ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΚΑΛΗΜΕΡΗ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΧΑΤΖΗΜΩΥΣΙΑΔΗΣ, Ζώνη Πυρός, Διηγήματα, εκδόσεις
Μεταίχμιο, σελ. 107
Σε μια Σημείωση των Μπουνιουέλ και Νταλί στο
σενάριο του Ανδαλουσιανού Σκύλου, είναι γραμμένο σε παρένθεση: “Το κρεβάτι, δηλαδή
το κάλυμμα και το μαξιλάρι, είναι ελαφρά τσαλακωμένα, έχοντας ένα μικρό
κοίλωμα, σα ν' αναπαυόταν, στ' αλήθεια, εκεί, ένα ανθρώπινο σώμα”.
Στα σύντομα “πεζογραφήματα”, όπως χαρακτηρίζει
ο Πόε τα διηγήματα, η αφήγηση χαρίζει απεριόριστα ένα πολύ καθαρό πεδίο. Σε
αντίθεση με τη νουβέλα, το διήγημα μπορεί να διαβαστεί σε μια καθισιά, οπότε ο
αναγνώστης νοιώθει το μεγάλο κέρδος της Ολότητας!
Έτσι, η ψυχή του αναγνώστη είναι στα χέρια
του συγγραφέα. Αυτός είναι και ο λόγος που ο αναγνώστης, νοιώθοντας την ανάσα
του (σα να 'ταν δηλαδή εκεί πριν λίγο), τον “παρατηρεί” συνένοχα να παρουσιάζει,
απερίσπαστα, προαποφασισμένα και ακηλίδωτα, ένα χαστούκι που μοιάζει με χάδι,
αποτυπώνοντας αιφνίδια την αίσθηση του διφορούμενου και του ανίσχυρου.
Τα δεκαοχτώ διηγήματα του Χατζημωϋσιάδη
χτυπούν καθαρά τον στόχο τους. Μιλούν γι' αυτό το μικρό κοίλωμα, παίζοντας με
την απουσία σώματος, που υπενθυμίζει μια δραματική παρουσία. Τουλάχιστον στα
περισσότερα διηγήματα, το παιχνίδι που παίζεται είναι το παιχνίδι της Μεταστροφής.
Μικρές φράσεις παράγουν ένα έργο μεγαλύτερο απ' την ίδια την έκταση των
διηγημάτων, ανατρέπουν την αρχική πηγή, απομακρύνονται από την αρχική υπόθεση,
ενώ αφήνουν να γλιστρήσει υποδόρια η ιδεολογία, δημιουργώντας φαντασιώσεις
παράβασης. Μ' αυτό τον τρόπο κάνουν πιο έντονη την ενοχική συμμετοχή μας σ' ένα
σύστημα που όσο περιστρέφεται δίνει και άλλες ακατανόητες εικόνες.
Αυτή η πολυπρισματική, υπερπραγματική θέαση,
δίνει μια ποιητικότητα στον “ρεαλισμό” της αφήγησης. Πέρα από το ότι ο
ρεαλισμός είναι μορφή μυθοπλασίας, οι καλές στιγμές του ρεαλισμού ποτέ δεν
ταυτίστηκαν με την παπαγάλιση του περιβόητου πραγματικού.
Και η
οπτική ποικιλία του Χατζημωϋσιάδη δίνει ένα μεταρεαλιστικό κλίμα, αξιοποιώντας
το υλικό του μ' ένα πολύ δωρικό τρόπο. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, αφού ζούμε μια
εποχή που λόγω Κρίσης το διήγημα σπάει τα μούτρα του στον κυνισμό της
κοινωνικής εξαθλίωσης. Λες κι ενώ ήρθε η ώρα του, αφού πέρασαν πολλά χρόνια που
θεωρήθηκε “μη εμπορικό”, τώρα το σπρώχνουν στην αυτοκτονία, αναγκάζοντάς το να
αρκείται “σ' αυτό που πραγματικά συμβαίνει”!
Η θέαση, λοιπόν, του Χατζημωϋσιάδη μας
χαρίζει βινιέτες και στιγμιότυπα μιας Εξαφάνισης του Παρόντος. Με αιθέριο και
στιγμιαίο, ημιτελή και αγωνιώδη τρόπο, το βλέμμα και ο φακός του συγγραφέα
ειρωνεύονται, παρωδούν, σχολιάζουν χιουμοριστικά, αυτοσαρκάζονται. Τα σύντομα και
“ξεκούραστα” διηγήματα, μοιάζουν με σχέδια, με Demos μιας Ανθολογίας, που υποτίθεται περιέχει αφηγήσεις που έχουν
γραφτεί εδώ και πολύ καιρό.
Οι ήρωες πάσχουν συνέχεια από τη σύγχρονη αδυναμία
σύνδεσης του μερικού με το γενικό. Σ' αυτό τον ουρανό που αντικατοπτρίζει
κομμάτια της κοινωνικής αποσύνθεσης, οι ήρωες, ζωγραφισμένοι με κάρβουνο, χωρίς
στερεωτικό, μας μοιάζουν. Είναι digital immigrants, ψηφιακοί δηλαδή μετανάστες και μέτοικοι. Είναι δημιουργήματα
τηλεοπτικού μοντάζ, όπως στο διήγημα Προσκλητήριο. Σ' αυτό ο ήρωας υποδύεται υπαρκτά
και τραγικά πρόσωπα της επικαιρότητας, μπαίνοντας “επαναστατικά και
διεθνιστικά” στη θέση των θυμάτων, δείχνοντας, ταυτόχρονα, το πόσο αδύνατο, καταναγκαστικό,
υποκριτικό, υπερσυναισθηματικό και σκέτα προπαγανδιστικό είναι να ταυτίζεσαι με
κάτι που δεν έχεις πάθει. Αντί, λοιπόν, να καταλήξει σ' ένα ρεπορτάζ τύπου παληού
Ριζοσπάστη, καταλήγει: “Ενίοτε λοιπόν αρέσκομαι. Να φαντάζομαι ότι. Είναι κάτι
βράδια. Που. Που αναζητώ καινούριο θέμα για τη γραφή μου. Και μαζί τυχαίνει να
βρίσκω τα πιο βολικά... Άλλοθί μου.”
Στο διήγημα Mantis Religiosa, όπου η παρουσίαση του digital, εικονικού, ασώματου, πλαστού αυνανισμού
(ανάμνηση του Συνδρόμου Πορτνόι), μιμείται εικονικά τη γενική κυκλοφορία του
κεφαλαίου στην χρηματιστική εποχή, ο ήρωας νιώθει ότι πραγματικές γυναίκες
είναι αυτές που έστω θρυμματισμένες (ή και γι’ αυτό) υπάρχουν στο διαδίκτυο!
Ο Χατζημωϋσιάδης γράφει χωρίς ζάχαρη. Δηλώνει
ερωτευμένος με τη γλώσσα, ενώ ταυτόχρονα την καταγγέλλει απελπισμένος και
φυλακισμένος μέσα σε λευκό κελί. Γιατί τη γλώσσα την περιέχουμε, αλλά και μας
περιέχει. Και κανείς δεν μπορεί να γράφει σήμερα αγνοώντας τη βάσανο της
γραφής, υποθέτοντας ότι αυτή είναι ένα αθώο και αποενοχοποιημένο μέσον, που μας
γλυτώνει απ’ τη φθορά της καθημερινής ταυτολογίας. Ή, ακόμα-ακόμα, αφήνοντας να
εννοηθεί ότι η γλώσσα της αφήγησης επιτρέπει σ' ένα πραγματικό(;) περιεχόμενο
να εκφραστεί επιτέλους απαλλαγμένο απ' την περιττή φόρμα, που κάνει τη γραφή να
απομακρύνεται απ' την κατάσταση ...της επαναστατικής αμεσότητας. Το βαθύτερο
νόημα ενός καλού κειμένου δεν αναιρεί το πρώτο επίπεδο, δηλαδή την “επιφάνεια”,
αλλά τη χρειάζεται, ώστε να οργανωθεί ένα σύνολο φόρμας και περιεχόμενου, με σκοπό
να συμπτυχθούν στην αρμονική εξαφάνισή τους.
Στο διήγημα Σκιά, η πρώτη φράση είναι “Ούτε
καν μορφή. Μόνο Ρόλοι”. Κι εδώ η έννοια του περιγράμματος ταυτίζεται μ' ένα
σώμα που απουσιάζει, χαμένο μέσα στις αδόκιμες μεταμφιέσεις, αναγκάζοντας τις
παρωχημένες κοινωνιολογικές και ψυχολογικές προσεγγίσεις να χάσουν το στόχο.
Γιατί, σ' αυτή την κοινωνική κατάσταση τού σήμερα, οι ρόλοι βρίσκονται μόνο στο
μυαλό, είναι σπασμένες εικόνες, φαντασιώσεις, που δε συμμετέχουν πια σε κάποια Αναπαράσταση.
Είναι ρόλοι που υποδύεται ένας καταδικασμένος ψυχασθενής, προσπαθώντας να
αντλήσει δύναμη από κάτι που είναι πια προορισμένο να εξαφανίζεται. Στο
σημερινό αδιέξοδο, ο συγγραφέας αφού σκιαγραφεί έναν υπάλληλο που μετά τη
δουλειά βγάζει τους ρόλους του βόλτα, ρόλοι που δεν συνιστούν ουσιαστικές
σχέσεις, και αφού τον βάζει να μετρά τη μοναχική του παρουσία στο σπίτι,
μετρώντας τα βήματα από το σαλόνι στην κουζίνα, καταλήγει: “το μόνο που πρόλαβε
να δει αφήνοντας την τελευταία του πνοή ήταν μια ξεχασμένη εικόνα από τις πρώτες
τάξεις του δημοτικού, που ντυμένος τσολιαδάκι εφορμούσε στην επέτειο της 28ης
Οκτωβρίου εναντίον του εχθρού με μια χάρτινη ξιφολόγχη προτεταμένη στα χέρια,
κραυγάζοντας με όλη τη δύναμη της ψυχής του “ΑΕΡΑ”. Μια, δηλαδή, έξαρση
παιδικού ενθουσιασμού, όχι ενάντια σε κάποιον πραγματικό εχθρό, αλλά του στυλ
“αμόλα καλούμπα”, για να πετάξει ο χαρταετός. Σουρεαλιστική φάρσα, με τον Δον
Κιχώτη πεζό ή καλύτερα στο φέρετρο.
Στο διήγημα Καύσωνας, μία μπερζέρα κι ένα
μπαλκόνι στη συνέχεια, με τη βοήθεια μιας κουρτίνας, που κυματίζει σαν σημαία
ήττας ή νίκης (κι εδώ θυμήθηκα τη μουσική του Αλλοζανφάν), ο ήρωας ίπταται,
ανυψώνεται, σα να αυτοσαρκάζει την Καντιανή, υπερβατική, οικουμενική συνείδηση
που λείπει, αναζητώντας μια πανοραμική θέαση ή ένα “ανεικονικό σημείο φυγής”
στο οποίο καταλήγουν όλες οι εικόνες (Μπένγιαμιν). Μια μεταφυσική ή διαλεκτική
γενίκευση, που φαίνεται ότι δεν είναι δυνατή. Ο φόβος για τον ριζικά τυχαίο
χαρακτήρα της ύπαρξής μας μέσα στον κόσμο μειώνεται ή υπερνικιέται, μέσα από
αναπαραστάσεις που μπορούν και επανανακαλύπτουν την επαναμάγευση. Αλλά κι αυτό
είναι ένα παιχνίδι με την πραγματικότητα, χωρίς να γνωρίζουμε τί θα προκύψει.
Κλείνω με ένα διήγημα που το θεωρώ πολύ
ενδιαφέρον. Είναι το Ημερολόγιο. Σ' αυτή την αφήγηση, όλα ξεκινούν απ' την ανάγκη
να σπάσει αυτή η εμμονή σε μια νευτώνεια καταμέτρηση των καθημερινών
πεπραγμένων, όμως στο τέλος, σε εποχές που το έθος και το ήθος απουσιάζουν,
«κρατάω ημερολόγιο» ίσως να σημαίνει Υπάρχω. Εδώ, ανακαλύπτει ο αναγνώστης το
δράμα του αιρετικού, που έχει να παλέψει ενάντια σε πιστεύω, επιλέγοντας, όμως,
αναγκαστικά κάποιες ρουτίνες. Άλλωστε, στο διήγημα Πρόσωπο, ο Χατζημωϋσιάδης
μας δίνει μια μαγική απομάγευση, όταν το ήδη γηρασμένο γυναικείο πρόσωπο,
απελπισμένα φτιασιδωμένο, τραβώντας μια λευκή ίνα που εξείχε στο σαγόνι της απ'
το βουρτσάκι του ρουζ, ξηλώνει την πλεκτή επιφάνεια της επιδερμίδας για να
αποκαλυφθεί εν τέλει η ιστορική και βιολογική της διάσταση, η ρυτίδα της
μνήμης, ένα πρόσωπο, το αληθινό της πρόσωπο, που αγκαλιάζει για πρώτη φορά στη
ζωή της και μέσα στον ψυχολογικό και ιστορικό της χρόνο, κοιμάται μαζί του... (σ'
ένα κοινό χώρο, ακόμα και στο όνειρο).
Η ελλειπτική, πλάγια προσέγγιση του Χατζημωϋσιάδη,
υπηρετεί μια αντιστικτική συλλογή, που αν την άπλωνε σε μεγαλύτερη φόρμα θα
χάνονταν πολύτιμες πλευρές υπέρ της ομοιομορφίας. Επίσης, το έλλειμμα κάνει
ανθρωπινότερους τους ήρωες, έτσι ασχημάτιστοι και αβέβαιοι, γιατί φαίνεται η αρρώστια
και η διάλυση της κοινωνικής δομής.
Ο Κώστας Καλημέρης είναι κριτικός λογοτεχνίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου