25/12/14

Βιβλία «ποιότητας» και εκδοτικοί συμβιβασμοί

ΤΟΥ ΦΟΙΒΟΥ ΓΚΙΚΟΠΟΥΛΟΥ

Μνημείο για τα πράγματα που αλλάζουν, πλαστικό κορδόνι, μεταλλική κατασκευή, νάιλον, λάστιχο, 2014

Ο κόσμος (και η βιομηχανία) των γραμμάτων στην Ελλάδα, μοιάζει όλο και περισσότερο σε κάποιες αριστοκρατικές οικογένειες άλλων εποχών: οικόσημο ολίγον ξεθωριασμένο, ξαναβαμμένο με κανέναν πληβείο και προσοδοφόρο γάμο, πολλού γήρατος και ολίγης νιότης. Σπάνια ανοίγουν τα σαλόνια τους στους άγνωστους.
Πέρα από κάθε μεταφορική διάθεση, ο χώρος παραγωγής και κατανάλωσης του ελληνικού βιβλίου «ποιότητας» εμφανίζεται περιορισμένος, δύσκαμπτος, δίχως πραγματική ανανέωση στους αναγνώστες και τους συγγραφείς του. Είναι αρκετό να πουληθούν δύο με τρεις χιλιάδες αντίτυπα για να αποτελέσουν εκδοτική επιτυχία, ενώ ο μέσος όρος παραμένει χαμηλός και το κοινό περιορίζεται σε ένα ώριμο αστικό, μεσοαστικό επίπεδο. Ανάμεσα στους συγγραφείς, οι νέοι είναι ως επί το πλείστον «εποχικοί», δύσκολα προχωρούν πέρα από το πρώτο τους βιβλίο και ανήκουν σε έναν κύκλο εσωτερικό, ενός δημοσιογραφικού-ακαδημαϊκού-εκδοτικού κόσμου: γνωστοί δημοσιογράφοι που μετατρέπουν την εμπειρία τους σε «μυθιστόρημα», μητέρες, κόρες, θείοι, σύζυγοι διανοουμένων και πολιτικών που μετασχηματίζουν την πιο κρυφή βιογραφία τους σε προϊόν. Πανεπιστημιακοί, κινηματογραφιστές, εκδότες που προσπαθούν να κατακτήσουν την κορυφή στους καταλόγους των μπεστ σέλερ. Από την άλλη μεριά, οι γνωστοί  συγγραφείς ή γράφουν πολύ, με ρυθμό τουλάχιστον περίεργο για την αγορά, ή αφιερώνουν το χρόνο τους στο «ξαναγράψιμο» προηγούμενων βιβλίων, σαν να ήταν το πρώτο τους έργο ή κάποιο ανέκδοτο.

Αυτά τα στοιχεία, θεληματικά τονισμένα, που δεν εκτιμούν κριτήρια αξίας και αδιαφορούν για τις εξαιρέσεις που, οπωσδήποτε, χαρακτηρίζουν το πλαίσιο, θέλουν να εισάγουν ορισμένα ερωτήματα: μπορούμε να μιλήσουμε για κρίση ζωτικότητας του είδους και του προϊόντος; Μια κρίση διαφορετική από τις προηγούμενες, που φαίνεται να πλήττει ταυτόχρονα τις λογοτεχνικές παραδόσεις, την ικανότητα να δημιουργηθούν νέες, την πολιτική της πολιτισμικής βιομηχανίας σ’ αυτή την κατεύθυνση και το κοινό των αναγνωστών – καταναλωτών; Οι λόγοι που παράγουν φαινόμενα όπως αυτά, είναι πάντα γενικοί και απόμακροι: αφορούν την ιστορία της κοινωνίας και της κουλτούρας, τους εκπαιδευτικούς θεσμούς και τον εκδοτικό συγκεντρωτισμό, τους αντιφατικούς όρους ανάπτυξης και τα μεταρρυθμιστικά κινήματα. Θα πρέπει όμως να υποδείξουμε έναν, τουλάχιστον, συγκεκριμένο έστω και με τον κίνδυνο να κατηγορηθούμε για μεροληψία.
Δεν είναι λίγα τα σημεία του πλαισίου που περιγράψαμε, τα οποία φαίνεται να ανάγονται στον συμβιβασμό που συντελείται ανάμεσα στην εκδοτική βιομηχανία και τη λογοτεχνική συντεχνία και που επισημαίνουν κατ’ αυτό τον τρόπο το πιο αντιφατικό και «οπισθοδρομικό» επίπεδο νέο-καπιταλιστικού συστήματος επικοινωνίας: εντοπίζοντας δηλαδή σε μια προβληματική στιγμή την περίεργη σχέση ανάμεσα στην αναζήτηση της επιτυχίας και τον μύθο της δόξας, που διαφορετικά τροφοδοτούνται και συνδυάζονται (όχι χωρίς υποκρισία) και από τις δύο πλευρές.
Από τη μια μεριά λοιπόν, επιχειρήσεις που δεν είναι πια παραδοσιακές και δεν είναι ακόμη σύγχρονες, δεν κάνουν έρευνα και περιορίζονται στο να εκμεταλλεύονται πλήρως τις παλιές πηγές, δεν διακινδυνεύουν στις επιλογές τους και απευθύνονται πάντα στο ίδιο κοινό, και από την άλλη, ένας κόσμος των γραμμάτων που προσπαθεί να εδραιώσει τον εαυτό του παρά να προωθήσει νέες δυνάμεις, ανησυχεί να συμμαχήσει με άλλες ισχυρές συντεχνίες (δημοσιογραφικές, τηλεοπτικές, κινηματογραφικές), παρά να κρατήσει ζωντανή τη συζήτηση στο εσωτερικό του και προσέχει πολύ (ακόμη κι όταν δηλώνει το αντίθετο) να μην προχωρήσει στη σύγκρουση ανάμεσα στην παλιά γραφή και τη νέα αγορά, στην ιδιωτική μορφή του συγγραφέα και τη δημόσια εμφάνισή του. Δεν μπορεί τότε να μην γίνει εμφανής η χρόνια έλλειψη ή απουσία επαγγελματιών συγγραφέων έργων «ποιότητας», μιας σύγχρονης μαζικής παραγωγής, σε αντίθεση με την πληθώρα έργων βασισμένων σε παλαιο-ελιτίστικους προβληματισμούς και νέο-καταναλωτικές γραφές (και αντίστροφα). Αν, τέλος, εξετάσουμε αυτό τον χώρο παραγωγής-κατανάλωσης μέσα από το βλέμμα της δύσκολης και κοπιαστικής διαδικασίας της μαζικής διαπαιδαγώγησης και απελευθέρωσης, θα βρούμε ένα «δευτερεύον», σε σχέση με άλλα, πεδίο εργασίας και επιβεβαίωσης.
Για ποιο λόγο, λοιπόν, ν’ ασχοληθούμε; Για την ευχαρίστηση μιας εύκολης πολεμικής ή για ένα είδος σκοτεινής αυτοκατάλυσης; Το φαινόμενο, ακριβώς επειδή έχει όρια, μπορεί να δείξει κάτι το χρήσιμο και μη ευκαιριακό. Θα μπορούσαμε να διακρίνουμε μια εκδοτική γραμμή που δεν ακολουθεί ελιτίστικη πολιτική χωρίς να είναι ακόμη λαϊκή. Αυτός ο συμβιβασμός (που άρχισε δειλά τη δεκαετία του ’60, αναπτύχθηκε μετά τη μεταπολίτευση, και σήμερα, σε περίοδο βαθιάς κρίσης, βρίσκεται σε κατάσταση ακινησίας) αντιπροσώπευε την άποψη μιας γενικότερης προσπάθειας να δοθούν απαντήσεις σε δύο ουσιαστικές ιστορικές ελλείψεις: από τη μια η «παράδοση κάστας» των διανοουμένων και η απουσία «σύγχρονης λαϊκής» λογοτεχνίας, και από την άλλη η παραδοσιακή συμπίεση του χώρου της ανάγνωσης, συνδεμένη με μια γνωστή σειρά από συγκλίνουσες αιτίες: οπισθοδρόμηση, αναλφαβητισμός και πολιτική περιθωριοποίησης των λαϊκών μαζών από την πολιτισμική ζωή και το πολιτισμικό προϊόν.
Στρατηγική, άρα, των δύο πολιτισμών (ελίτ και λαός, αναγνώστες και μη αναγνώστες),  πολιτική του βιβλίου «ποιότητας» που προορίζεται για ένα μικρο-μεσο-αστικό κοινό, περιορισμένη διερεύνηση του κοινωνικού στρώματος ανάγνωσης. Φαινόμενα που διασχίζουν τις τελευταίες δεκαετίες και φτάνουν μέχρι σήμερα. Και είναι σημάδια ενός παραπέρα καπιταλιστικού «εκσυγχρονισμού» της αγοράς και ελέγχου από τη μεριά του εκδότη, που όλο και συχνότερα αντικαθιστά την κριτική και το κοινό στο να επιβάλει το «αριστούργημα» πριν ακόμη κυκλοφορήσει το ίδιο το βιβλίο.
Προβληματισμοί όλοι αυτοί μόνο εν μέρει ρητορικοί: με την έννοια μιας υπόθεσης δυναμισμού, νεωτερισμού, ζωτικότητας, που είναι ασταθής, που απαιτεί και περιμένει, οπωσδήποτε, επιβεβαίωση και διαπίστωση. Ακόμη κι αν αφορούν τις θέσεις εκδοτικών επιχειρήσεων που δεν είναι πια παραδοσιακές ούτε ακόμη σύγχρονες, δεν είναι ελίτ ούτε μαζικής κατανάλωσης, ικανές να αναπτύξουν προσεκτικά το προνομιούχο και καλλιεργημένο αστικό κοινό, αλλά ανίκανες να ξεπεράσουν τα ιστορικά όρια στην κατεύθυνση ενός αποδέκτη που είναι ετερογενής και άστατος, αλλά ταυτόχρονα, ζωντανός και δραστήριος. Έτσι, θα μπορούσαμε να καταλήξουμε ότι για λίγες αγορές όπως η ελληνική, φαίνεται ακόμη και σήμερα επίκαιρη η ειρωνική περιγραφή του Εσκαρπί, στο δοκίμιό του Κοινωνιολογία της λογοτεχνίας,  που παρομοιάζει την παρουσία του βιβλίου (και του λογοτεχνικού βιβλίου) στην πολυπληθή Πόλη του σύγχρονου ανθρώπου, με τις «μικροκέφαλες σαύρες» στους τεράστιους χώρους του  «ασήμαντου».

Ο Φοίβος Γκικόπουλος είναι ομότιμος Καθηγητής Φιλοσοφικής Σχολής ΑΠΘ

Δεν υπάρχουν σχόλια: