απάντησε
η Ρόζα. Μόνο που σου το έδινα για να νικήσεις το θάνατο...
-Τί μπορώ να κάνω για
Σας; Και πιάνοντας στον αέρα το ανήσυχο βλέμμα, που έριξε ο Δήμαρχος στη μητέρα
του, ο Γερμανός πρόσθεσε: Κάτι, που ασφαλώς, μπορώ να το κάνω...
-Τότε τίποτα... απάντησε
η Ρόζα.
Ο Γερμανός έβαλε το
ποτήρι στο τραπεζάκι και σηκώθηκε.
-Χάρηκα που σας είδα,
φράου Ρόζα... Ξέρετε, μετά από κείνα τα Χριστούγεννα, η Φράου Χόλε απέκτησε για
μένα μια συγκεκριμένη μορφή... (ο φον Λίμπιτς κοίταξε το χριστουγεννιάτικο
δέντρο τους, και η καρδιά του Δημάρχου σταμάτησε ξανά) ...τη δική σας. Δε θα
ήθελα να πάθετε κακό... Θα σας συνιστούσα να προσέχετε, όταν βγαίνετε έξω, τις
ενδυματολογικές σας επιλογές. Ειδικά αυτές τις ημέρες...
Το «ρω» του ακούστηκε
σχεδόν απειλητικό.
-Όσον αφορά το δέντρο
στην πλατεία...
Ο Δήμαρχος μαζεύτηκε.
-Όσον αφορά το δέντρο
στην πλατεία... (φαινόταν, ότι ο φόν Λίμπνιτς έψαχνε μια κατάλληλη διατύπωση) Είμαι
καινούργιος στην πόλη, και δε θα ήθελα ν’ αρχίσω την θητεία μου με ...περιττές
παρατηρήσεις. Τα σέβη μου.
Ο Γερμανός φίλησε ξανά
το χέρι της Ρόζας, που αυτή τη φορά δεν ανταποκρίθηκε, και βγήκε. Ο Δήμαρχος
κατάλαβε ότι τουλάχιστον για φέτος το δέντρο στην πλατεία μπορεί να μείνει.
Την παραμονή των Χριστουγέννων,
οι λίγες εβραϊκές οικογένειες της πόλης συγκεντρώθηκαν στην κεντρική πλατεία,
δίπλα στο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Με τις κίτρινές τους πεντάλφες έδειχναν
σημαδεμένοι από μια αόρατη δύναμη, που τους έχει επιφυλάξει ένα ιδιαίτερο
προορισμό, έναν ιδιαίτερο ρόλο. Ανάμεσα τους ήταν και ο μανάβης της γειτονιάς,
με τη γυναίκα του και τα δυο του παιδιά.
-Φοράνε το ίδιο άστρο με
το δέντρο μας! είπε στον Δήμαρχο ο μικρός Ανρί. Τα παράθυρα του σπιτιού τους έβλεπαν
στην πλατεία, και ο Δήμαρχος δεν μπορούσε να αποκρύψει τη θέα από το γιο του.
-Ο Θεός να αναπαύσει τις
ψυχές τους, ακούστηκε η φωνή της Ρόζας, η οποία κάρφωσε το βλέμμα στον φον
Λίμπνιτς, που έδινε διαταγές στους οδηγούς των καμιονιών.
Την ημέρα των
Χριστουγέννων η πόλη έδειχνε ιδιαίτερα αναστατωμένη. Όχι τόσο με την αναχώρηση
προς άγνωστη κατεύθυνση του εβραϊκού πληθυσμού της, όσο με την εξαφάνιση από
την φάτνη του νεογέννητου Χριστού. Μετά από αλλεπάλληλες ανακρίσεις των υπόπτων,
ο κόσμος έβγαλε το συμπέρασμα ότι τον Χρίστο έκλεψε για εκδίκηση κάποιος από
τους «ομοεθνείς» του, τους Εβραίους...
Μετά το παραδοσιακό
γιορτινό δείπνο με ψητό χοιρινό, που κύλησε σε απόλυτη σιωπή, η Μαρί πήγε το
παιδί για ύπνο.
-Έχεις γράψει γράμμα
στον Άγιο Νικόλα; Ρώτησε ο Δήμαρχος τον γιο του.
-Ναι.
-Θα μου το δώσεις για να
το ταχυδρομήσω;
-Το έχω δώσει ήδη,
απάντησε ο Ανρί και πήγε πάνω με την κοπέλα.
Ο Δήμαρχος έμεινε μόνος
του. Άναψε τσιγάρο και έβαλε στο ποτήρι μερικές σταγόνες Courvoisier. Το κονιάκ ξαφνικά έχασε γι’ αυτόν
τη γεύση του. Εκείνη τη γεύση της νίκης, όπως έλεγε η Ρόζα. Άφησε το ποτήρι και
πήγε πάνω. Ήθελε να δει τον γιο του: δεν μπορούσε να σβήσει την εικόνα του
μανάβη, που ανέβαινε στο καμιόνι με τα δυο του παιδιά.
Ο Ανρί δεν κοιμόταν. Όταν μπήκε ο πατέρας του, το αγόρι κάτι έσπρωξε
βιαστικά κάτω από τα σκεπάσματα. Ο δήμαρχος σήκωσε την κουβέρτα και με τρόμο
είδε τον νεογέννητο Χριστό από την φάτνη της πλατείας!
-Γιατί το έκλεψες, παιδί μου; ρώτησε τον γιο του.
-Δεν τον έκλεψα, μπαμπά... Τον έσωσα...
Η Ευγενία Κριτσέφσκαγια
είναι κλασική φιλόλογος και πεζογράφος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου