ΤΟΠΟΙ ΣΚΗΝΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΗΣ ΠΡΟΥΣΑΛΗ
Αν
είναι να διαλέξω το μη χείρον (τότε) δεν διαλέγω τίποτα
Καρλ Κράους
Εύα Μαραθάκη, Πορτραίτο ΙΙΙ (Simone de Beauvoir), 92 x 125 εκ., 2014, μολύβι σε χαρτί |
Οι οικονομικά και πολιτικά
κυρίαρχες τάξεις χρηματοδοτούν, ανέκαθεν, ποικίλες κοινωνικές λειτουργίες ενώ
επιχορηγούν τον πολιτισμό. Τουτέστιν, οι πολυεθνικές εταιρείες και οι εγχώριοι
μεγαλοεπιχειρηματίες επιδίδονται σε έναν αγώνα «κοινωφελούς» πρακτικής,
προκειμένου να αποκτήσουν την κοινωνική
συναίνεση, η οποία διευκολύνει την απρόσκοπτη συνέχιση της επιχειρηματικής
τους δραστηριότητας, αλλά και του πολιτικού συστήματος που την εκτρέφει. Η
σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα επιδεικνύει πλείστες τέτοιες περιπτώσεις.
Πρόκειται για το «κοινωφελές»
προφίλ που υιοθετούν οι οικονομικά ισχυρές επιχειρήσεις και τα Ιδρύματα, και
που ο Φουκώ ονομάζει «θετικοί μηχανισμοί εξουσίας[1],
κατά το οποίο συγκεκριμένες πρακτικές διασχίζουν την κοινωνία, παράγουν έργο,
καλύπτουν το έλλειμμα της πολιτειακής υποδομής, παράγουν μορφές γνώσης και
πολιτισμού. Προτάσσοντας την κοινωνική αλληλεγγύη και προσφορά εξασφαλίζουν το
απαραίτητο δημοκρατικό άλλοθι, που τους καθιστά ανθεκτικότερους στις κοινωνικές
πιέσεις και ανατροπές. Υπ’ αυτό το πρίσμα, το Κεφάλαιο, τα μέσα και οι μέθοδοι
παραγωγής και συσσώρευσής του παραμένουν στο απυρόβλητο, καθώς στο προσκήνιο
εμφανίζονται οι «κοινωφελείς» πρακτικές του.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, προσφάτως,
πολυεθνική εταιρεία[2] αναλαμβάνει την πλήρη αποκατάσταση
δύο εγκαταλελειμμένων σπιτιών στο κέντρο της Αθήνας, με στόχο να στεγαστούν 12
πολίτες που αντιμετωπίζουν πρόβλημα στέγασης. Πρόκειται για «Κοινωνικές
Κατοικίες», όπως τις ονομάζουν, ενώ ο
Διευθυντής της Εταιρείας διατείνεται ότι αναλαμβάνει «κοινωνική
πρωτοβουλία»[3], ως
απάντηση στο τεράστιο κοινωνικό πρόβλημα που «δυστυχώς διογκώνεται λόγω της
κρίσης των τελευταίων ετών». Με μια απλή απαγωγική σκέψη ο κάθε νοήμων πολίτης
αυτής της χώρας μπορεί να ανιχνεύσει την αιτιότητα των γεγονότων: Πώς προέκυψε,
άραγε, αυτή η «κρίση» που οδηγεί τους πολίτες στην απώλεια της στέγης τους;
Ποιος ο ρόλος των πολυεθνικών εταιρειών και των καρτέλ που επιβάλουν στην
οικονομία της χώρας μας; Ποια είναι η «κοινωνική ευαισθησία» που επιδεικνύουν
οι πολυεθνικές εταιρείες, όταν αξιοποιώντας τη νομοθεσία, προβαίνουν σε μαζικές
απολύσεις και επαναπρόσληψη των απολυθέντων με μειωμένο μισθό; Και πώς οι
τράπεζες που δανείζουν τις πολυεθνικές -με το πρόσχημα της συνέχισης της
«επιχειρηματικότητας»- την ίδια στιγμή πλειστηριάζουν τα σπίτια των πολιτών
εξαιτίας των «κόκκινων» δανείων τους; Πώς νομιμοποιούνται, εν τέλει, οι
εταιρείες που συμβάλουν στη δημιουργία των συνθηκών και των προϋποθέσεων της
οικονομικής κρίσης να μεταμφιέζονται σε «ανακουφιστές» της κοινωνικής κρίσης
που επακολουθεί; Μήπως η αντίφαση
είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα των κοινωφελών αυτών ενεργειών, μια αντίφαση
καλά κρυμμένη στο ιλουστρασιόν περιτύλιγμα;
Η αντίφαση αυτή αναδεικνύεται
περίτρανα, όμως, όταν η «κοινωφελής» πρακτική στοχεύει στην ανταποδοτικότητα.
Επί παραδείγματι, κοινωφελή ιδρύματα[4]
που αναλαμβάνουν να επιχορηγήσουν δημόσια έργα, εμπλέκονται όλως ξαφνικά στη
συνδιαχείριση αρχαιολογικών χώρων και των παρακείμενων περιοχών αυτών. Είτε
πολυεθνικές εταιρείες[5]
-που διεκδικούν τη χρήση κι εκμετάλλευση ελληνικής γης- χορηγούν τον Δήμο της
Αμφίπολης ώστε να αποκτήσει την απαραίτητη υποδομή για να επιταχυνθούν οι ανασκαφικές
εργασίες. Στις παραπάνω περιπτώσεις, οι τρόποι και οι μέθοδοι του κοινωφελούς
προφίλ είναι σχεδόν πρόδηλοι. Τι συμβαίνει, όμως, στην περίπτωση κατά την οποία
η κοινωφελής προσφορά συνδέεται με την αισθητική απόλαυση, την άυλη αυτή μορφή
ικανοποίησης;
Κοινωφελή Ιδρύματα[6]
αλλά και Θεατρικές Επιχειρήσεις -των οποίων τα κεφάλαια προέρχονται από
επιχειρηματικές δραστηριότητες που αναπτύσσονται μέσα στο νεοφιλελεύθερο
καπιταλιστικό σύστημα- έχουν εισβάλλει
στο θεατρικό τοπίο της Αθήνας, παράγοντας ή φιλοξενώντας πληθώρα θεατρικών
παραστάσεων και δρώμενων, ανάμεσα στα οποία και παραστάσεις που εντάσσονται στο
«πολιτικό» θέατρο. Παραστάσεις, δηλαδή, των οποίων το περιεχόμενο είναι άκρως
επικριτικό, επιθετικό και ανατρεπτικό για το καθεστώς, στο πλαίσιο του οποίου
οι προαναφερθέντες φορείς επιχειρούν. Προφανώς, πρόκειται για μια καθ’ όλα αντιφατική πρακτική. Διότι, πώς είναι
δυνατόν, οι πολιτιστικοί αυτοί φορείς, οι οποίοι αντλούν τις προϋποθέσεις και
τους όρους της ύπαρξης και της επιβίωσής τους από τις οικονομικές δομές του
υπάρχοντος συστήματος, να θέλουν -μέσω των παραστάσεων που φιλοξενούν στις
σκηνές τους- την ανατροπή του συστήματος αυτού; Πρόκειται συνεπώς για μια νέα
πολιτική/θεατρική «μεταγλώσσα», η οποία όσο κι αν σε πρώτο επίπεδο μοιάζει να προσφέρει
στο θεατρικό γίγνεσθαι, κατά βάθος αποκόπτει το θεατρικό φαινόμενο από τα
κοινωνικο-πολιτικά του συμφραζόμενα, ενώ ακυρώνει την όποια δυναμική της
παρεμβατικότητάς του. Το θέατρο, στον βαθμό που βρίσκεται εντός των
τειχών του συστήματος, χάνει έτσι την εγγενή δύναμη της άρνησης που το χαρακτηρίζει ενώ υποτάσσεται σε μια κατάσταση
αδιόρατου «ελέγχου» που ανεπαισθήτως πλήττει τη φύση του, στο μέτρο που απο-πολιτικοποιείται[7]
στο σύνολό της η θεατρική πράξη.
Εντούτοις,
με την «κοινωφελή» αυτή πολιτική, καλύπτεται εν μέρει το έλλειμμα της πολιτειακής
θεατρικής υποδομής, δίνεται δηλαδή προσωρινή διέξοδος σε ποικίλα θεατρικά
αδιέξοδα: π.χ. μέσα παραγωγής της παράστασης, εύρεση θεατρικού χώρου,
απασχόληση ηθοποιών κτλ. Ταυτοχρόνως, η πληθώρα των παραστάσεων που
φιλοξενούνται ή παράγονται στους χώρους αυτούς υπερκαλύπτει τις ανάγκες του φιλοθεάμονος
κοινού, το οποίο αισθάνεται ευγνώμον[8] υπό τον θεατρικό
αυτόν πληθωρισμό. Η ικανοποίηση του κοινού από την θεατρική υπερπροσφορά σε
συνδυασμό με την εργασιακή απασχόληση των καλλιτεχνών του χώρου αποτελεί ένα
«στρατηγικό» πράττειν, το οποίο ανταποκρίνεται σ’ αυτό που Χάμπερμας αποκαλεί
«εργαλειακή ορθολογικότητα», με την έννοια, ότι οι ιδιωτικοί αυτοί φορείς
αντλούν τους όρους τής κοινωνικής νομιμοποίησής τους από την κοινωνική
αποτελεσματικότητα της θεατρικής πολιτικής τους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, όμως, το
θέατρο τείνει να λειτουργεί ως ένα αυτόνομο σύστημα το οποίο αποκόπτεται από
τον υπόλοιπο κοινωνικό ιστό. Η θεατρική πράξη αποκτά έτσι μια αυτοαναφορικότητα
ως προς τα μέσα παραγωγής και λειτουργίας της, κατά το πρότυπο των
«αυτοποιητικών συστημάτων» του Λούμαν, τα οποία είναι κλειστά, λειτουργικά
συστήματα που αυτοαναπαράγονται, αυτοπαρατηρούνται και αυτοαξιολογούνται. Η
θεατρική πράξη μοιάζει τότε με μια «μικροκοινωνία» που δίνει λόγο αποκλειστικά
στη μικροκλίμακα της δικής της αισθητικής πραγματικότητας. Το θέατρο καθίσταται
ένα νομισματικού τύπου προϊόν της αγοράς, του οποίου η αξία χρήσης
εντοπίζεται στην κατανάλωσή του.
Αν λοιπόν δεχτούμε τις
προαναφερθείσες αντιφάσεις ως
ενυπάρχουσες στη θεατρική πολιτική των ιδιωτικών φορέων, τότε ανακύπτει ένα
εξίσου σημαντικό ζήτημα: Πόση «αλήθεια» υπάρχει στην πρόθεση των κοινωφελών
ιδρυμάτων που φιλοξενούν ανατρεπτικές ή πρωτοποριακές παραστάσεις να αφυπνίσουν
τους θεατές και να ανατρέψουν πράγματι το σύστημα που τους στηρίζει; Πρόκειται
για το ζήτημα «διαχείρισης» της «αλήθειας», που έθεσε ο Λυοτάρ, σύμφωνα με το
οποίο η «αλήθεια» δεν είναι παρά ένα «γλωσσικό παιχνίδι» κατά το πρότυπο του
Βιττγκενστάιν, ένα παιχνίδι της εξουσίας, το οποίο ουσιαστικά «νομιμοποιεί» την
ίδια την εξουσία μέσα στις συνθήκες παραγωγής αυτού του «αληθούς». Πρόκειται
δηλαδή για μια εξίσωση ανάμεσα στην οικονομική εξουσία, την «κοινωνική
αποτελεσματικότητα» που προαναφέραμε και την αλήθεια[9],
πράγμα που σημαίνει ότι πλήττεται βάναυσα η δημοκρατία, με το θέατρο ως
διαμεσολαβητή.
Τελικώς, ο
συστημικός αυτός λειτουργισμός της βιομηχανίας της κοινωφελούς πρακτικής και
κουλτούρας -δηλαδή η στρατηγική μετατροπή
του οικονομικού κεφαλαίου σε πολιτισμικό-
κερδίζει την κοινωνική συναίνεση, καταξιώνεται και παγιώνεται ως κοινωνική
προσφορά. Ο Χορκχάϊμερ προσπαθώντας να αναλύσει παρόμοιες συμπεριφορές σε
ανάλογα πολιτισμικά φαινόμενα θεωρεί ότι οι πολίτες μέσω της
«επαναλαμβανόμενης» αυτής «κοινωφελούς» πρακτικής μαθαίνουν[10]
να την αποδέχονται, ενώ ο Μπουρντιέ επισημαίνει ότι δημιουργούνται
συγκεκριμένες πολιτισμικές καταγραφές, habitus[11], όπως τις ονομάζει, οι οποίες
οδηγούν τους πολίτες στο να αδιαφορούν στην αρχή, κατόπιν να αγνοούν συνειδητά
τις εν λόγω αντιφάσεις προκειμένου να «απολαύσουν» τις κοινωφελείς
παροχές. Ιδεολογικοποιείται, έτσι, η συγκεκριμένη
πρακτική των «κοινωφελών» φορέων ως ευπρόσδεκτη αν όχι επιτακτική διέξοδος στα
προβλήματα που αντιμετωπίζει ο κοινωνικός και πολιτιστικός χώρος. Πράγμα που
σημαίνει ότι αποσυνδέεται ο φορέας της «κοινωφελούς» πράξης από τον
υπόλοιπο κοινωνικο-πολιτικό περίγυρο μέσα στον οποίο αυτή αρθρώνεται και
ταυτοχρόνως ανακηρύσσεται ως εθνικός ευεργέτης.
Εν
κατακλείδι, στον 21ο αιώνα πρέπει πλέον να βλέπουμε όλους τους
κρίκους της αλυσίδας αλλά και την αλυσίδα ταυτόχρονα. Θα έπρεπε να έχουμε
καταλάβει ότι δεν έχουμε ανάγκη τους βαρβάρους, κι ότι οι άνθρωποι αυτοί ούτε ήταν ούτε είναι η λύσις. Αντιθέτως, είναι μέρος του προβλήματος. Η κοινωφελής
πρακτική δεν είναι α-πολιτική πράξη. Η αντίφαση είναι εγγενές στοιχείο της. «Το
να αποκτήσει κανείς συνείδηση των αντιφάσεων είναι η αρχή προς την απελευθέρωση»,
όπως έλεγε ο Μπρεχτ. Μια αρχή προς την απεμπλοκή από το βραχυκύκλωμα της
σκέψης. Η αρχή προς έναν χειραφετημένο πολίτη.
Η Εύη Προύσαλη είναι δρ.
Θεατρικών σπουδών – κριτικός θεάτρου
[1] Μισέλ Φουκώ,
Εξουσία, Γνώση και Ηθική, μτφρ. Ζήσης
Σαρίκας, Ύψιλον, Αθήνα, 1987, σ.21: «Αυτό
που κάνει την εξουσία να κρατάει γερά, αυτό που την κάνει παραδεκτή είναι το
ότι δεν βαραίνει απλώς πάνω μας σαν μια δύναμη που λέει «όχι», αλλά ότι
διασχίζει τα πράγματα, παράγει πράγματα, επιφέρει ηδονή, μορφές, γνώσης,
παράγει έργο.»
[2] Πρόκειται για την πολυεθνική καπνοβιομηχανία
British American Tobacco Hellas, πληροφορίες στο site: www.bringingvalue.gr
[3] «Κοινωνική Κατοικία από την
British American Tobacco Hellas», Εφημερίδα των Συντακτών, 08/12/2014
[4] Βλ. «Ξεπουλάνε Βραυρώνα και
Κεραμεικό στο Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος», Ηλεκτρονική εφημερίδα Ημεροδρόμος, Συντάκτης Δ. Μυρίλλα,
26/09/2014 και έγγραφο στη Διαύγεια 25/9/2014, αριθμός πρωτοκόλλου
ΥΠΠΟΑ/ΓΔΔΥ/ΔΙΟΙΚ/243937/36195/31827/16063
[5] Βλ. «Μέγας χορηγός στην Αμφίπολη η “Ελληνικός Χρυσός”», Εφημερίδα Συντακτών, 27/09/2014
[6] Βλ. Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών
Ωνάσειου Ιδρύματος
[7]
Vincent Dubois, «Cultural Policy Regimes in Western Europe», International
Encyclopedia of the Behavioral Sciences, 2nd Edition, Elsevier, 2014, σ.13:
«Cultural democratization, that is, the prominent objective and legitimizing
discourse in the development of contemporary cultural policies in Europe, has
also lost an important part of its strength as a political and cultural
principle.»
σ.13:
«Cultural democratization, that is, the prominent objective and legitimizing
discourse in the development of contemporary cultural policies in Europe, has
also lost an important part of its strength as a political and cultural
principle.»
[8] Μαξ
Χορκχάιμερ-Τεοντόρ Αντόρνο, Διαλεκτική
του Διαφωτισμού, μτφρ. Λευτέρης Αναγνώστου, Νήσος, Αθήνα, 1996, σ.267: «(…)
η κουλτούρα παρουσιάζεται ως δώρο, για το οποίο δεν υπάρχει βέβαια καμιά
αμφιβολία ότι θα αποφέρει ιδιωτικά και κοινωνικά οφέλη, η υποδοχή της γίνεται
μια εκμετάλλευση ευκαιριών.»
[9] Ζαν Φρανσουά Λυοτάρ, Η Μεταμοντέρνα Κατάσταση, μτφρ. Κωστής
Παπαγιώργης, Γνώση, Αθήνα, 2008, σ.113
[10] Μαξ Χορκχάιμερ, Φιλοσοφία και Κοινωνική Κριτική, μτφρ.
Αντώνης Οικονόμου-Ζήσης Σαρίκας, Ύψιλον, Αθήνα, 1984, σ.92
[11] Pierre Bourdieu, Η Διάκριση. Κοινωνική Κριτική της καλαισθητικής κρίσης, μτφρ.Κική
Καψαμπέλη, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, 2006 (6η), σ.18 και Pierre Bourdieu, Πρακτικοί Λόγοι για τη Θεωρία της Δράσης, μτφρ.Ράνια Τουτουντζή,
Πλέθρον, Αθήνα 2000, σσ.21-23
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου